Σύμβολο μίας ποπ – αμφίβολης – κουλτούρας που έγραψε τη δική του ιστορία στον αμερικάνικο κινηματογράφο, ο Μπαρτ Ρέινολντς ξεπέρασε την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, με την ξέφρενη ζωή του, τις τρέλες του, τις ανυπολόγιστες σπατάλες του, αλλά και το πλατύ του ειρωνικό υπομειδίαμα, σήμα κατατεθέν της προσωπικότητάς του.
Ο Μπαρτ Ρέινολντς, μπορεί να είχε όλο το πακέτο, για μία σημαντική πορεία στο σινεμά, διαθέτοντας κάποιο ταλέντο, ήταν χαρισματικός, πληθωρικός, γοητευτικός, σκληροτράχηλος, αυτοσαρκαστικός και μίας ελκυστικής τρέλας, αλλά τελικά το σκορ έγραψε πάμπολλες ταινίες χαμηλού επιπέδου, κάποιες που έχουν το ενδιαφέρον τους, ελάχιστες καλές και μία πραγματικά σπουδαία, την περίφημη δραματική και άγρια περιπέτεια του Τζον Μπούρμαν «Όταν Ξέσπασε η Βία». Όταν ρωτήθηκε γιατί γύριζε απανωτά τη μία μετά την άλλη σαχλαμάρα, είχε απαντήσει αφοπλιστικά «για τα λεφτά, τη δόξα και την πλάκα. Κυρίως, όμως, για τα λεφτά». Τα οποία κατασπατάλησε σε παράλογες απολαύσεις και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που χρεοκόπησε, παρότι γεννούσαν ακόμη και τα κοκόρια του. Από τους σταρ που θύμιζαν την εποχή της Βαβυλωνίας του Χόλιγουντ, τις χρυσές δεκαετίες του ’20 και 30, όταν στα πάρτι «παίζανε» από ελέφαντες και λιοντάρια μέχρι βιασμοί κοριτσιών…
Αποχαιρετώντας μας πριν από πέντε χρόνια (6 Σεπτεμβρίου 2018) σε ηλικία 82 ετών, για να πάει να βρει έναν άλλο σκληρό σταρ της λαϊκής υποκουλτούρας και της εποχής του, τον Τσαρλς Μπρόνσον, δεν στεναχωρηθήκαμε γιατί χάσαμε έναν σπουδαίο ηθοποιό, αλλά έναν άνθρωπο που μας διασκέδαζε ακόμη και στις χειρότερες ανοησίες που έπαιζε. Ήταν αυτός που πήρε πάνω του όλη τη μουτζούρα ενός κακοχαρακτηρισμένου κινηματογράφου από το ίδιο το Χόλιγουντ, που μέτραγε κέρδη από τις ταινίες του.
Άλλωστε, όλοι πατούσαν στην εκτός ορίων ξέφρενη ζωή του, ζώντας το τώρα χωρίς να υπάρχει αύριο, σαν μεθυσμένος ινδιάνος. Με καταγωγή από Ολλανδία, Αγγλία, Σκωτία και Ιρλανδία, μέχρι Ιταλία και Τσερόκι, τι άλλο να περιμένεις από τον Ρέινολντς;
Το ποδόσφαιρο και ο τραυματισμός
Ο Μπάρτον Λέον Ρέινολντς Τζούνιορ γεννήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1936 στο Λάνσινγκ του Μίσιγκαν. Από το 1946 η οικογένειά του έζησε στη Ριβιέρα της Φλόριντα, όπου ο πατέρας του έγινε τελικά Αρχηγός της Αστυνομίας. Από παιδί έδειξε τις ικανότητές του στο αμερικάνικο ποδόσφαιρο, λαμβάνοντας πολλές προσφορές υποτροφιών. Θα προτιμήσει την υποτροφία στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, ξεκινώντας να παίζει ποδόσφαιρο το 1954, δείχνοντας ότι θα μπορούσε να έχει μία λαμπρή καριέρα στο άθλημα. Ωστόσο, ένας σοβαρός τραυματισμός στο γόνατο τη δεύτερη χρονιά, θα του κόψει την φόρα. Το παιχνίδι αρκετά πιο άγριο ακόμη και από τον Μπαρτ, θα του φέρει ακόμη έναν σοβαρό τραυματισμό στη σπλήνα και παρά τις προσπάθειές επιστροφής του, θα αναγκαστεί να κόψει για πάντα το άθλημα. Κάπου εκεί θα έρθει και η ώρα της υποκριτικής, όταν ο καθηγητής του Γουότσον Ντάνκαν τον ώθησε να δοκιμάσει την τύχη του σε ένα δικό του θεατρικό έργο.
Τα πρώτα βήματα και ο Μπράντο
Για να αποφύγει τις δουλειές του καλοκαιριού, πολλές φορές εξαντλητικές, βρήκε ως ευκαιρία μία υποτροφία από το State Drama Award της Νέας Υόρκης, χωρίς, όμως, να έχει πάρει στα σοβαρά την υποκριτική και μάλιστα ως εργασία. Εκεί, θα γνωρίσει τη μετέπειτα αγαπημένη σύζυγο του Πολ Νιούμαν και σημαντική ηθοποιό Τζόαν Γούντγουορντ, η οποία θα τον βοηθήσει να βρει έναν ατζέντη. Όπως είχε πει η Γούντγουορντ, «δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει, αλλά τον ήξερα ως ένα χαριτωμένο, ντροπαλό, ελκυστικό αγόρι, με υπέροχη προσωπικότητα, που ήθελες να βοηθήσεις». Γρήγορα, θα πάρει ένα ρόλο σε έργο του Μπρόντγουεϊ, θα λάβει θετικές κριτικές και αυτές θα τον ωθήσουν να γραφτεί σε μαθήματα υποκριτικής, απ’ όπου αποκόμισε πολλές γνώσεις. Θα παίξει δίπλα στον Τσάρλτον Ίστον και ο σκηνοθέτης Τζον Φορσάιθ, ήθελε να του δώσει έναν ρόλο στο φιλμ «Sayonara» (1957), αλλά τελικά κόπηκε γιατί έμοιαζε ιδιαίτερα με τον σταρ Μάρλον Μπράντο!
Σπάζοντας μια τζαμαρία μπούκαρε στο Χόλιγουντ
Ο Ρέινολντς, παρά ταύτα θα ακούσει τη συμβουλή να πάει στο Χόλιγουντ, για να βρει την τύχη του στο σινεμά. Εκεί τα πράγματα δεν ήταν εύκολα και θα αναγκαστεί να δουλέψει από λαντζέρης και φορτηγατζής ως λιμενεργάτης. Όταν του παρουσιάστηκε η πρώτη ευκαιρία, ένα παραθυράκι, θα βουτήξει να την αρπάξει. Του έδιναν 150 δολάρια για να περάσει μέσα από ένα γυάλινο παράθυρο σε ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή. Αφήνοντας πίσω του τη σπασμένη τζαμαρία και όλες τις δυσκολίες της νεανικής του ζωής, θα βρεθεί στα τηλεοπτικά στούντιο, να παίρνει μία σειρά από ρόλους. Αυτό ήταν, η ξέφρενη πορεία του είχε ξεκινήσει.
Γυμνός στο Κοσμοπόλιταν
Θα παίξει σε δεκάδες σειρές και ακόμη περισσότερες ταινίες, φτιάχνοντας έναν χαρακτήρα σκληροτράχηλου ήρωα, με τεράστια εμπορική επιτυχία, εδικά στην Αμερική. Για χρόνια, ο Ρέινολντς θα είναι ο εμπορικότερος ηθοποιός του Χόλιγουντ και θα βρισκόταν παντού: Στην τηλεόραση, τον κινηματογράφο, στις διαφημίσεις, τα κουτσομπολίστικα έντυπα – ακόμη και γυμνός στο Κοσμοπόλιταν…
Ζώντας τον μύθο του
Όλα αυτά έφεραν τρομερά έσοδα και ο Ρέινολντς θα αρχίσει από πολύ νωρίς να ζει τον μύθο του, αγοράζοντας πανάκριβες επαύλεις, ιδιωτικά αεροσκάφη, δεκάδες εξωτικά αυτοκίνητα, ακόμη περισσότερα άλογα, περούκες αξίας 100.000 δολαρίων. Ζούσε σαν Κροίσος, αλλά και σαν δον ζουάν, κατακτώντας την καρδιά πολλών γυναικών. Αν και παντρεύτηκε μόλις δυο φορές που δεν κράτησαν και πολύ, τις ηθοποιούς Τζούντι Καρν (1963-1965) και Λόνι Άντερσον (1988-1994), θα συνάψει αρκετές σχέσεις, με πιο γνωστή εκείνη με την οσκαρική ηθοποιό Σάλι Φιλντ.
Όταν Ξέσπασε η Βία
Ο Μπαρτ Ρέινολντς, έγινε γνωστός από τηλεοπτικές σειρές και ταινίες γουέστερν δεύτερης διαλογής, περιπέτειες, αστυνομικά και κωμωδίες, αλλά θα συνδέσει το όνομά του με μία από τις σημαντικότερες ταινίες της δεκαετίας του ’70. Το περίφημο δραματικό θρίλερ «Όταν Ξέσπασε η Βία», που γύρισε το 1972 ο εξαιρετικός Βρετανός σκηνοθέτης Τζον Μπούρμαν, βάζοντας δίπλα στον Ρέινολντς τους έξοχους Γιον Βόιτ και Νεντ Μπίτι. Η ταινία σόκαρε το κοινό στην εποχή της, για την αγριότητά της, το σασπένς, την ανάδειξη της άγριας φύσης και τη δομή της αλλά κυρίως για το μήνυμά της, τη σχέση του ανθρώπου με την φύση, την εφιαλτική διασύνδεση του σύγχρονου πολιτισμού με την περιβαλλοντική καταστροφή, την αλαζονεία του ανθρώπου.
Κάποτε στο Χόλιγουντ
Στις λίγες καλές και ενδιαφέρουσες ταινίες που θα γυρίσει συμπεριλαμβάνονται και η δραματική αστυνομική περιπέτεια του Ρόμπερτ Όλντριτς «Ο αστυνόμος και το Κολ Γκερλ», με την Κατρίν Ντενέβ, η κωμωδία του Άλαν Πακουλα «Ανάμεσα σε Δυο Γυναίκες» με την Τζιλ Κλέιμπουργκ, η αισθηματική κωμωδία του Μπλέικ Έντουαρντς «Ένας Άνδρας για Όλες τις Γυναίκες», με την Τζούλι Άντριους, την κομεντί του Στάνλεϊ Ντόνεν «Τυχερή Κυρία», με τη Λάιζα Μινέλι και τον Τζιν Χάκμαν και το σπαγγέτι γουέστερν «Ναβάχο Τζόε» του Σέρτζιο Κορμπούτσι. Το 1997 θα κάνει την τελευταία σημαντική του εμφάνιση στη δραματική ταινία του Πολ Τόμας Άντερσον «Ξέφρενες Νύχτες», που θα κερδίσει αρκετές διακρίσεις και θα χάσει τελικά το Όσκαρ Β Ανδρικού Ρόλου, ενώ την προηγούμενη χρονιά ήταν εξαιρετικός στο εμπορικότατο και μετριότατο «Στριπτίζ», υποδυόμενος αυτοσαρκαστικά έναν διεφθαρμένο επιχειρηματία και πολιτικό, έχοντας δίπλα του την Ντέμι Μουρ.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2018 η καρδιά που τον ταλαιπωρούσε χρόνια, τελικά θα τον προδώσει και θα του αφαιρέσει και τη χαρά να παίξει στην ταινία του Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ», μια ιστορία εμπνευσμένη λίγο πολύ από τη ζωή του Μπαρτ Ρέινολντς.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ