Ο Μάρλον Μπράντο γεννήθηκε στη Νεμπράσκα το 1924 κι έφυγε από τη ζωή την 1η Ιουλίου του 2004. Θεωρείται για την πλειοψηφία κριτικών και κοινού ο κορυφαίος ηθοποιός όλων των εποχών. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στα παιδικά του χρόνια εντός του ενδοοικογενειακού του περιβάλλοντος, κατάφερε να ανοίξει τα φτερά του και να μας χαρίσει απίστευτες παρουσίες στην μεγάλη οθόνη. Πάντα όμως μέσα του κουβαλούσε εκείνα τα τραύματα που τον σημάδεψαν ανεξίτηλα. Πιθανώς αυτά να οδήγησαν και στο άσχημο τέλος που δεν του άξιζε.

Ατίθασος, σκανδαλιάρης από νεαρή ηλικία κατάφερε να φέρει μία επανάσταση στην ως τότε προσέγγιση των ηρώων (μέθοδος Στανισλάφσκι). Εκκεντρικός με όπλα τη γοητεία και το ταλέντο του σύντομα ξεχώρισε και στο μέλλον αρκετοί συνάδελφοί του επηρεάστηκαν απ΄αυτόν (Αλ Πατσίνο, Χόακιν Φοίνιξ).

Η οξυδέρκεια και η εξυπνάδα τον έκαναν ευέλικτο σε κάθε συνθήκη. Είχε την ικανότητα να ερμηνεύει άψογα και ενσωματώνει στους ρόλους τους ρηξικέλευθους αυτοσχεδιασμούς του. Η δυνατότητα αυτοκριτικής σε κρίσιμες στροφές της καριέρας του ήταν επίσης μία από τις αρετές του.

Από τα γυρίσματα της ταινίας “Λεωφορείον ο Πόθος”, 1951

Εκτός οθόνης ήταν δραστήριος πολιτικά. Αγωνίστηκε για τα δικαιώματα των γηγενών κατοίκων της Αμερικής, αλλά και των Αφροαμερικάνων κι υπήρξε οπαδός του Δημοκρατικού Κόμματος με ενεργή παρουσία κι άποψη στα δρώμενα. Δε δίστασε όταν του δόθηκε η ευκαιρία να καυτηριάσει δημόσια με τον πιο επιδεικτικό τρόπο τη συμπεριφορά του Χόλιγουντ απέναντι στους Ινδιάνους. Ήταν μία ύψιστη πράξη διαμαρτυρίας, αληθινού και πιθανώς ενοχλητικού για κάποιους, ακτιβισμού.

Το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης το 2016 με τίτλο «Marlon Brando: Reflection in a wild eye» μου έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσω για πρώτη φορά στην μεγάλη οθόνη τον “Νονό” και τους “Φυγάδες του Μιζούρι”. Το επόμενο διάστημα μελέτησα τα περισσότερα έργα στα οποία πρωταγωνίστησε.

Από το “Το κορμί μου σου ανήκει” (1950) του Φρεντ Τσίνεμαν, στην κινηματογραφική μεταφορά του “Λεωφορείον ο Πόθος” του Ελία Καζάν και στο “Λιμάνι της Αγωνίας” (1954) επίσης του ίδιου σκηνοθέτη. Εκεί υποδυόταν τον Τέρρυ Μολλόυ και τιμήθηκε με το OSCAR α΄ ανδρικού ρόλου. Όπως κάθε μεγάλος σταρ όμως γνώρισε ένα διάστημα κάμψης.

Ο Ατίθασος, 1953

Διαχειρίστηκε την κατάσταση υποδειγματικά. Περισυλλογή και ανοιχτοί ορίζοντες τον κράτησαν ζωντανό και ταυτόχρονα σφυρηλάτησαν την προσωπικότητά του. 18 χρονιά μετά κι αφού πήρε μέρος σε διάφορες απόπειρες που απέτυχαν ή δεν είχαν την αποδοχή που θα περίμεναν οι συντελεστές τους, επιστρέφει με εκκωφαντικό τρόπο το 1972.

Εκείνη τη χρονιά πρωταγωνιστεί παράλληλα στον “Νονό” του Φράνσις Κόπολα ως Βίτο Κορλεόνε και στο “Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι” του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι αντίστοιχα ως Πωλ. Οι δύο του αυτοί ρόλοι συζητιούνται για διαφορετικούς λόγους μέχρι και σήμερα. Για τον πρώτο από τους δύο κέρδισε το δεύτερό του OSCAR. Αρνήθηκε να παραλάβει και στη θέση του έστειλε την Σαντσίν Λιτλφέδερ, της φυλής των Απάτσι. Έδωσε το βήμα στους αυτόχθονες κατοίκους και πέρασε ένα τεράστιο κοινωνικό μήνυμα.

Οι φυγάδες του Μιζούρι, 1976

Θύελλα αντιδράσεων την ίδια εποχή όμως σηκώθηκε για την πολύκροτη σκηνή με το βούτυρο και την Μαρία Σνάιντερ στην ταινία του Ιταλού μαέστρου. Δεν είναι μυστικό πως ο Μάρλον είχε ακατάσχετη επιθυμία για επιβεβαίωση και αχαλίνωτες ορμές. Ο Κουίνσι Τζόουνς χρόνια μετά ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ήταν ο πιο γοητευτικός motherf#cker που γνώρισες ποτέ. Θα έκανε σεξ με οτιδήποτε. Οτιδήποτε. Θα έκανε σεξ με ένα γραμματοκιβώτιο». Ένα δεύτερο μεγάλο του πάθος εκτός από τις γυναίκες ήταν το φαγητό. Ας μείνουμε όμως στην υποκριτική του δεινότητα. Ακολουθεί άλλωστε το 1979 το “Αποκάλυψη Τώρα” στον ρόλο του συνταγματάρχη Κουρτζ. Στιγμές μοναδικές κι αξέχαστες.

Σε προσωπικό επίπεδο έκανε τρεις γάμους και συνολικά δώδεκα παιδιά. Κάποια απ΄αυτά τα υιοθέτησε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον βρήκαν άρρωστο (σοβαρής μορφής σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο του ήπατος) με τους Τζακ Νίκολσον, Τζόνι Ντεπ και τον Σον Πεν να συζητούν για το μέλλον του σινεμά της εποχή της ακμής της τεχνολογίας. Σε αυτούς λίγο πριν φύγει από τη ζωή, εκμυστηρεύτηκε το παράπονό και το φόβο του, “οι υπολογιστές θα πάρουν τα έργα από τη φυσική τους θέση κι αυτό θα είναι το κύκνειο άσμα για όλους μας” έλεγε με διορατική ματιά.

Με την Eva Maria Saint στο “Λιμάνι της Αγωνίας”, 1954

Xαρακτηρίστηκε τα χρόνια της πρώιμης νιότης ως το απόλυτο “sex symbol“, οι μεστές του ερμηνείες όμως κατά την περίοδο της ωρίμασής του είναι αυτές που τον ανέδειξαν κορυφαίο και τον έχουν καθιερώσει στις συνειδήσεις του κοινού. Στο τελευταίο κομμάτι της καριέρας του έπαιξε σε ελάχιστες αξιόλογες ταινίες. Μικρή σημασία έχει. Σταδιακά κι όσο περνούσαν τα χρόνια βάρυνε ψυχολογικά, αλλά και σε κιλά. Τα προβλήματα άρχισαν να τον πνίγουν και τελικά κατέληξε μία μέρα σαν κι αυτή λόγω αναπνευστικής ανεπάρκειας, ύστερα από πνευμονική ίνωση. Για πάντα στις καρδιές μας!

Με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στα γυρίσματα της ταινίας “Το Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι”, 1972