Η βραβευμένη με δυο Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου Βρετανίδα ηθοποιός και πρώην βουλευτής, η Γκλέντα Τζάκσον, πέθανε στα 87 της χρόνια έπειτα από “σύντομη ασθένεια”, μετέδωσε σήμερα το εθνικό πρακτορείο ειδήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας PA Media επικαλούμενο τον ατζέντη της.
Έντονα πολιτικοποιημένη, η Γκλέντα Τζάκσον είχε εγκαταλείψει από το 1992 την υποκριτική για να ασχοληθεί εξ’ ολοκλήρου με την πολιτική.
Ήταν στέλεχος του Εργατικού Κόμματος της Βρετανίας και βουλευτής της Εκλογικής Περιφέρειας Χάμπστεντ και Χάιγκεϊτ και αργότερα του Χάμπστεντ και Κίλμπερν στο Λονδίνο. Μετά τις αλλαγές των εκλογικών περιφερειών της Βρετανίας το 2010, η εκλογή της ήταν αποτέλεσμα κρίσιμης αναμέτρησης καθώς προηγήθηκε του αντιπάλου της Κρις Φιλπ του Συντηρητικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας με οριακή διαφορά 42 ψήφων.
Η Γκλέντα Τζάκσον γεννήθηκε στο Μπίρκενχεντ του Τσέλσαϊρ το 1936 όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως οικοδόμος. Φοίτησε στο σχολείο θηλέων του Γουέστ Κέρμπι και μετά την αποφοίτησή της εργάστηκε για δυο χρόνια σε φαρμακείο πριν αρχίσει τις σπουδές της στη Βασιλική Ακαδημία των Δραματικών Τεχνών του Μπλούμσμπερι.
Έκανε το ντέμπουτο της στο θεατρικό σανίδι το 1957 στο θεατρικό του Τέρενς Ράτινγκαν Χωριστά τραπέζια, ενώ έξι χρόνια αργότερα έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Λίντσεϊ Άντερσον «Η τιμή ενός ανθρώπου» (This Sporting Life, 1963), όπου είχε ένα μικρό ρόλο στο πλευρό του Ρίτσαρντ Χάρις. Παράλληλα, η ηθοποιός ήταν μέλος του Βασιλικού Σαιξπηρικού Θιάσου για τέσσερα χρόνια, όπου συμμετείχε σε πολλές παραστάσεις που ανέβασε ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπρουκ, συμπεριλαμβανομένου και του Μαρά / Σαντ του Πίτερ Βάις. Το 1967 η ηθοποιός συμμετείχε επίσης στην κινηματογραφική εκτέλεση του Μαρά Σαντ που γύρισε ο Πίτερ Μπρουκ με τίτλο «Η δολοφονία του Μαρά».
Η Γκλέντα Τζάκσον έλαβε παγκόσμια αναγνωρισιμότητα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη δραματική ταινία του Κεν Ράσελ Ερωτευμένες γυναίκες (Women in Love, 1969) βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ντ. Χ. Λώρενς.
Πήρε το πρώτο της Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την τολμηρή της ερμηνεία στην ταινία, η οποία προκάλεσε σκάνδαλο για την εποχή της καθώς παρουσίαζε τους δυο πρωταγωνιστές της Όλιβερ Ριντ και Άλαν Μπέιτς να παλεύουν γυμνοί. Την επιτυχία του «Ερωτευμένες Γυναίκες» ακολούθησε άλλη μια συνεργασία της με το σκηνοθέτη Κεν Ράσελ που θεωρήθηκε εξίσου αμφιλεγόμενη.
Υποδύθηκε τη νυμφομανή σύζυγο του Τσαϊκόφσκι στην ταινία «Αιώνιοι εραστές» (The Music Lovers, 1970), η οποία συνέβαλε στο να ξεχωρίσει ως μια από εκείνες τις ηθοποιούς που έκαναν ό,τι πρόσταζε ο ρόλος προκειμένου η ερμηνεία τους να είναι πειστική και αξιομνημόνευτη.
Το 1971 συμπρωταγωνίστησε με τον Πίτερ Φιντς στην ταινία του Τζον Σλέσιντζερ «Καταραμένη Κυριακή» (Sunday Bloody Sunday) μια ακόμη ταινία που πραγματευόταν την ομοφυλοφιλία. Η ηθοποιός έλαβε τη δεύτερή της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, αλλά έχασε το βραβείο από τη Τζέιν Φόντα που αναδείχτηκε νικήτρια για το ρόλο της στην ταινία Η εξαφάνιση (Klute, 1971).
Την ίδια χρονιά υποδύθηκε την Ελισάβετ Α΄της Αγγλίας σε δυο διαφορετικές περιστάσεις: Η πρώτη ήταν στην ταινία Μαρία Στιούαρτ, βασίλισσα της Σκωτίας (Mary, Queen of Scots) (πλάι στη Βανέσα Ρεντγκρέιβ που υποδυόταν τη Μαρία Στιούαρτ), ενώ η δεύτερη ήταν στη μίνι σειρά Elizabeth R για την οποία βραβεύτηκε με Βραβείο Έμμυ. Όντας στο μεταίχμιο της δόξας, η Τζάκσον εμφανίστηκε στο σόου των κωμικών Μόουρκαμπ και Γουάιζ, όπου υποδύθηκε την Βασίλισσα Κλεοπάτρα της Αιγύπτου σε ένα κωμικό σκετς. Η επιτυχία της εμφάνισής της οδήγησε και σε άλλες εξίσου επιτυχημένες εμφανίσεις στο σόου κατά το 1972. Την ίδια χρονιά οι Βρετανοί Κινηματογραφιστές την ψήφισαν ως την 6η πιο δημοφιλή ηθοποιό στο βρετανικό Box-Office.
Το 1973 ο σκηνοθέτης Μέλβιν Φρανκ διαπίστωσε ότι η ηθοποιός ήταν σε θέση να αναλάβει και κωμικούς ρόλους και της πρόσφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην επόμενή του ταινία «Απιστία με αξιοπρέπεια» (A Touch of Class, 1973), όπου εμφανίστηκε ως άπιστη σύζυγος στο πλευρό του Τζορτζ Σίγκαλ. Η ηθοποιός βρέθηκε για μια ακόμη φορά στη λίστα των υποψηφίων για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και αναδείχτηκε νικήτρια για δεύτερη φορά.
Φημολογείται ότι μετά τη νίκη της έλαβε τηλεγράφημα από τους Μόουρκομπ και Γουάιζ που έγραφε: «Μείνε μαζί μας μικρή και σύντομα θα σε κάνουμε να κερδίσεις και τρίτο». Εκείνη την περίοδο θεωρούταν ως μια από τις μεγαλύτερες Βρετανίδες ηθοποιούς. Το 1974 εμφανίστηκε σε μια ακόμη αμφιλεγόμενη παραγωγή, την ταινία «Υπηρέτριες για όλες τις δουλειές» (The Maids) βασισμένη στο θεατρικό του Ζαν Ζενέ Οι δούλες.
Ακολούθησε η ερμηνεία στην ταινία Έντα Γκάμπλερ (Hedda, 1975), όπου υποδύθηκε τον ομώνυμο ρόλο, εκείνο της πολύπαθης ηρωίδας του θεατρικού του Χένρικ Ίψεν. Η ερμηνεία της της χάρισε ακόμη μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, το οποίο έχασε από τη Λουίζ Φλέτσερ, που κρίθηκε νικήτρια για την ταινία «Στη φωλιά του κούκου» (One Flew over the Cuckoo’s Nest, 1975). Το 1976 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Σάρα Μπερνάρ» (The Incredible Sarah), όπου υποδύθηκε τον θρύλο του θεάτρου Σάρα Μπερνάρ.
To 1978 έλαβε θετικές κριτικές για την ερμηνεία της στη βρετανική παραγωγή «Στίβι», μια ιστορία σε πρώτο πρόσωπο (Stevie), που της χάρισε το βραβείο των κριτικών της Νέας Υόρκης το 1981. Την ίδια χρονιά συμπρωταγωνίστησε με τον Γουόλτερ Ματάου στην κωμωδία «Πονηρές επισκέψεις» (House Calls, 1978) και τιμήθηκε από τη Βασίλισσα της Αγγλίας με τον ανώτερο τίτλο τιμής Ντέιμ.
Κατά τη δεκαετία του 1980, η ηθοποιός εμφανίστηκε στις ταινίες «Η αλεπού των κατασκόπων» (Hopscotch, 1980) (πλάι στον Γουόλτερ Ματάου), «Η επιστροφή του στρατιώτη» (The Return of the Soldier, 1982) (πλάι στους Άλαν Μπέιτς, Τζούλι Κρίστι και Αν Μάργκρετ), «Ο τελευταίος χορός της Σαλώμης» (Salome’s Last Dance, 1988) (σε σκηνοθεσία Κεν Ράσελ) και «The Rainbow» (1989, επίσης του Ράσελ), ενώ παράλληλα πρωταγωνίστησε σε αρκετές τηλεοπτικές παραγωγές όπως την τηλεταινία «The Patricia Neal Story», όπου υποδύθηκε την ηθοποιό Πατρίσια Νιλ και την προσπάθειά της να ξαναπερπατήσει μετά το εγκεφαλικό που υπέστη.
Το 1992 αποσύρθηκε από την υποκριτική για να αφιερωθεί στο χώρο της πολιτικής.