Στις 17 Ιουλίου του 1959 έφυγε από τη ζωή η Μπίλι Χόλιντεϊ, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1967 την ίδια ημερομηνία, πέθανε και ο Αμερικανός σαξοφωνίστας Τζον Κολτρέιν. Ας τους θυμηθούμε…

Μπίλι… ή Lady Day

Η Μπίλι Χόλιντεϊ υπήρξε μια από τις κορυφαίες τραγουδίστριες της τζαζ, με μεγάλες επιτυχίες στο ενεργητικό της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1936-1943.

Η Ελεωνόρα Φάγκαν, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1915 στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από ανήλικους γονείς, που διήγαν ακόμη την εφηβεία τους. Τον πατέρα της, ένα μουσικό της τζαζ, τον πρωτοσυνάντησε χρόνια αργότερα, αλλά κράτησε το επίθετό του ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο.

Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και έπειτα από ένα μικρό διάστημα στην πορνεία, έκανε το ντεμπούτο της ως επαγγελματίας τραγουδίστρια το 1931 σε νυχτερινά κέντρα τού Χάρλεμ. Εκεί την ανακάλυψε ο παραγωγός Τζον Χάμοντ και τον Νοέμβριο του 1933, ηχογράφησε με τον Μπένι Γκούντμαν τα τραγούδια «Your Mother’s Son-in-Law» και το «Riffin’ the Scotch», που ήταν η πρώτη της μεγάλη επιτυχία.

Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με τον πιανίστα Τέντι Γουίλσον και τον σπουδαίο σαξοφωνίστα Λέστερ Γιανγκ, ο οποίος την αποκαλούσε χαϊδευτικά «Lady Day». Περιόδευσε για μικρό διάστημα με τον Κάουντ Μπέιζι και τον Άρτι Σο, προτού αναδειχθεί σε αστέρι των νυχτερινών κέντρων του 1940, χωρίς ωστόσο ποτέ να διακόψει τους δεσμούς της με την τζαζ.

Κάποιες από τις μεγάλες της επιτυχίες υπήρξαν τα τραγούδια: «Summetime», «What a Little Moonlight Can Do», «I Cried for You», «Easy Living», «Fine and Mellow», «God Bless the Child», «That Ole Devil Called Love», «Don’t Explain», «Good Morning Heartache», «Lady Sings the Blues» και το αντιρατιστικό «Stange Fruit».

Το στιλ της Μπίλι Χόλιντεϊ ήταν μοναδικό. Χωρίς καμία τεχνική κατάρτιση, δημιουργούσε όμορφα και εκλεπτυσμένα μουσικά εφέ, ενώ η δραματική της ένταση έδινε βάθος ακόμη και στον πιο κοινότοπο στίχο.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της σφραγίστηκαν από έναν συνεχή αγώνα κατά της εξάρτησης από την ηρωίνη και το αλκοόλ. Πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 17 Ιουλίου 1959 σε ηλικία 44 ετών.

Η «Lady Day» αγαπήθηκε από πολλούς άνδρες, αλλά δεν ευτύχησε στους δύο σύντομους γάμους της, ο ένας με τον προμηθευτή της των ναρκωτικών και ο δεύτερος με έναν μαφιόζο.

Η αυτοβιογραφία της «Lady Sings the Blues» («Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ), που έγραψε μαζί με τον φίλο της δημοσιογράφο Γουίλιαμ Ντάφτι, εκδόθηκε το 1956, ενώ αποτέλεσε την βάση για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία που προβλήθηκε το 1972, με την Νταϊάνα Ρος στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Όταν ο Κολτρέιν ξεπερνούσε τα όρια της τζαζ

Αμερικανός συνθέτης και σαξοφωνίστας της τζαζ. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους μουσικούς του 20ου αιώνα, η τέχνη του οποίου ξεπερνά τα όρια της τζαζ. Μαζί με τους Κόλμαν Χόκινς, Λέστερ Γιάνγκ και Σόνι Ρόλινς αποτελούν την «αγία τετράδα» στο τενόρο σαξόφωνο.

Ο Τζον Γουίλιαμς Κολτρέιν (John William Coltrane) γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1926 στο Χάμλετ της Βόρειας Καρολίνας και ήταν γιος ενός ράφτη με μουσικές ανησυχίες και μιας νοικοκυράς. Μεγάλωσε σε πολυμελή θρησκευόμενη οικογένεια και σε μια περιοχή με έντονες τις φυλετικές συγκρούσεις.

Έχασε νωρίς τον πατέρα του και η μητέρα του εξαναγκάστηκε να μετακομίσει στο Νιου Τζέρσι για να βρει δουλειά. Ο μικρός Τζον έμεινε σε σπίτι φίλων της οικογένειας και βρήκε αποκούμπι στη μουσική. Έμαθε κλαρινέτο, αλλά γρήγορα στράφηκε στην τζαζ και στο άλτο σαξόφωνο.

Σε ηλικία 19 ετών ο Τζον κατατάχθηκε στο Ναυτικό, αλλά δεν απομακρύνθηκε από τη μουσική, καθώς απασχολήθηκε στην μπάντα του Ναυτικού στη Χαβάη. Τον επόμενο χρόνο αποστρατεύθηκε κι έκανε διάφορες δουλειές, μέχρι να προσληφθεί στην μπάντα του Ντίζι Γκιλέσπι το 1949. Μαζί του παρέμεινε μέχρι το 1952. Στη συνέχεια δούλεψε με την ορχήστρα του Ιρλ Μπόστικ, του Έντι Βίνσον και το γκρουπ του Τζόνι Χότζες.

Το καλοκαίρι του 1955 αποτελεί κομβικό σημείο στη σύντομη, αλλά μεστή καριέρα του, καθώς δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον τρομπετίστα Μάιλς Ντέιβις και γίνεται μέλος του συγκροτήματός του. Θα παραμείνει μαζί του για περίπου ένα χρόνο, στη διάρκεια του οποίου θα διαμορφώσει το στυλ του και θα πάρει πολύτιμα μαθήματα από τον Μάιλς για το πώς στήνεται και διευθύνεται μια ορχήστρα.

Ο Τζον είχε δύο μεγάλες αδυναμίες, που αποδείχθηκαν καθοριστικές για τη ζωή του: το ποτό και την ηρωίνη. Ο γάμος του με μια αμερικανίδα μουσουλμάνα, την Ναίμα, θα τον βοηθήσει να τα ξεπεράσει, μέσα από το ενδιαφέρον που έδειξε για τη μελέτη και τα διδάγματα του σουφισμού, ενός πνευματικού κινήματος στους κόλπους της Μουσουλμανικής θρησκείας. Το 1957 ο Κολτρέιν δουλεύει με τον μεγάλο πιανίστα Θελόνιους Μονκ. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί το ντεμπούτο άλμπουμ του με τον τίτλο «Blue Train».

Τo 1958 ξανασυναντά τον Μάιλς Ντέιβις και θα παραμείνει μαζί του ως το 1960. Θα συμμετάσχει στις ηχογραφήσεις δύο πολύ σπουδαίων άλμπουμ του (Milestones και Kind of Blue), ενώ κυκλοφορεί το προσωπικό του «Giant Steps». Την εποχή εκείνη αρχίζει να παίζει σοπράνο σαξόφωνο, ένα όργανο ξεχασμένο από τον κόσμο της τζαζ.

Η ριζική αλλαγή στο παίξιμό του σηματοδοτείται με την αποχώρησή του από το γκρουπ του Μάιλς Ντέιβις. Σχηματίζει το περίφημο κουαρτέτο του το 1960 και μετά από μια σειρά δίσκων για την Atlantic υπογράφει με την Impulse, όπου φλερτάρει με μία πιο πειραματική μουσική, επηρεασμένος από τα ινδικά ράγκας και την free-jazz. Στο γκρουπ του συμμετέχουν μουσικοί, όπως ο πιανίστας Μακόι Τάινερ, ο σαξοφωνίστας Ερικ Ντόλφι, ο μπασίστας Ρέτζι Γουόρκμαν και ο ντράμερ Έλβιν Τζόουνς.

Οι κριτικοί διχάζονται. Το καθιερωμένο περιοδικό της τζαζ «Down Beat» χαρακτηρίζει τη μουσική του Κολτρέιν «Αντι-Τζαζ», ενώ στη Γαλλία τον αποδοκιμάζουν μετά από μία συναυλία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Κολτρέιν να βάλει για λίγο φρένο στις πειραματικές του αναζητήσεις και να κυκλοφορήσει πιο συντηρητικούς δίσκους («Ballads»), ιδίως μετά την αποχώρηση του Ντόλφι.

Το 1964 επανέρχεται δριμύτερος και το κουαρτέτο του (Τζόουνς, Μακόι Τάνερ και Τζίμι Γκάριζον στο μπάσο), ηχογραφεί τον περίφημο δίσκο του «A Love Supreme», που θεωρείται το αριστούργημά του. Πρόκειται για μια τετραμερή σουίτα, διάρκειας 33 λεπτών, μία ωδή στην Πίστη και την αγάπη στον Θεό (όχι κατ’ ανάγκη τον Θεό των Χριστιανών).

Άλλωστε, ο Κολτρέιν είχε μελετήσει ινδουισμό, καμπάλα, γιόγκα, σούφι, αστρολογία, αφρικανική ιστορία, πυθαγόρειους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Παρότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα απαιτητικό έργο, με στοιχεία ατονικής μουσικής, αποτέλεσε εμπορική επιτυχία για τα μέτρα της τζαζ.

Οι πνευματικές του ανησυχίες θα καθορίσουν και θα χαρακτηρίσουν τη μουσική του έως το τέλος της ζωής του, με άλμπουμ, όπως τα «Meditations», «Ascension» και «Interstellar Space». Ο Τζον Γουίλιαμς Κολτρέιν πέθανε από κίρρωση του ήπατος στις 17 Ιουλίου 1967.

Επιλεγμένη Δισκογραφία:

  • Blue Train (1957)
  • Thelonious Monk Quartet with John Coltrane at Carnegie Hall (2005, ηχογραφημένο το 1957)
  • Giant Steps (1960)
  • Coltrane Plays the Blues (1960)
  • My Favorite Things (1960)
  • Olé Coltrane (1961)
  • Live! at the Village Vanguard (1961)
  • Africa/Brass (1961)
  • Ballads (1962)
  • Impressions (1963)
  • Crescent (1964)
  • A Love Supreme (1964)
  • Ascension (1965)
  • Om (1965)
  • Kulu Se Mama (1965)
  • Meditations (1965)
  • Live at the Village Vanguard Again! (1966)
  • Interstellar Space (1974, ηχογραφημένο το 1967)

Πηγή: Sansimera.gr