Όταν τον τρανταχτό γέλιο του, που αναδείκνυε την υπέροχη οδοντοστοιχία του και το υπέροχο πρόσωπό του με τα λαμπυρίζοντα μάτια του, ταρακουνούσε όλο τον κινηματογράφο, η μεγάλη οθόνη έμοιαζε μικρή για να χωρέσει την απαστράπτουσα επιβλητική του παρουσία. Πάλι, όταν σκοτείνιαζε, η βλοσυρή ματιά του μπορούσε να κάνει κομμάτια την ψυχολογία των εκατομμυρίων θαυμαστών του. Και πάντα το αγέρωχο, αθλητικό παράστημα, ενός ακροβάτη, που έκανε τους διπλανούς του να φαίνονται καρικατούρες. Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, που από ένα απίστευτο παιχνίδι της τύχης, έγινε ηθοποιός, είχε το ταλέντο, αλλά πάνω απ’ όλα είχε το θεϊκό χάρισμα, αυτή την ανεξήγητη έλξη του φακού, την ερωτική σχέση με το σελιλόιντ, που δημιούργησε έναν κινηματογραφικό μύθο, ένα σταρ συνώνυμο της λάμψης, που δεν πρόκειται να θολώσει ποτέ, αναφέρει το εκτενές αφιέρωμα του ΑΠΕ.
Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, πραγματοποίησε συγκλονιστικές ερμηνείες, ενώ σπανίως δεν ήταν καλός, σε ό,τι κι αν ερμήνευε, από δράματα και περιπέτειες, κωμωδίες και ρομάντζα μέχρι γουέστερν και φιλμ νουάρ, παρότι δεν πέρασε ποτέ από δραματικές σχολές. Ένας επιβλητικός ηθοποιός, που μπορούσε να γίνει και υποβλητικός, να παίξει με τις σιωπές, τη ματιά, ένα σπασμό του προσώπου. Την ερμηνευτική του δεινότητα εκμεταλλεύτηκαν δεκάδες σημαντικοί και σπουδαίοι σκηνοθέτες, ενώ εκτός από τις σταρ που τον ήθελαν πάντα δίπλα τους, υπήρξαν και πολλοί κορυφαίοι πρωταγωνιστές που θεωρούσαν θείο δώρο τη συνύπαρξη μαζί του, καθώς κέρδιζαν πολλά από την καθοριστική παρουσία του. Ο Κερκ Ντάγκλας και ο Τόνι Κέρτις είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Αλλά, ο Λάνκαστερ ήταν και μία σημαντική προσωπικότητα, ένας ιδεολόγος, που δεν αρκέστηκε στα πλούτη και τη δόξα, αλλά έδωσε μάχες για τους περιφρονημένους ανθρώπους. Ένιωθε τον πόνο τους, γνωρίζοντας τι σημαίνει φτώχεια από παιδί και στάθηκε περήφανα απέναντι σε πανίσχυρες υπηρεσίες που τον στοχοποίησαν και το μόνο που κατάφεραν ήταν να σπιλώσουν, μετά θάνατο, τη μνήμη του, διαχέοντας φήμες και ανυπόστατες κατηγορίες.
Πριν από 110 χρόνια, στις 2 Νοεμβρίου του 1913, θα έρθει στη ζωή ο Μπαρτ Λάνκαστερ, σε δύσκολες εποχές και ακόμη δυσκολότερες για τον ίδιο. Θα ξεπεράσει τη φτώχεια του και τον κοινωνικό αποκλεισμό, για να φτάσει στην κορυφή του παγκόσμιου σινεμά, να γίνει θρύλος.
Από παιδί στη βιοπάλη
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη ως το τέταρτο παιδί από τα πέντε που απέκτησαν οι φτωχοί γονείς του, μετανάστες από την Ιρλανδία, που ζούσαν στο μίζερο προάστιο του Χάρλεμ. Τα έσοδα της οικογένειας ήταν τόσο πενιχρά, που ανάγκασε τον μικρό Μπαρτ και τα αδέλφια του να βγουν στη βιοπάλη από παιδιά. Πριν γίνει ακόμη 14 χρόνων, θα βγει για το μεροκάματο, ως λούστρος, εφημεριδοπώλης ή φτυαρίζοντας το χιόνι από τα πεζοδρόμια. Ήταν όμως και καλός μαθητής, ενώ στην εφηβεία του πρόλαβε να διαβάσει όλα τα βιβλία της σχολικής βιβλιοθήκης.
Τα καλομαθημένα αγόρια
Αγαπούσε τα βιβλία, μοναδική διέξοδο από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, αλλά λάτρευε το σινεμά. Παρόλα αυτά δεν το έβλεπε ως επάγγελμα, καθώς προτιμούσε την κλασική μουσική, ενώ λόγω του αθλητικού του παραστήματος, είχε έφεση και στα σπορ. Θα τον πείσουν, ωστόσο, να παίξει σε μία σχολική παράσταση, λόγω της απαράμιλλης ομορφιάς του, κάτι που θα τραβήξει το ενδιαφέρον κάποιων επαγγελματιών του χώρου, αλλά θα απορρίψει τις προτάσεις, θεωρώντας ότι η ηθοποιία είναι μόνο για «ευαίσθητα καλομαθημένα αγόρια». Γι’ αυτό θα στραφεί προς την γυμναστική και την Γυμναστική Ακαδημία της Νέας Υόρκης, τα παράτησε όμως γρήγορα, για να γίνει επαγγελματίας ακροβάτης σε τσίρκο, που μπορούσε να βγάλει το πρώτο του μεροκάματο.
Ακροβάτης στο μέτωπο
Ο Λάνκαστερ, δουλεύοντας σε τσίρκο θα γνωρίσει την επίσης ακροβάτισσα Τζουν Ερνστ, την οποία ερωτεύθηκε παράφορα και την παντρεύτηκε το 1935, όταν ήταν μόλις 21 χρόνων – εκείνη 18. Θα χωρίσουν δυο χρόνια μετά, ενώ την ίδια εποχή θα τραυματιστεί στο χέρι και θα εγκαταλείψει για πάντα το τσίρκο. Θα πιάσει διάφορες δουλειές, μέχρι να καταταγεί στον αμερικάνικο στρατό το 1942, όπου διακρίθηκε στην ψυχαγωγία των στρατιωτών. Σε μια περιοδεία του στην Ιταλία το 1944 θα γνωρίσει τη δεύτερη σύζυγό του, την Νόρμα Άντερσον, η οποία διασκέδαζε κι αυτή τα φανταράκια.
Ξυπνώντας σταρ
Από μία σύμπτωση, θα βρεθεί στο ραδιόφωνο του ABC, όπου δούλευε η γυναίκα του κι εκεί θα εντυπωσιάσει τους πάντες άμα τη εμφανίσει και θα δεχθεί προτάσεις για να παίξει σε ένα θεατρικό έργο. Με λιγοστές εμφανίσεις έπεισε παραγωγούς ότι μπορούσε να κάνει καριέρα στο σινεμά, με δεδομένο ότι στην κάμερα έδειχνε ακόμη πιο ωραίος. Έτσι, με την πρώτη, θα πάρει πρωταγωνιστικό ρόλο στο φιλμ νουάρ «Οι Δολοφόνοι» του Ρόμπερτ Σιόντμακ, έχοντας δίπλα του την Άβα Γκάρντνερ. Εξαιρετική ταινία και τεράστια εισπρακτική επιτυχία που θα στρέψουν τους προβολείς πάνω του. Όπως είχε πει ο ίδιος, «ξύπνησα μια μέρα και ήμουν σταρ. Ήταν τρομαχτικό».
Ο Μπαρτ Λάνκαστερ, πολύ γρήγορα θα καταστεί ένα από τα πιο καυτά ονόματα του Χόλιγουντ και θα αρχίσει να παίζει σε πολλές και καλές ταινίες. Στην τρίτη του ταινία, «Ματωμένες Αλυσίδες», θα συνεργαστεί με τον Κερκ Ντάγκλας, με τον οποίο θα αναπτύξουν μία μεγάλη φιλία, που είχε όμως και τα κάτω της, ενώ θα πρωταγωνιστήσουν μαζί σε επτά φιλμ και ανάμεσά τους το κλασικό γουέστερν του Τζον Στάρτζες «Μονομαχία στον Πράσινο Βάλτο».
Μεγάλες ταινίες – υπέροχες ερμηνείες
Η πορεία του θα είναι θριαμβευτική μέχρι τα βαθιά γεράματά του, προκαλώντας το δέος και τον θαυμασμό. Θα συνεργαστεί με σπουδαίους σκηνοθέτες και ηθοποιούς, ενώ το 1960 θα κερδίσει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου, το μοναδικό από τις τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες, για το δραματικό «Είμαστε Διεφθαρμένοι» του Ρίτσαρντ Μπρουκς. Ωστόσο, τις κορυφαίες ερμηνείες του – που δεν ήταν λίγες – θα τις κάνει στις κλασικές ταινίες «Όσο Υπάρχουν Άνθρωποι» του Φρεντ Τσίνεμαν, με τη σκηνή του φιλιού στην παραλία με την Ντέμπορα Κερ να περνά στο κινηματογραφικό πάνθεον, «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» του Αλεξάντερ Μακέντρικ, έχοντας δίπλα του έναν έξοχο Τόνι Κέρτις, με τον οποίο συνεργάστηκε αρκετές φορές, «Ο Βαρυποινίτης του Αλκατράζ» του Τζον Φρανκεχάιμερ, «Ο Βροχοποιός» του Τζόζεφ Άντονι, «Η Δίκη της Νυρεμβέργης» του Στάνλεϊ Κρέιμερ, «Ατλάντικ Σίτι» του Λουί Μαλ, «Οι Ασυγχώρητοι» του Τζον Χιούστον, «Επτά Ημέρες του Μαΐου» του Φρανκεχάιμερ, «Ο Κολυμβητής» του Φρανκ Πέρι, «Το Τρένο» του Άρθουρ Πεν, «Ο Γατόπαρδος» του Λουκίνο Βισκόντι, αλλά και μια σειρά από εξαιρετικά γουέστερν («Βέρα Κρουζ», «Οι Επαγγελματίες», «Ο Άνθρωπος του Νόμου» κλπ).
Κοινωνικοί αγώνες
Ο Λάνκαστερ, αν και πολυάσχολος, καθώς είχε πάντα να διαλέξει ανάμεσα σε πολλά σενάρια, αλλά και ένας άνδρας με τεράστιες επιτυχίες στις γυναίκες, ηθοποιούς και μη, δεν θα ξεχάσει ποτέ την ταπεινή του καταγωγή και θα πάρει μέρος σε πολλούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Το 1947 κι ενώ η Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Ενεργειών τρομοκρατούσε όλο το Χόλιγουντ, ο Λάνκαστερ θα αντιταχθεί και θα δημιουργήσει μία επιτροπή ενάντια στις διώξεις, μαζεύοντας πολλά μεγάλα ονόματα του κινηματογράφου. Επίσης, βοήθησε και οικονομικά τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ενώ συμμετείχε στη μεγάλη ιστορική πορεία προς την Ουάσινγκτον. Η πολιτική του δράση υπέρ των ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση των αριστερών συναδέλφων του και άλλες πολλές ενέργειές του, κόντρα στο συντηρητικό κατεστημένο, θα τον βάλουν στο στόχαστρο του FBI και άλλων υπηρεσιών, οι οποίες προσπάθησαν να τον βλάψουν διασπείροντας φήμες και βάζοντας πολλούς πρόθυμους συναδέλφους του να τον προκαλούν και να του κάνουν τη ζωή δύσκολη, αλλά αυτός τους έβαζε πάντα στη θέση τους, ακόμη και χρησιμοποιώντας τα τεράστια γεροδεμένα χέρια του.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι…
Από τα 60 του, άρχισαν τα προβλήματα με την καρδιά του, η οποία τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος. Παρά ταύτα ο Μπαρτ Λάνκαστερ θα συνεχίσει να έχει κοινωνική και πολιτική δράση και να δουλεύει μέχρι τα βαθιά γεράματα. Το 1988 ένα σοβαρό εγκεφαλικό θα τον αφήσει μερικώς παράλυτο και χωρίς φωνή και στις 20 Οκτωβρίου του 1994 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στο διαμέρισμά του στο Λος Άντζελες. Όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, δεν θα γίνει κηδεία ούτε μνημόσυνο. Μία μικρή επίγεια πλάκα, με το όνομά του, βρίσκεται πάνω από τον τάφο του. Γιατί, ο Μπαρτ Λάνκαστερ μπορεί να τρόμαξε όταν σε μια μέρα ξύπνησε σταρ, αλλά δεν φοβήθηκε ποτέ να κάνει πράξη αυτά που πίστευε.