Ο Robbie Robertson, ο κύριος συνθέτης και κιθαρίστας των The Band, των οποίο το έργο προσέφερε ένα ρουστίκ όραμα της Αμερικής που έμοιαζε ταυτόχρονα μυθικό και αυθεντικό, συμβάλλοντας στην έμπνευση του είδους που έγινε γνωστό ως americana, πέθανε εχθές το βράδυ στο Λος Άντζελες. Ήταν 80 ετών.
Ο μάνατζέρ του, Jared Levine, δήλωσε ότι πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια.
Τα τραγούδια που έγραψε Robertson, με καταγωγή από τον Καναδά, για το συγκρότημα είχαν αινιγματικούς στίχους για να θυμίσουν μια σκληρή και πολύχρωμη Αμερική του παρελθόντος και, σύμφωνα με τους New York Times, πρόκειται για ένα κατόρθωμα για έναν άνθρωπο που δεν έχει γεννηθεί στις ΗΠΑ. Οι The Band με απαράμιλλη αφήγηση, μιλούσαν για έναν άγριο τόπο, συχνά με επίκεντρο τον Νότο, που κατοικείται από σκληροτράχηλους χαρακτήρες: από τον ηττημένο στρατιώτη της Συνομοσπονδίας στο “The Night They Drove Old Dixie Down” μέχρι τον σκληρό εργάτη του συνδικάτου στο “King Harvest Has Surely Come” και τα σκιερά πλάσματα στο “Life Is a Carnival“.
Η μουσική των The Band αντλούσε επιρροές από τις ρίζες κάθε βασικού αμερικανικού είδους, όπως η folk, η country, τα blues και το gospel. Ωστόσο, όταν οι μυθικές συνθέσεις τους κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά σε άλμπουμ -“Music from Big Pink” [1968, Capitol]- στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έμοιαζαν τόσο ζωτικές όσο και vintage.
«Ήθελα να γράψω μουσική που θα έμοιαζε σαν να είχε γραφτεί πριν από 50 χρόνια, αύριο, χθες. Που είχε αυτή τη χαμένη στο χρόνο ποιότητα», είπε ο Robertson σε συνέντευξή του το 1995.
Μιλώντας για τους The Band στο ντοκιμαντέρ του 2020 “Once Were Brothers”, ο Bruce Springsteen είπε:
«Είναι σαν να μην τους είχες ακούσει ποτέ πριν και σαν να ήταν πάντα εκεί».
Στην εποχή της, η μουσική των The Band ξεχώριζε επίσης αντιστρέφοντας την αυξανόμενη ένταση και τη “μανία” του ψυχεδελικού ροκ, αλλά και παρακάμπτοντας την έμφαση που έδινε η τάση της εποχής στη νεανική εξέγερση. «Απλά πηγαίναμε εντελώς αριστερά όταν όλοι οι άλλοι πήγαιναν δεξιά» [δεν εννοεί ιδεολογικά], είχε σχολιάσει ο Robertson.
Η αισθητική της εικόνας του συγκροτήματος και η μουσική τους προσέγγιση -που αποκαλύφθηκε στο πρώτο άλμπουμ της μπάντας, “Music From Big Pink”- είχε μεγάλη απήχηση, βάζοντας τους The Band στο εξώφυλλο του περιοδικού Time το 1970 και εμπνέοντας πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες να ακολουθήσουν αυτή την διαδρομή, από το άλμπουμ “American Beauty” [1970, Warner Bros.] των Grateful Dead μέχρι το “Tumbleweed Connection” [1970, Uni] του Elton John.
Η μουσική των The Band επηρέασε τόσο πολύ τον κιθαρίστα Eric Clapton, ώστε πίεσε το συγκρότημα για την ένταξή του ανάμεσά τους. Η προσφορά, ωστόσο, απορρίφθηκε ευγενικά. 25 χρόνια αργότερα, η μουσική των The Band αποτέλεσε βασικό πρότυπο για τις μπάντες που υπηρέτησαν το είδος americana, συμπεριλαμβανομένων των Son Volt, Wilco και Lucinda Williams, καθώς και πολλούς ακόμα..
Αν και ο Robertson κυριαρχούσε στα credits της μπάντας, συχνά τόνιζε τη σημασία και των πέντε μελών. «Ο καθένας έκανε κάτι που ανέβασε το επίπεδο αυτού που κάναμε σε ένα πιο δυνατό σημείο», δήλωσε στην εφημερίδα The Guardian το 2019. «Είναι όλοι τους μοναδικοί χαρακτήρες για τους οποίους θα μπορούσες να διαβάσεις σε ένα βιβλίο», δήλωσε στο περιοδικό Musician το 1982.
Ο ντράμερ Levon Helm, ο πιανίστας Richard Manuel και ο μπασίστας Rick Danko εξέφρασαν αυτούς τους χαρακτήρες με μοναδικά φωνητικά, ενώ ο Robertson σπάνια τραγουδούσε σε lead ρόλο, βρίσκοντας τη “φωνή” του στην κιθάρα.
Πριν οι The Band αρχίσουν να κάνουν τη δική τους μουσική, ο Robertson ήταν ένας από τους βασικούς συνεργάτες του Bob Dylan, παίζοντας κιθάρα στο “Blonde on Blonde” [1966, Columbia] και πείθοντας τον τραγουδοποιό να προσλάβει τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ του ως backing band. Περιόδευσαν σε όλο τον κόσμο το 1965 και το 1966, αντιμετωπίζοντας έναν χείμαρρο αποδοκιμασιών από εξαγριωμένους πουριτανούς της φολκ, όπως αναφέρει το Rolling Stone. «Οι φίλοι του, οι σύμβουλοί του και όλοι του είπαν να μας ξεφορτωθεί και να ξεκινήσει από το μηδέν», δήλωσε ο Robertson το 1987. «Και χρειάστηκε τεράστιο θάρρος για να μην το κάνει αυτό».
Η περιοδεία έληξε ξαφνικά το καλοκαίρι του 1966, όταν ο Dylan τράκαρε τη μοτοσικλέτα του στο Woodstock της Νέας Υόρκης. Αλλά λίγους μήνες αργότερα, ο Dylan κάλεσε τον Robertson και την παρέα του στο Woodstock για να αρχίσουν να εργάζονται πάνω σε μια σειρά οικιακών ηχογραφήσεων που αργότερα έγιναν γνωστές ως “The Basement Tapes”. «Νομίζαμε ότι κανείς δεν θα το άκουγε ποτέ αυτό το πράγμα», είπε ο Robertson δεκαετίες αργότερα.
Ο Dylan συνέχισε τη δική του καριέρα το 1968. Εκείνη την εποχή, το συγκρότημα μετονομάστηκε σε The Band. «Δεν υπάρχουν πολλά συγκροτήματα γύρω από το Woodstock και οι φίλοι και οι γείτονές μας απλά μας αποκαλούν The Band και έτσι σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας», δήλωσε ο Robertson το 1968. «Απλά δεν πιστεύουμε ότι ένα όνομα σημαίνει κάτι. Έχει ξεφύγει το θέμα με τα ονόματα. Δεν θέλουμε να μπούμε σε μια τέτοια παγίδα».
Με πληροφορίες από: New York Times, Rolling Stones