Ο χαλκέντερος Μάρτιν Σκορσέζε βρίσκεται και πάλι σε ένα από τα καλύτερα φεγγάρια της μακράς σταδιοδρομίας του, παρουσιάζοντας την επική ταινία, “Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού”, με πρωταγωνιστές τους αγαπημένους του Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ένα φιλμ, που κάνει απόψε πρεμιέρα στη χώρα μας και αναμένεται να προσελκύσει, εκτός από τους θαυμαστές του και πολλούς σινεφίλ. Επίσης, τεράστιο ενδιαφέρον έχει και το γερμανικό δράμα “Στο Γραφείο των Καθηγητών” του Ίλκερ Τσατάκ, με την έξοχη Λεόνι Μπένες, ενώ σε επανέκδοση προβάλλεται και “Η Κινέζα” του Ζαν Λικ Γκοντάρ.
Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού
(“Killers of the Flower Moon”) Δραματική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μάρτιν Σκορσέζε, με τους Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Λίλι Γκλάνστοουν, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζέσι Πλίμονς, Λούις Καντσέλμι,Τζον Λίθγκοου, Μπρένταν Φρέιζερ κα.
Ένα κοινό γνώρισμα των υπερήλικων είναι η μακρηγορία. Ο 80χρονος πλέον Μάρτιν Σκορσέζε έχει κατακτήσει αυτό το δικαίωμα, γιατί έχει το δικό του γοητευτικό τρόπο να αφηγείται και κυρίως όταν πρόκειται για μια δηλητηριώδη ιστορία, που αφορά τα θεμέλια και τα υλικά με τα οποία χτίστηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Του περάσματος από την Άγρια Δύση στον 20ο αιώνα, στον σύγχρονο κόσμο, στον αμερικάνικο καπιταλισμό. Την αιματηρή ενηλικίωση μίας τεράστιας χώρας, που, παρά το πέρασμα ενός αιώνα, διατηρεί και εξαπλώνει μέχρι και σήμερα την αρπαχτική φύση της, το ρατσιστικό μένος της. Και βεβαίως, με την πείρα του και τα χρόνια που κουβαλά, δεν θα διστάσει να καταδείξει την αληθινή ιστορία και ταυτόχρονα να καταγγείλει την καθοδηγούμενη παραχάραξή της από τους «επίσημους και έγκριτους» ιστορικούς. Και βεβαίως θα χρειαστεί 3,5 ώρες, γεμάτες και με πλήθος απολαυστικών σκηνών, γιατί πέρα από το μέγεθος και την εμβέλεια της ιστορίας του, δεν έχει χάσει τίποτα από την σκηνοθετική ικανότητά του, τους κώδικες και την έμπνευση για να αφηγηθεί ένα μελανό έπος της Αμερικής.
Ο Μάρτιν Σκορσέζε εμπνεύστηκε το σενάριό του, το οποίο συνέγραψε με τον Έρικ Ροθ, από το ομώνυμο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν, που αποκαλύπτει, για μια ακόμη φορά, τις ντροπιαστικές όσο και θλιβερές ιστορίες με πρωταγωνιστές του θύτες, λευκούς Αμερικάνους και θύματα τους ιθαγενείς.
Ένα συναρπαστικό χρονικό μιας σειράς δολοφονιών που έγιναν στην επαρχία Όσεϊτζ της Οκλαχόμα, πριν από περίπου έναν αιώνα, οι οποίες τεχνηέντως πέρασαν στη λήθη. Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’20, όταν οι περιθωριοποιημένοι Ινδιάνοι της περιοχής ανακάλυψαν κοιτάσματα πετρελαίου στην άγονη γη τους και απέκτησαν απίστευτο πλούτο και από την απόλυτη ένδεια άρχισαν να ζουν και να επιδεικνύουν τα χρυσοφόρα εισοδήματά τους. Σύντομα, θα αρχίσουν να δολοφονούνται κάτω από τα αδιάφορα βλέμματα των Αμερικάνων και των τοπικών αρχών. Όμως, τα φονικά δεν ήταν μεμονωμένα, αλλά αποτέλεσμα ενός σχεδίου για την εξαφάνιση των γηγενών και την αρπαγή των περιουσιών τους. Και μέσα σε αυτό το πληθωρικό πλαίσιο, έρχεται και η ιστορία της ερωτικής σχέσης μιας νεαρής ιθαγενούς με έναν επικίνδυνα αφελή και εύκολα χειραγωγούμενο βετεράνο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, που επέστρεψε στην πόλη του και γίνεται πιόνι στα σατανικά σχέδια ενός θείου του, ενός μασόνου, που τον φωνάζανε «Βασιλιά».
Ο ακαταπόνητος σκηνοθέτης επιστρέφει στον κινηματογράφο που τον δόξασε, ακολουθώντας με μαεστρία την κλασική αφηγηματική παράδοση, με τη στιβαρή δραματουργία, την οποία μπορεί να ανανεώνει με νέες ιδέες και σκηνοθετικά ευρήματα.
Για μία άλλη φορά καταπιάνεται με ένα έπος εγκλήματος, μιας ανόδου και μιας πτώσης, για το «αμερικάνικο όνειρο», μια αλληγορία κατανοητή για τη λευκή Αμερική, που λειτουργεί ως αγέλη λύκων, έτοιμη να κατασπαράξει τους ταξικά και φυλετικά κατώτερους, κατά την άποψή της, να δείξει το απεχθέστερο πρόσωπο της ανθρωπότητας που αγκαλιάστηκε από τους εμπνευστές του μεγάλου έθνους, της ισχύος, της διαρκούς ανάπτυξης.
Ο Σκορσέζε, θα δομήσει μεθοδικά το φαρμακερό και βραδυφλεγές έπος του, που απαιτεί την υπομονή του κοινού καθώς η κλιμάκωση έχει έναν ρυθμό πένθιμο, που ταιριάζει με τα θανατικά και το λυσσώδες μένος των αγγλοσαξόνων, που δολοφονούν ό,τι βρουν μπροστά τους όχι μόνο για το κέρδος αλλά και για το κέφι τους. Αν εξέλειπε και η κοιλιά που κάνει η ταινία λίγο πριν τα μισά, θα είχαμε ίσως την καλύτερη κινηματογραφική στιγμή του Σκορσέζε εδώ και τρεις δεκαετίες. Αλλά πώς να αγνοηθεί το υπέροχο φινάλε, όταν η συνταρακτική ιστορία μετατρέπεται σε θέαμα, σε ένα ραδιοφωνικό σόου του ’50, ένα γραφικό και χαριτωμένο «καουμπόικο». Ένα φινάλε που κρύβει και μία μικρή σινεφίλ έκπληξη.
Στην ταινία παίζει ένα πλήθος καλών ηθοποιών, άψογα σκιαγραφημένων δεύτερων χαρακτήρων, παρότι η ιστορία βασίζεται στους πρωταγωνιστές. Τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο – ο Σκορσέζε του έχει τσακίσει τη νεανική του ομορφιά, στον ρόλο τού χαμηλής νοημοσύνης ανιψιού του σατανικού «Βασιλιά», δηλαδή του Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Και οι δυο τους είναι επαρκέστατοι στους απαιτητικούς ρόλους τους (ειδικά ο ρόλος του «Βασιλιά» ήταν πλασμένος για τον Τζιν Χάκμαν, που θα τον απογείωνε και θα έστελνε σε άλλη διάσταση συνολικά όλο το φιλμ), αλλά αυτή που κερδίζει εμφανώς τις εντυπώσεις είναι η σχετικά άγνωστη Λίλι Γκλάντστοουν, στον ρόλο της Ινδιάνας που η ερμηνεία της μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνες των ιερών τεράτων της αμερικάνικης κινηματογραφίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Τη δεκαετία του ’20 ο Έρνεστ Μπέκχαρντ επιστρέφει στην Οκλαχόμα από τον Μεγάλο Πόλεμο, ενώ τα μέλη της φυλής Οσέιτζ, τα οποία είχαν πλουτίσει από το πετρέλαιο που ανακαλύφθηκε στη γη τους, αρχίζουν να δολοφονούνται το ένα μετά το άλλο.
Στο Γραφείο Καθηγητών
(“The Teachers’ Lounge”) Δραματικό θρίλερ, γερμανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ίλκερ Τσατάκ, με τους Λεόνι Μπένες, Εύα Λεμπάου, Λέναρντ Στέτνις, Μίκαελ Κλάμερ, Άννα Κατρίν Γκίμιχ κα.
Με φυσικό σκηνικό ένα σχολικό συγκρότημα, ο τουρκικής καταγωγής, ταλαντούχος σκηνοθέτης, Ίλκερ Τσατάκ θα στήσει ένα άψογα κινηματογραφημένο δραματικό θρίλερ, έχοντας ως δυνατότερο ατού το πανέξυπνο σενάριο, που υπογράφει ο ίδιος μαζί με τον Γιοχάνες Ντάνκερ.
Ένα φιλμ, που καταφέρνει με ακρίβεια και διεισδυτική ματιά να θέσει, με έναν πολυεπίπεδο τρόπο, σειρά ερωτημάτων σχετικά με την ηθική, τη δικαιοσύνη, την πολιτική ορθότητα και τις παγίδες των σύγχρονων δημοκρατικών θεσμών, σκηνοθετημένο δεξιοτεχνικά ως θρίλερ και κρατώντας το σασπένς στα ύψη μέχρι το φινάλε.
Η απλή και ιδιαιτέρως πνευματώδης πλοκή, επικεντρώνεται πάνω σε μία νεαρή ιδεαλίστρια δασκάλα, την Κάρλα, που αποφασίζει να λύσει μια υπόθεση μικροκλοπών στο σχολείο, για να δώσει τέλος στο κυνήγι μαγισσών που έχουν εξαπολύσει οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί, με τα κίνητρά τους να είναι κατά κύριο λόγο ρατσιστικά.
Ο Κατσάκ εστιάζει κυρίως στην ηρωίδα του, αλλά φωτίζει φροντισμένα και όλα τα πρόσωπα του δράματος, από τη διευθύντρια, που υιοθετεί την πολιτική της μηδενικής ανοχής, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς μέχρι και τους μαθητές. Σχολιάζει την επιδερμική προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεών τους και μιας δημοκρατικής συνεργασίας. Μια επιφανειακή αρμονία που γίνεται κομμάτια, με το πρώτο παραβατικό συμβάν, από τις συγκρούσεις όλων των εμπλεκομένων και την εμμονή των καθηγητών της διατήρησης του στάτους κβο και της εξουσίας τους. Έτσι η ηρωίδα εγκλωβίζεται σε μία περιδίνηση, ανάμεσα σε αγανακτισμένους γονείς, εκπαιδευτικούς που επιμένουν στα στερεότυπα με τα οποία έχουν γαλουχηθεί και τα παιδιά, που βράζει το αίμα τους. Και μια ηρωίδα, βγαλμένη από το σύμπαν του Φαραντί, όπου τα όρια αθωότητας και ενοχής είναι θολά, δεν υπάρχει άσπρο ή μαύρο, αλλά μόνο το γκρίζο και τα αδιέξοδα της ιδιοτέλειας, ενός σύγχρονου μοντέλου που οδηγεί στην ανθρωποφαγία.
Δομημένη σε επεισόδια, που ακολουθούν γραμμική αφήγηση, η ταινία διατηρεί σε υψηλούς ρυθμούς την ψυχολογική ένταση, την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που υπάρχει στο σχολείο και συνθλίβει την ηρωίδα, παρά τις καλές προθέσεις της.
Tο φιλμ, που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου και αποτελεί επίσημη πρόταση της Γερμανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, έχει όμως ακόμη ένα ατού, που δεν είναι άλλο από την παρουσία της πρωταγωνίστριας Λεόνι Μπένες, που μας θυμίζει πάντα με μία γλυκόπικρη νοσταλγία την ξεχωριστή δασκάλα, που εκτός από γνώσεις προσπαθούσε να μας κάνει και καλύτερους ανθρώπους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ιδεαλίστρια δασκάλα σε δημοτικό σχολείο προκαλεί μια χιονοστιβάδα γεγονότων όταν αποφασίζει να διερευνήσει ποιος κρύβεται πίσω από μια σειρά μικροκλοπών που συμβαίνουν εκεί.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Η Κινέζα
(“La Chinoise”) Έναν χρόνο πριν από τον Μάη του ’68, ο Ζαν – Λικ Γκοντάρ θα αφήσει τις πολιτικές νύξεις και θα ριχτεί με τα μούτρα στο πολιτικό σινεμά, καθώς την ίδια χρονιά μαζί με την «Κινέζα» του θα παραδώσει και το εμβληματικό «Week-End». Ο ίδιος ο Γκοντάρ αποκήρυξε όλες τις ταινίες που γύρισε πριν από το 1968, γιατί όπως είπε, ήταν επηρεασμένος από την μπουρζουαζία. Ωστόσο, η ταινία του είναι χαρακτηριστική μιας περιόδου, αλλά και της πεποίθησης του Γκοντάρ για ακύρωση κάθε σύμβασης, εξάλειψης κάθε «σκουριασμένου μυαλού», αποφασιστική απόρριψη της αστικής ιδεολογίας και κουλτούρας.
Στο Παρίσι του 1967, πέντε νέοι Μαοϊκοί, ανάμεσά τους μια φοιτήτρια της φιλοσοφίας και ένας ηθοποιός, πιστοί στο πνεύμα της «Πολιτιστικής Επανάστασης», απορρίπτουν τα πάντα, ακόμη και το κομμουνιστικό κόμμα. Μελετούν διεξοδικά το «Κόκκινο βιβλίο» του Μάο και αποφασίζουν ότι πρέπει να πάρουν τα όπλα για να φέρουν την κοινωνική αλλαγή, αποδεχόμενοι τη ρήση του Κινέζου ηγέτη ότι «η επανάσταση δεν είναι πρόσκληση σε δείπνο».
Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής καλούσαν την κοινωνία και τους καλλιτέχνες να πάρουν θέση απέναντί τους. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στο Βιετνάμ, η αντιπαράθεση Δύσης και Ανατολής, η επανάσταση στην Κούβα, τα μαρξιστικά ένοπλα κινήματα στη Λατινική Αμερική, την Ασία και την Αφρική, η έκρηξη του καπιταλισμού και του καταναλωτισμού, η άνοδος του φεμινιστικού κινήματος, η χειραγώγηση από τα ΜΜΕ, ήταν ορισμένα από τα γεγονότα που θα προκαλέσουν ένα χείμαρρο αμφισβήτησης από τους νέους.
Και ο Γκοντάρ, μόνιμα έφηβος, θα ενεργοποιηθεί, χρησιμοποιώντας, επηρεασμένος από τον Μπρεχτ, μία φόρμα που καλεί τον θεατή να συμμετάσχει, να προβληματιστεί να κρίνει, ενώ ταυτόχρονα δίνει μία πανούργα ορμή στο φιλμ, με τα θεατρικά σκηνικά, την ένταση, τα συνθήματα στους τοίχους, την έκρηξη των χρωμάτων, τις αντιπαραθέσεις, που δημιουργεί το μοντάζ, αλλά και τις ρεαλιστικές ερμηνείες που αποσπά από τον Ζαν Πιέρ Λεό και την Αν Βιαζέμσκι.
Paw Patrol: Σούπερ Κουτάβια
(“Paw Patrol: Mighty Pups”) Παιδική και για την ακρίβεια νηπιακή ταινία κινουμένων σχεδίων, βασισμένη σε καναδέζικη τηλεοπτική σειρά και σε σκηνοθεσία του Τσαρλς Μπαστιέν. Θυμίζοντας κάτι από την πρωινή ζώνη τηλεοπτικών εγχώριων καναλιών πριν δυο δεκαετίες, το animation, απλοϊκό σε όλα τα επίπεδα, βρίθει μηνυμάτων για τη φιλία και την ομαδική συνεργασία. Όταν ένας μετεωρίτης, με μαγικές δυνάμεις, πέφτει στην Ακτή της Περιπέτειας, τα κουτάβια αποκτούν, με μια μυστηριώδη πράσινη ενέργεια, σούπερ δυνάμεις και μεταλλάσσονται σε Σούπερ Κουτάβια. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ