Με το πολυδιαφημισμένο επικό βιογραφικό δράμα «Ναπολέων» του Ρίντλεϊ Σκοτ, να μπαίνει πρώτο στην ατζέντα των σινεφίλ και λόγω του πρωταγωνιστή Χοακίν Φίνιξ, ξεκινά η νέα κινηματογραφική εβδομάδα. Ωστόσο, η τελευταία ταινία της Disney, «Ευχή», έχει το πολυπληθές κοινό της και μάλλον δύσκολα θα χάσει την πρωτιά στα εισιτήρια. Απ’ τις υπόλοιπες πέντε ταινίες του επταήμερου, ξεχωρίζει το δράμα «Με τα Μάτια της Ντάλβα», ενώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η περιπέτεια «Ο Δρόμος της Εξιλέωσης», λόγω της – ολιγόλεπτης – συμμετοχής του Μελ Γκίμπσον.

Ναπολέων

(“Napoleon”) Δραματική περιπέτεια εποχής, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ, με τους Χοακίν Φίνιξ, Βανέσα Κέρμπι, Εντουάρ Φιλιπονέ, Ταχάρ Ραχίμ, Γιουσέφ Κερκούρ κα.

Θα πρέπει να πάμε πολύ πίσω για να βρούμε μία σπουδαία ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες, πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, δείχνει μία κόπωση, αποφεύγοντας τους δύσκολους δρόμους της ουσίας, όσων περιμένει ένας απαιτητικός θεατής από έναν δημιουργό και άξιο μάστορα του σινεμά. Αρκείται στη θεαματικότητα των θεμάτων του ή την αποτελεσματικότητα της περιπέτειας και όλα τα στοιχεία που θα ικανοποιήσουν το ευρύτερο κοινό. Άλλες φορές ομολογουμένως εντυπωσιακά και άλλες σχεδόν διεκπεραιωτικά.

Εδώ, με το «Ναπολέων» του, αποφεύγει τα ακανθώδη του θέματός του και ως μάστορας βρίσκεται κάπου στη μέση, παρότι φαίνεται να το πάλεψε, αλλά τελικώς συμβιβάστηκε με μία ευπρόσωπη βιογραφία του ιδιοφυούς στρατηγού. Μπορεί να αποφεύγει τις παγίδες μίας συνοπτικής βιογραφίας ή μιας αγιογραφίας, φτιάχνοντας μία χορταστική επική δραματική περιπέτεια συνδυάζοντάς την με το ερωτικό του πάθος για την Ιωσηφίνα, αλλά τελικά δίνει την αίσθηση ότι παραμένει στην επιφάνεια, χάνει τα κατακλυσμιαία πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής και εμφανίζεται άτολμος στο πιο ζουμερό κομμάτι της ταινίας του. Την Ιωσηφίνα. Μία προσωπικότητα που θα μπορούσε να πάρει πολύ περισσότερο χρόνο – αν και το ιδανικό θα ήταν το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, που θα μπορούσε να εξάψει το ενδιαφέρον, να δώσει μία διάσταση ξεχωριστή στην ιστορία και τη σκιαγράφηση του Ναπολέοντα μέσα από τα δικά της μάτια. Ο Σκοτ επέλεξε το αντίθετο, προτιμώντας μία συμβατική εξέταση των γεγονότων, να κεντρίσει το κοινό με τον θρύλο του Γάλλου στρατηλάτη.

Απ’ την άλλη, αν και ο Σκοτ αποφεύγει τις πολλές πολιτικές αναφορές και τις ιδεολογικές διαμάχες ή τα γεωστρατηγικά παιχνίδια που παίζονταν εκείνη την εποχή στις βασιλικές αυλές, είναι φανερό ότι δίνει ορισμένους πόντους συμπάθειας προς τη μοναρχία. Καθόλου τυχαία, η ταινία ξεκινά με την Μαρία Αντουανέτα να οδεύει στην γκιλοτίνα, θαρραλέα και περιφρονητικά προς τον επαναστατημένο λαό, κάτι που γοητεύει τον – ακόμα άσημο αξιωματικό – Ναπολέοντα, ενώ τις περισσότερες φορές παρουσιάζει τους ηγέτες της γαλλικής επανάστασης, στα όρια της καρικατούρας, ως διψασμένους αγροίκους για εξουσία.

Ο Σκοτ, πάντως, αναδεικνύει την στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ναπολέοντα, αλλά και τα βαθιά συμπλέγματα του χαρακτήρα του, που προέρχονται – ηθελημένα ανιστόρητα – από την ταπεινή του καταγωγή. Και βεβαίως το πόσο τον επηρεάζει η Ιωσηφίνα στην πορεία του μέχρι να φτάσει στην κορυφή, αλλά και στην πτώση του, όταν την εγκαταλείπει, παρότι παραμένει το πάθος του για πάντα – για να αποκτήσει διάδοχο από την Μαρία Λουίζα της Αυστρίας.

Η Ιωσηφίνα, γοητευτική, σαγηνευτική και οξυδερκής, βασανισμένη στα νιάτα της, παραμένει μία ανεξερεύνητη προσωπικότητα, μια καλλονή που επηρεάζει τις αποφάσεις του Ναπολέοντα και περισσότερο το πεπρωμένο του. Όλα τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας απλώς περνούν από το πανί ως θολές φιγούρες, ξεχωρίζοντας τον Ουέλινγκτον, προφανώς θέλοντας να τιμήσει ο Σκοτ τον Άγγλο συμπατριώτη του…

Στα υπέρ της ταινίας ορισμένα χιουμοριστικά διαλείμματα, η πολυαναμενόμενη κινηματογράφηση της μάχης του Άουστερλιτς και ειδικά με τα υπέροχα πλάνα της βύθισης στρατιωτών και αλόγων στον ποταμό Λίτοβα, τον οποίο βομβάρδισε ο Γάλος στρατηλάτης για να σπάσει η παγωμένη επιφάνεια του και να καταπιεί τους αντιπάλους του, καθώς και η κατάληψη της Μόσχας και το κάψιμο της πόλης από τους ίδιους τους Ρώσους. Αντιθέτως, αχρείαστες ήταν οι σκηνές μάχης του Βατερλό – αρκούσε η σκηνή της βροχής – κατά την οποία οι ευκολίες των ψηφιακών μέσων βγάζουν μάτι.

Επίσης, θα ξενίσει πολλούς η επιλογή του Σκοτ και του διευθυντή φωτογραφίας Ντάριους Βόλσκι να χρησιμοποιούν μονίμως γαλάζια ή απαλά κίτρινα φίλτρα, την εξαφάνιση του ήλιου, των κοντράστ και το άνοιγμα της χρωματικής παλέτας, κάτι που μοιάζει με εμμονή, αλλά τουλάχιστον θα διευκολύνει τους πάσχοντες με φωτοφοβία.

Ωστόσο, οι θαυμαστές του Χοακίν Φίνιξ, δεν θα απογοητευτούν, καθώς ο σημαντικός ηθοποιός θα αγνοήσει τα στερεότυπα για τον Ναπολέοντα. Θα φτιάξει λίγο πολύ ένα δικό του ήρωα, θα σπάσει τη μονοτονία ενός μεγαλομανούς και ουκ ολίγες φορές θα υπονομεύσει το μεγαλείο του, θα αναδείξει την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του και την ευαλωτότητα του χαρακτήρα του, χωρίς να υποβαθμίζει τις στρατηγικές του ικανότητες. Εξαιρετική και η Βανέσα Κέρμπι ως Ιωσηφίνα, αλλά δυστυχώς τη βλέπουμε πάντα μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, περιορισμένη να ασφυκτιά στον κορσέ που της έχει επιβάλει ο Σκοτ.

Με δυο κουβέντες, μία επική περιπέτεια δυόμιση ωρών, που βλέπεται ευχάριστα και που απλώς προστίθεται στις πολλές ταινίες με θέμα τον Ναπολέοντα, απ’ τις οποίες ξεχωρίζει εμφανώς το ομότιτλο αριστούργημα του Αμπέλ Γκανς, που γύρισε πριν από περίπου έναν αιώνα.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η περιπετειώδης διαδρομή του Κορσικανού οραματιστή στρατηλάτη ως τον αυτοκρατορικό θρόνο, που παρά τους ιδιοφυείς και περίτεχνους πολιτικούς του ελιγμούς θα πληρώσει ακριβό τίμημα, ενώ θα τον σημαδέψει και ο εκρηκτικός όσο και τραγικός έρωτάς του για την Ιωσηφίνα ντε Μποαρνέ.

Με τα Μάτια της Ντάλβα

(“Dalva”) Δραματική ταινία, βελγικής και γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Εμανουέλ Νικό, με τους Αλέξις Μανέντι, Ζέλντα Σαμσόν, Φαντά Γκιρασί κα.

Συμπαθητικό και αρκετά ενδιαφέρον δράμα ενηλικίωσης, από την πρωτοεμφανιζόμενη με μεγάλου μήκους ταινία, Εμανουέλ Νικό, που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες και κέρδισε το Βραβείο FIPRESCI, για το τμήμα 15νθήμερο Σκηνοθετών.

Με διεισδυτική ματιά και σαφή άποψη για το πρόβλημα της παιδικής κακοποίησης, όχι όμως από την πλευρά των ενηλίκων ή τη μονοδιάστατη οπτική της προβολής ενός τέρατος που βρίσκει τον χώρο να ικανοποιήσει τις ανώμαλες ορέξεις του, η Νικό θα διηγηθεί ικανοποιητικά την ιστορία της.

Την περιπέτεια ενός 12χρονου κοριτσιού, που έχει «μάθει» να συμπεριφέρεται σαν ολοκληρωμένη γυναίκα, να βγάζει μία απίστευτη σεξουαλικότητα. Μόνο που αυτός ο παράταιρος ερωτισμός δεν ήρθε ως θαύμα ή ως κατάρα, αλλά είναι αποτέλεσμα της χειριστικής τακτικής ενός πατέρα, για τον οποίο το παιδί-θύμα τρέφει αισθήματα, νομίζει ότι η συμπεριφορά του είναι φυσιολογική και πηγάζει από αγάπη. Τόσο που δεν μπορεί να καταλάβει τους λόγους που βρίσκεται στο δικαστήριο και πιστεύει ότι όλα οφείλονται σε ένα λάθος. Κάτι που θα αντιληφθεί ένας κοινωνικός λειτουργός και θα αναλάβει τη φροντίδα της, αλλά και να την βοηθήσει να κατανοήσει ότι είναι ακόμη παιδί.

Η Νικό, αφού άκουσε, έψαξε και μελέτησε αρκετές περιπτώσεις κακοποίησης παιδιών και ήρθε κατάφατσα με την ιδιάζουσα περίπτωση ενός κοριτσιού – γυναίκας, που διέθετε πρωτοφανή ερωτισμό, θα προχωρήσει τολμηρά και αρκετά αντισυμβατικά το κινηματογραφικό της εγχείρημα.

Αιχμηρή προσέγγιση, ενός προβλήματος, που πλέον δείχνει να έχει λάβει διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από το παρελθόν, αλλά προβάλλεται μονοδιάστατα – κυρίως από τα ΜΜΕ – με καταγγελτικά κλισέ και επιδερμικές προσεγγίσεις, που οδηγούν σε περαιτέρω κατακερματισμό των κοινωνιών. Φοβάται ο παππούς να αγκαλιάσει το εγγόνι, ο μπάρμπας το ανίψι, η κουμπάρα το βαφτιστήρι… Η διαστροφή πλέον περιφέρεται ελεύθερα και μέσω μίας ρητορικής καταγγελίας εισβάλει ακόμη και σε χώρους ή σώματα που θα έπρεπε να παίζουν «τα μήλα».

Η ταινία, μπορεί να έχει ορισμένες αδυναμίες και κυρίως με την τάση ενός υφέρποντα διδακτισμού, αλλά τελικώς βρίσκει στόχο, διατηρώντας την ευαισθησία και την απαραίτητη ευγένεια, οδηγώντας στην επούλωση των παιδικών τραυμάτων και δίνει ένα πρώτο εισιτήριο, για την επόμενη δουλειά της σκηνοθέτιδας, η οποία άφησε αρκετές υποσχέσεις για το μέλλον.

Θεαματική η μικρή Ζέλντα Σαμσόν, σε έναν απαιτητικό ρόλο, καλοί και κάποιοι άλλοι πιτσιρικάδες, που κερδίζουν τις εντυπώσεις απ’ τους επαγγελματίες του καστ.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν η αστυνομία εισβάλλει απότομα στο σπίτι της Ντάλβα για να τη μεταφέρει σε μια μονάδα ανάδοχης φροντίδας, εκείνη αρχίζει σιγά σιγά να συνειδητοποιεί πως αντιλαμβανόταν διαφορετικά την αγάπη τους με τον πατέρα της. Με τη βοήθεια της νέας της συγκατοίκου και μιας κοινωνική λειτουργού, η Ντάλβα θα μάθει πώς να είναι και πάλι παιδί.

Ο Δρόμος της Εξιλέωσης

(“Desperation Road”) Περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ναντίν Κρόκερ, με τους Γκάρετ Χέντλουντ, Γουίλα Φιτζέραλντ, Ράιαν Χαρστ, Μελ Γκίμπσον, Γούντι Μακλέιν κα.

Από τις περιπέτειες, που κανονικά θα έπρεπε να πάει κατευθείαν προς τη μικρή οθόνη, αλλά πήρε τον δρόμο της κινηματογραφικής αίθουσας, μόνο και μόνο διότι στο καστ υπάρχει το όνομα – μαγνήτης του Μελ Γκίμπσον.

Και μπορεί ο «μοναχικός λύκος» του αμερικάνικου σινεμά, να εμφανίζεται σε τέσσερις πέντε σκηνές, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι θαυμαστές του θα πάρουν τη δόση τους μέχρι να κάνει το επόμενο σοβαρό βήμα του ως σκηνοθέτης ή πρωταγωνιστής.

Τώρα, όσον αφορά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της ηθοποιού Ναντίν Κρόκερ, λίγα πράγματα μπορούν να ειπωθούν, αφού είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα πρωτόλειο, που, όπως έγινε γνωστό, γυρίστηκε σε μόλις 16 μέρες και αυτό είναι εμφανές.

Μια σοβαροφανής περιπέτεια, καθώς η Κρόκερ τη συνδυάζει άνισα με τα προσωπικά δράματα των ηρώων της, θέλοντας να ρίξει και μια φευγαλέα κοινωνική ματιά σε θέματα, με διαλυμένες οικογένειες, αστυνομική αυθαιρεσία, παιδιά χωρίς πατέρα ή με κακοποιητικό πατέρα κλπ, ενώ χτυπά άσχημα η σύμπτωση που ενώνει τις ιστορίες των δυο ηρώων της. Την ιστορία ενός νεαρού που βγαίνει έπειτα από επτά χρόνια στη φυλακή, για ένα φόνο εξ αμελείας, αλλά τα αδέλφια του νεαρού θύματος ζητούν εκδίκηση και μιας νεαρής μητέρας, που θα τη βιάσει ένας αστυνομικός, εκείνη θα τον σκοτώσει και θα βρει τη συμπαράσταση από τον μόλις αποφυλακισμένο, έπειτα από ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης.

Οι σκηνές δράσης είναι περιορισμένες, αποσπασματικές, χωρίς ένταση και άτσαλα ενταγμένες στο δράμα, το οποίο έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά πολλές φορές πλατειάζει, καθώς το σενάριο είναι αρκούντως ρηχό και προχειρογραμμένο.

Έτσι, το μόνο που μένει είναι οι, ευτυχώς μόνο αρχικές, πόζες του σκληρού Γκάρετ Χέντλουντ, ορισμένοι δεύτεροι ρόλοι και φυσικά ο Μελ, που δίνει μια στάλα από την τρέλα του Γκίμπσον.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά από την επταετή του φυλάκιση για φόνο, ο Ράσελ πιστεύει ότι έχει εξοφλήσει το χρέος του απέναντι στην κοινωνία, αλλά τα αδέλφια του νεαρού άντρα που δολοφονήθηκε δεν έχουν την ίδια άποψη. Περιμένουν τη στιγμή που θα αποφυλακιστεί, διψασμένοι για αίμα και εκδίκηση. Εκεί κοντά, η Μέιμπεν και η μικρή της κόρη ζουν το δικό τους εφιάλτη, καθώς θα βρεθούν μπλεγμένες με τη δολοφονία ενός σερίφη. Όταν ο Ράσελ καταφθάνει στο σημείο, τα μάτια του νόμου δεν μπορούν παρά να στραφούν σε εκείνον…

Κόκκινος Ουρανός

(“Afire”) Αισθηματικό δράμα, γερμανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Κρίστιαν Πέτζολντ, με τους Τόμας Σούμπερτ, Πόλα Μπέερ, Λάνγκστον Ουίμπελ, Ματίας Μπραντ κα.

Από την προηγούμενη ταινία του, «Η Νύφη του Νερού», είναι φανερό ότι ο έμπειρος Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Πέτζολντ, δείχνει να μην έχει κάνει κάποιο σημαντικό βήμα, παραμένοντας αναποφάσιστος για το πώς θα χειριστεί το θέμα του, χάνοντας ουσιαστικά το πρώτο μέρος. Μία μακρά εισαγωγή, αμήχανη και πλαδαρή, που θα μπορούσε να περιοριστεί στο ήμισυ της διάρκειας μέχρι να μπει στο ψητό και να τραβήξει το ενδιαφέρον μας.

Ο και σεναριογράφος της ταινίας Πέτζολντ, έχει ιδέες που δείχνουν αρκούντως ενδιαφέρουσες στο χαρτί, αλλά δεν καταφέρνει να τις περάσει καθαρά στην οθόνη, ενώ η αφήγησή του μοιάζει πρόωρα γεροντική, καθώς φλυαρεί μέχρι να βάλει πάθος, ψυχή και ουσία σε αυτή την αισθηματική δραμεντί χαρακτήρων.

Σε ένα μικρό απομονωμένο εξοχικό σπίτι στη Βαλτική, τέσσερις νέοι συναντιούνται ενώ σε κοντινό δάσος μαίνεται μία μεγάλη πυρκαγιά. Οι διαφορετικοί χαρακτήρες τους και τα συναισθήματά τους θα προκαλέσουν μία υποβόσκουσα ένταση, καθώς ένας απ’ αυτούς, ένας νεόκοπος συγγραφέας, βγάζει όλα του τα ελαττώματα εξαιτίας της ανασφάλειάς του, αλλά και του κρυμμένου πόθου του για μία κοπέλα που γνωρίζει εκεί.

Η ανασφάλεια του νεαρού συγγραφέα θα μετατραπεί σε υπαρξιακό πρόβλημα, η αβεβαιότητα για το ταλέντο του, που εντείνεται από την απόρριψη τού υπό έκδοση βιβλίου του από την κοπέλα που έχει ερωτευθεί, θα τον κάνει εκνευριστικά επιθετικό, έναν τύπο απ’ αυτούς που δεν θες στην παρέα σου. Ένας χαρακτήρας αντιπαθητικός, που συμπαρασύρει και όλο το πρώτο μέρος της ταινίας, μέχρι να αρχίσει να θερμαίνεται η ιστορία, από την πυρκαγιά που πλησιάζει επικίνδυνα στον τόπο του δράματος. Και με την εμφάνιση ακόμη δυο χαρακτήρων που θα ενώσουν το άτυχο πρώτο μέρος με το δημιουργικό δεύτερο κομμάτι, βάζοντας στις ράγες την αφήγηση τού Πέτζολντ, ο οποίος αναδεικνύει τις αιτίες και το βάθος των ιδεών του, φωτίζει τα ειλικρινά συναισθήματά του, καταφέρνει να μεταδώσει τη συγκίνηση, που επιζητά πάση θυσία.

Οι ερμηνείες έχουν κάτι το αυθεντικό, αλλά είναι αρκετά άγουρες, για να μας κερδίσουν και να μεταδώσουν το πάθος των χαρακτήρων τους.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα μικρό εξοχικό σπίτι στη Βαλτική Θάλασσα. Οι μέρες είναι ζεστές και δεν έχει βρέξει εδώ και εβδομάδες. Τέσσερις νέοι συναντιούνται, παλιοί και νέοι φίλοι. Το δάσος που τους περιβάλλει παίρνει φωτιά, όπως τα συναισθήματα τους.

Πράσινα Σύνορα

(“Green Border”) Δραματική ταινία, πολωνικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ, με τους Τόμας Βλόσοκ, Τζαλάλ αλ Τάουιλ, Μάγια Οστασέφσκα, Μοχάμαντ αλ Ράσι, Τζασμίνα Πόλακ κα.

Ακόμη ένα δράμα για το προσφυγικό ζήτημα, που έχει δημιουργήσει μεγάλο θόρυβο, αφού η πολωνική κυβέρνηση το σύγκρινε με τη ναζιστική προπαγάνδα, πλήθη δημιούργησαν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας και μια αντιπαράθεση που δεν αφορά μόνο την Πολωνία. Το τελευταίο φιλμ της Ανιέσκα Χόλαντ, γυρισμένο σε ασπρόμαυρο, παραπέμποντας σε ντοκιμαντέρ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και δομημένο σε κεφάλαια, που παρακολουθεί μια οικογένεια Σύριων προσφύγων, ένα συνοριοφύλακα και μια ομάδα ακτιβιστών, που βοηθούν τους πρόσφυγες στα δασώδη σύνορα Πολωνίας – Λευκορωσίας, μιλά για ένα υπαρκτό πρόβλημα, που το βάθος του φτάνει στα θεμέλια της ανθρωπιάς. Ένα ζήτημα που τρίζει ολόκληρη την Ευρώπη, καθώς οι πολιτικές επιδιώξεις, η αποτρόπαια εκμετάλλευση ανθρώπων, τα τεράστια συμφέροντα, οι γεωπολιτικές στρατηγικές, τα στερεότυπα και στο βάθος η απανθρωπιά έχουν μπερδευτεί σε ένα κουβάρι άλυτο και τοξικό.

Η Χόλαντ, θα αναδείξει ένα μέρος της αλήθειας, αλλά θα αφήσει ανέπαφα τα νήματα που συνθέτουν το κουβάρι ευθυνών και σύνθεσης του προβλήματος και θα επιβάλει ορισμένες φορές τη συγκινητική φόρτιση του θεατή. Περισσότερο, όμως, η ταινία έχει μια χειριστική της διάθεση, βγαλμένη από το εγχειρίδιο του «σωστού Ευρωπαίου πολίτη».

Εντάξει, ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος στα περιβόητα pushbacks, στην εργαλειοποίηση των προσφύγων, στην περιφρόνηση της ζωής ή στα απάνθρωπα μέτρα ασφαλείας των συνόρων, αλλά απ’ την άλλη το προσφυγικό είναι πολλά ακόμη δυσάρεστα πράγματα μέχρι τα ευρωπαϊκά σύνορα. Έχει παρελθόν, σοβαρές αιτίες (πολέμους, εμφυλίους, διαμάχες, πείνα κλπ) και αφορμές και έχει και συνέχεια, που μάλλον δεν έχει σχέση με τον ανθρωπισμό, αλλά με αριθμούς, μικροοικονομικές ή μακροοικονομικές αναλύσεις.

Αλλά όλα αυτά ίσως να μην χρηματοδοτούσαν την ταινία της Χόλαντ, που κλείνει την ταινία της με ακόμη μία οξύτατη παραφωνία, που έχει σχέση με τους πρόσφυγες από την Ουκρανία και τη διαφορετική αντιμετώπισή τους, βάζοντας στο ζύγι την ανθρώπινη ζωή.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στα βαλτώδη δάση που σχηματίζουν το λεγόμενο «πράσινο σύνορο» μεταξύ Λευκορωσίας και Πολωνίας, πρόσφυγες που αναζητούν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη βρίσκονται παγιδευμένοι στη γεωπολιτική κρίση που έχει κατασκευάσει η προπαγάνδα του λευκορώσου δικτάτορα Αλεξάντερ Λουκασένκο. Εκεί, σαν πιόνια σε έναν αόρατο πόλεμο, θα συγκρουστούν οι ζωές μιας οικογένειας σύριων προσφύγων, μιας βρετανίδας ακτιβίστριας και ενός νεαρού συνοριοφύλακα.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Ευχή

(“Wish”) Συμπληρώνοντας 100 χρόνια ζωής, η Disney το γιορτάζει και μαζί της το παιδικό κοινό, με την τελευταία ταινία κινουμένων σχεδίων, σε σκηνοθεσία του έμπειρου Κρις Μπακ («Ψυχρά και Ανάποδα») και της Φον Βερασνθόρν, αλλά και όλων των όπλων που διαθέτει το στούντιο. Ένα ψηφιακό animation, που παραπέμπει, ωστόσο, σε σχέδια στο χέρι, θέλοντας οι ιθύνοντες της Disney να τιμήσουν την ιστορία της, να δώσουν μια δόση νοσταλγίας και να γοητέψουν για μια ακόμη φορά το παιδικό αλλά και ενήλικο κοινό. Το στόρι, αφορά μία 17χρονη πανέξυπνη ιδεαλίστρια, την Άσα, που βρίσκει μια κοσμική μπάλα η οποία διαθέτει απεριόριστη ενέργεια. Έτσι, μία ευχή της Άσα θα προκαλέσει την αντίδραση του βασιλιά Μαγκνίφικο, ενός ναρκισσιστή κακόψυχου που διαθέτει μαγικές ικανότητες και απειλεί όσους δεν υπακούν τις εντολές του. Φροντισμένη παραγωγή, πιασάρικα τραγουδάκια, μηνύματα για το γυναικείο θάρρος και την ενσυναίσθηση, ωραία απαλά χρώματα, αλλά όχι και τόσο κοντά στη μαγεία, που μας είχε συνηθίσει η Disney, οι παραγωγοί της οποίας προτιμούν την ανακύκλωση των πετυχημένων συνταγών και την αυτοαναφορικότητα από ένα τολμηρό παραμύθι που θα εξάψει τη φαντασία των μικρών μας φίλων. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.

Ο Πυρετός του Πετρόφ

(“Petrov’s Flu”) Ρώσικό αλληγορικό δράμα, από το μακρινό 2021, μετά απ’ όσα έχουν συμβεί, του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ, ενός ατίθασου δημιουργού, που εξαπολύει δριμεία κριτική στο καθεστώς Πούτιν. Ο Σερεμπρένικοφ («Ο Πιστός», «Η Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι») φτιάχνει ένα εμπύρετο οδοιπορικό στη μετασοβιετική Ρωσία, τοποθετώντας τον ήρωά του, έναν σχεδιαστή κόμικ, σε μια περίοδο επιδημίας γρίπης, να μπαίνει στο στόχαστρο των αρχών και η γυναίκα του να αποκτά χαρακτηριστικά μανιακής σούπερ ηρωίδας. Μια ιστορία, που κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, έχει το ενδιαφέρον της, αλλά ελαφρώς χαοτική και ορισμένες φορές δείχνει αμήχανη. Παίζουν οι Σεμιόν Σερζίν, Τσουλπάν Χαμάτοβα, Γιούρι Κολοκόλνικοφ, Ιβάν Ντορν κ.α..

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ