Πέρυσι, σημειώθηκε εισπρακτικό ρεκόρ, με 110.000 εισιτήρια, ενώ αναμένεται να αυξηθούν κι άλλο τα εισιτήρια απόψε, καθώς η «γιορτή» συνοδεύεται από την προβολή δέκα ταινιών.
Ξεχωρίζουν οι ταινίες «Τhe Killer» του Ντέιβιντ Φίντσερ, «Ένα Καινούργιο Αύριο» του Νάνι Μορέτι και το ντοκιμαντέρ «Πορεία προς τη Ρώμη» του Μαρκ Κάζινς, ενώ συνεχίζεται η αξιοθαύμαστη επική δημιουργία, «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού», του Σκορσέζε.
Στα αξιοσημείωτα της «γιορτής του Σινεμά», η ψηφιακή και επετειακή επανέκδοση του αριστουργήματος του Κόπολα, «Ο Νονός», μίας από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.
Τhe Killer
Δραματικό θρίλερ, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φίντσερ, με τους Μάικλ Φασμπέντερ, Σοφί Σάρλοτ, Τίλντα Σουίντον, Άρλις Χάουαρντ, Τσαρλς Παρνέλ κα.
Το τεχνικά άψογο, καλοκουρδισμένο δραματικό θρίλερ, που φλερτάρει με το νεο-νουάρ, του Ντέιβιντ Φίντσερ, ενός μάστορα του είδους, που το αναζωογόνησε τις τελευταίες δεκαετίες, αρχικά με το «Seven» και στη συνέχεια με το «Zodiac», δείχνει ότι ο δημιουργός του έχει φτάσει τα όριά του και πλέον δύσκολα μπορεί να τα ξεπεράσει.
Όχι, δεν επαναλαμβάνεται, αλλά είναι φανερό ότι ακολουθεί πιστά τις φόρμες και τις συνταγές που ο ίδιος καθιέρωσε, με την ακρίβεια που δουλεύει ο «κίλερ» της ταινίας του.
Και γι’ αυτό θα έχει μαζί του τους στενούς συνεργάτες του, τον Έρικ Μέσερσμιντ στη διεύθυνση φωτογραφίας, τον Κερκ Μπάξτερ στο μοντάζ και τους Ρέζνορ και Ρος στη μουσική, όλους βραβευμένους με Όσκαρ για δικές του ταινίες.
Αυτή τη φορά θα έχει για πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ, στον ρόλο ενός επαγγελματία εκτελεστή. Ξεκινώντας από το Παρίσι και ακολουθώντας τον από κοντά σε όλες τις αποστολές του, ο «κίλερ» για πρώτη φορά στην καριέρα του αστοχεί, για κλάσματα του δευτερολέπτου, ανακαλύπτοντας τις συνέπειες της αποτυχίας του.
Συνέπειες που τον σπρώχνουν να στραφεί εναντίον των εργοδοτών του και να αρχίσει μια αντίστροφη πορεία εκδίκησης.
Ο ήρωάς του, συνεχώς μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο, κινείται σαν σκιά, χρησιμοποιεί ψευδώνυμα, ελέγχει τους παλμούς του και οι συνήθειές του καταντούν ψυχαναγκαστικές, ενώ επαναλαμβάνει συνεχώς κουβέντες, για να ακούει ο ίδιος και να μη χάνει την αυτοσυγκέντρωσή του, όπως «μην ξεφεύγεις από τον στόχο», «μείνε σταθερός στο πλάνο», «μη δείχνεις συμπόνια – δείχνει αδυναμία».
Έτσι, εμμονικά ακολουθεί συνεχώς τις ίδιες ημερήσιες διαδικασίες, ενώ σιγά σιγά αρχίζει να χάνει τον εαυτό του, να μεταβάλλεται σε ένα ψυχρό εργαλείο, που σκοτώνει και πρέπει να παλέψει αν μη τι άλλο με τους κανόνες που έχει καθορίσει ο ίδιος, για να μην χαθεί, πάει για ανακύκλωση όταν αρχίσει να σκουριάζει.
Ο μοναχικός ρόλος του Φασμπέντερ αξιοποιείται σε μεγάλο βαθμό από τον Φίντσερ, που γνωρίζει πολύ καλά πώς να σκηνοθετεί τη δράση, αλλά και τη σιωπή, που εδώ έχει βαρύνουσα σημασία, ενώ επιχειρεί να ξεκλειδώσει και τις λειτουργίες του μυαλού, τις υπαρξιακές αγωνίες του ήρωα.
Το πορτρέτο του επαγγελματία εκτελεστή είναι αναμενόμενα άρτιο, όπως και η αίσθηση ότι πρόκειται για ένα μοντέλο ζωντανής απειλής, ενώ είναι αξιέπαινη και η προσπάθεια του Φίντσερ να στρέψει το ενδιαφέρον στην εσωτερική πάλη του ήρωά του, αντί να προσεγγίσει το θέμα του ως βίαιο θέαμα, με εντυπωσιακά φονικά και σκηνές δράσης.
Ο αμοραλιστής Φίντσερ, αυτή τη φορά επιχειρεί να πακετάρει το στόρι ενός δολοφόνου προς μία συναισθηματική κατεύθυνση, να δώσει μία ηθική προέκταση, αλλά μάλλον την ενσυναίσθηση την έχεις έμφυτη, δεν την αποκτάς με ταχύρυθμα μαθήματα και βεβαίως δεν αγοράζεται…
Ο Μάικλ Φασμπέντερ, έχει το απαραίτητο ύφος, αυτή την ψυχρότητα που απαιτεί ο ρόλος, αλλά μέχρις εκεί. Οι εποχές έχουν περάσει και πρέπει να αρκεστούμε σε όλους αυτούς τους ηθοποιούς της σειράς που ξέρουν να δουλεύουν, αλλά που το ταλέντο τους είναι περιορισμένο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Mετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας, ένας πληρωμένος εκτελεστής βρίσκεται αντιμέτωπος με τα αφεντικά του, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ένα Καινούργιο Αύριο
(“A Brighter Tomorrow”) Δραματική κομεντί, ιταλικής και γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Νάνι Μορέτι, με τους Νάνι Μορέτι, Ματιέ Αμαρλίκ, Σίλβιο Ορλάντο κα.
Από το πανέμορφο «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο» έχουν περάσει τριάντα χρόνια και ο Νάνι Μορέτι έχει πληγωθεί βαθιά, από την ήττα της αριστεράς, ειδικά όταν αυτή βρέθηκε στην εξουσία, αλλά και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση του κινηματογράφου, τα υπαρξιακά του ερωτήματα που έμειναν αναπάντητα.
Εδώ, στην τελευταία του ταινία, που διαγωνίστηκε στο φετινό φεστιβάλ των Καννών για τον Χρυσό Φοίνικα, επιστρέφει στο πολιτικό σινεμά και στις αγωνίες του για την τέχνη του, εξαπολύοντας την καυστική του κριτική για τον χώρο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ξεκινώντας από το πολυκατάστημα Netflix και καταλήγοντας στον Σκορσέζε.
«Η ιστορία δεν γράφεται με τα αν». Για τον ήρωά του, έναν σκηνοθέτη, που προσπαθεί να γυρίσει μια πολιτική ταινία, θέλει να τη γράψει με τα «αν». Δηλαδή, όλα αυτά που διαψεύστηκαν με το πέρασμα των δεκαετιών και διαστρεβλώθηκαν για να καταλήξουμε στο «έτσι είναι ο κόσμος».
Στο στόρι του Μορέτι, ο ήρωάς του, ένας Ιταλός διάσημος σκηνοθέτης, ετοιμάζεται για τα γυρίσματα μίας πολιτικής ταινίας, που έχει σχέση με τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία το 1956 και τον αντίκτυπο που είχε στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα εκείνη την εποχή. Παράλληλα, ο γάμος οδεύει προς διάλυση, ενώ ο συμπαραγωγός του είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Ο Μορέτι επιλέγει μια παλιομοδίτικη προσέγγιση, που συμπυκνώνει τις εμπνευσμένες στιγμές του από το «Αγαπημένο μου Ημερολόγιο», υπερασπιζόμενος για μια ακόμη φορά την πίστη του στο ουμανιστικό σινεμά, την ηθική των εικόνων, αλλά και αυτή του δημιουργού.
Ο Μορέτι βάζει και ψυχή και το πικρό του χιούμορ για να σατιρίσει την εποχή μας και κυρίως τους ανθρώπους του σινεμά, που δεν μπορούν να καταλάβουν τη διαφορά μεταξύ μίας αισθηματικής από μια πολιτική ταινία. Ανθρώπους για τους οποίους πλέον η Ιστορία ξεκινά από τον 21ο αιώνα και όλα τα προηγούμενα είναι τουλάχιστον συγκεχυμένα μέσα στο μυαλό τους.
Ωστόσο, η ταινία έχει αρκετές αδυναμίες, με θολούς χαρακτήρες, ορισμένες σκηνές αρκετά προχειροφτιαγμένες, το μοντάζ βοηθά ελάχιστα, αλλά και μια ισχυρή δόση αυτοαναφοράς του σκηνοθέτη. Για τους μυημένους στον Μορέτι θα μπορούσε η ταινία να είναι και ένα κουίζ για τις αναφορές που υπάρχουν στη μέχρι σήμερα φιλμογραφία του.
Η ερμηνεία του Μορέτι όχι και τόσο αποτελεσματική, εν αντιθέσει με αυτές των Αμαρλίκ και Ορλάντο, που φαίνεται να το διασκεδάζουν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας διάσημος Ιταλός σκηνοθέτης, πρόκειται να ξεκινήσει τα γυρίσματα της νέας, πολιτικού περιεχομένου ταινίας του. Παράλληλα, ο γάμος του περνάει σοβαρή κρίση, ο συμπαραγωγός του είναι στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και η ταινία κινδυνεύει να ακυρωθεί ενώ η ταχέως μεταβαλλόμενη κινηματογραφική βιομηχανία δεν του επιτρέπει να υπηρετήσει το σινεμά όπως ξέρει και θέλει εκείνος.
Αντίπαλος
(“Opponent”) Δραματική ταινία, σουηδικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μιλάντ Αλάμι, με τους Παϊμάν Μααντί, Μαράλ Νασίρι, Μπιόρν Έλγκερντ, Αρβίν Κανανιάν κα.
Η επίσημη πρόταση της Σουηδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ, είναι ένα πολυεπίπεδο δράμα του γεννημένου στο Ιράν, αλλά που δραστηριοποιείται επαγγελματικά στη Σουηδία και διαμένει πλέον στη Νορβηγία, Μιλάντ Αλάμι, τον οποίο γνωρίσαμε πριν από έξι χρόνια με την ενδιαφέρουσα δραματική ταινία «Με Διαβατήριο τη Γοητεία».
Σε αυτή τη δεύτερη ταινία του, ο Αλάμι επαναφέρει τους προβληματισμούς του για τα ευρωπαϊκά όνειρα των προσφύγων, που διαψεύδονται οδυνηρά, καθώς ένα απρόσωπο γραφειοκρατικό σύστημα τους αντιμετωπίζει ως αριθμούς, χρήσιμους μόνο για τη στατιστική και το συνταξιοδοτικό κάθε χώρας, περιφρονώντας τις προσωπικές τους ανησυχίες ή ακόμη και αδυναμίες που τους κάνουν ακόμη πιο ευάλωτους.
Όμως, ο Αλάμι, δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις παρατηρήσεις, αλλά εξαπλώνεται και στην εσωτερική πάλη του ήρωά του, ενός καλού παλαιστή που δραπετεύει από το Ιράν, μαζί με τη σύζυγό του και τις δυο κόρες του.
Ο λόγος που διέφυγε από τη χώρα του οφείλεται σε διάφορες φήμες, που τον παρουσιάζουν αρχικά ως αντικαθεστωτικό, αλλά ουσιαστικά κρύβεται η σχέση του με κάποιον άλλον παλαιστή. Έτσι, θα βρεθεί σε κάποια προσφυγική δομή στη Σουηδία, ζώντας με την αγωνία της απέλασης.
Στην αρχή δουλεύει ως ντελιβεράς, αλλά όταν μαθαίνει ότι η γυναίκα του περιμένει παιδί, θα αναγκαστεί να επιστρέψει στις παλαίστρες, όπου θα έρθει αντιμέτωπος και πάλι με το παρελθόν του που ήθελε να ξεχάσει.
Ο Αλαμί, θα επεκταθεί σκηνοθετικά πέρα από το δράμα και στο ψυχολογικό θρίλερ, δίνοντας από την εναρκτήρια σεκάνς μια ένταση και ένα φορτισμένο κλίμα, που κλιμακώνεται, με την αποκάλυψη των μυστικών που στοιχειώνουν τον ήρωά του.
Παρά τις όποιες αδυναμίες, όπως η επιλογή του σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει υπερβολικά ευρυγώνιους φακούς ή να θολώνει πλάνα, ο Αλάμι θα αξιοποιήσει το παγωμένο σκηνικό της Σουηδίας, αλλά κυρίως την ερμηνευτική δύναμη του πρωταγωνιστή του Πέιμαν Μααντί, που θαυμάσαμε στο εξαιρετικό «Ένας Χωρισμός» του Φαραντί κι εδώ θα διακριθεί για την ανάδειξη του πληγωμένου χαρακτήρα του, αλλά και για τη σωματική του εκφραστικότητα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας πάλαι ποτέ πρωταθλητής της πάλης δραπετεύει με την οικογένειά του από το Ιράν για να αποφύγει τις συνέπειες μιας επώδυνης φήμης εις βάρους του. Ζώντας πλέον καθημερινά με την αγωνία της απέλασης, σε ένα ξενοδοχείο που φιλοξενεί πρόσφυγες στον παγωμένο σουηδικό βορρά, ο Ιμάν αποφασίζει να ξαναγυρίσει επαγγελματικά στην παλαίστρα.
Εκεί όμως, τον περιμένει το παρελθόν και η απωθημένη εκείνη πλευρά του από την οποία προσπάθησε να αποδράσει.
Άκου Ποιος Μιλάει
Κωμωδία, ελληνικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Νιάρχου, με τους Μελέτη Ηλία, Δημήτρη Μακαλιά, Γιάννη Τσιμιτσέλη, Χρύσα Κατσαρίνη, Λάμπρο Φισφή, Ηλία Βαλάση, Τρύφωνα Σαμαρά κα.
Μία κατ’ επίφαση δραμεντί, που ακολουθεί τις γνώριμες πλέον συνταγές της ελληνικής «εμπορικής κωμωδίας» των τελευταίων δεκαετιών, διαθέτει μια αρχική σεναριακή ιδέα, που δεν είναι κακή και ορισμένες σκηνές που έχουν την πλάκα τους.
Το στόρι θέλει έναν πετυχημένο «life coach» (Ηλίας Μελέτης) που ακούει υπομονετικά τα προβλήματα των πελατών του, να αρχίζει να κουράζεται με τον τρόπο ζωής του και να βρίσκεται σε συναισθηματικό αδιέξοδο, ακούγοντας τη φωνή της συνείδησής του.
Το φιλμ πολύ γρήγορα θα αρχίσει να χάνει στροφές, κάποιες καλές ιδέες και ατάκες αρχίζουν να ρετάρουν, να επαναλαμβάνονται για να περάσουν μπροστά από την κάμερα μια σειρά από γνωστές τηλεοπτικές περσόνες, αλλά και ηθοποιοί που απέκτησαν μεγάλη αναγνωρισιμότητα από την τηλεόραση.
Και παράλληλα να επαναφέρει τη θεματική της τηλεόρασης και των κοινωνικών μέσων, τα χιλιοειπωμένα γκροτέσκα της ελληνικής πραγματικότητας. Τα πράγματα πηγαίνουν ακόμη χειρότερα, όμως, όταν εισβάλει και η σοβαροφάνεια.
Με δυο κουβέντες, όταν ο Γούντι Άλεν συναντά τα πρωϊνάδικα της ελληνικής τηλεόρασης, όταν η ψυχανάλυση παραδίδεται αμαχητί στα αστεία του ελληνικού μικροαστισμού.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Φώτης είναι ένας life coach, που έχει χάσει τον προσανατολισμό του. Οι συνεδρίες, που κάποτε επαγγελματικά τον γέμιζαν, δεν του προσφέρουν πλέον την ίδια εσωτερική ικανοποίηση ενώ και στην προσωπική του ζωή έχει απομονωθεί πλήρως. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή για τον εαυτό του και την καριέρα του, θα προσπαθήσει να βρει τον εαυτό του αλλά και τον έρωτα.
Arcadia 1900, Champagne d’Orient
Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Κώστα Σπυρόπουλου, με τους Γιώργο Μιχαλακόπουλο, Ισίδωρο Σταμούλη, Σοφία Σεϊρλή, Οδυσσέα Σταμούλη κα.
Μία άγνωστη και ενδιαφέρουσα ιστορία για την άνοδο, τον θρίαμβο και την πτώση μιας οικογένειας οινοποιών στην Αρκαδία, αλλά και για την απληστία στις απαρχές του ελληνικού καπιταλισμού.
Ένα δραματοποιημένο φιλμ τεκμηρίωσης, που διακρίνεται για την προσήλωσή του στην ιστορία της οικογένειας Παπανικολάου, μίας οικογένειας με όλα τα χαρακτηριστικά μιας μοραΐτικης φαμίλιας – πατέρας αφέντης, παιδιά ανήσυχα, μάνα κέρβερος – αλλά και στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ιστορία του τόπου.
Ατού της ταινίας το σπάνιο και αξιοσημείωτο αρχειακό υλικό, που προβάλλεται για πρώτη φορά στη χώρα μας και αποτελεί καρπό προσπαθειών και έρευνας του Κώστα Σπυρόπουλου.
Ωστόσο, τα δραματοποιημένα κομμάτια της ταινίας, παρότι πρωταγωνιστεί ένας από τους τελευταίους μεγάλους της ελληνικής υποκριτικής, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος και δίπλα του οι ικανότατοι Ισίδωρος Σταμούλης, Σοφία Σεϊρλή και Οδυσσέας Σταμούλης, θα μπορούσε να είχε περιοριστεί στην αφήγηση, καθώς έχει αδυναμίες στη δραματουργία και στο ύφος που φαίνεται αναποφάσιστο.
Επιπλέον, η αναντιστοιχία μεταξύ μίας επικής ιστορίας με τα περιορισμένα οικονομικά της παραγωγής είναι ιδιαίτερα εμφανής.
Πάντως, το φιλμ έχει το ενδιαφέρον του, διαθέτει και τη μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, αλλά μάλλον είναι προορισμένο για τη μικρή οθόνη, όπου αμβλύνονται οι αδυναμίες του και ίσως μπορεί να βρει μια καλύτερη τύχη.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Οινοποιία Αδερφών Παπανικολάου: Ο πατέρας αφέντης, ο οραματιστής γιος Βασίλης, ο τυχοδιώκτης αδελφός Νίκος και η μάνα-Κέρβερος. Παράγοντας αφρώδη οίνο από την Αρκαδία από το 1885, ονειρεύονται μια Καμπανία της Ανατολής. Στο σπίτι, συγκρούσεις χαρακτήρων. Έξω καραδοκούν οι αντίπαλοι που θα τους οδηγήσουν σ’ ένα τραγικό τέλος.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες
Πορεία προς τη Ρώμη
(“Marcia su Roma”) Σίγουρα ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ, για την άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και την εξάπλωσή του στην Ευρώπη, από τον κορυφαίο του είδους Μαρκ Κάζινς («Η Οδύσσεια του Κινηματογράφου», «Το Βλέμμα του Όρσον Γουέλς»).
Ένα φιλμ, με σπάνιο αρχειακό υλικό, που βασίζεται εν πολλοίς στο προπαγανδιστικό φιλμ «A Noi», το οποίο γύρισε ο Ουμπέρτο Παραντίζι το 1923, ενώ επιχειρείται και μία προσπάθεια παραλληλισμού με την έφοδο των οπαδών του Τράμπ στο Καπιτώλιο.
Ο Κάζινς, μπορεί να ξέρει τον κινηματογράφο απ’ έξω κι ανακατωτά, αλλά για να κατανοήσει τη σύγχρονη ιταλική ιστορία και ειδικά τον φασισμό και τον Μουσολίνι, θέλει μάλλον ακόμη πολλά καρβέλια.
Όποιος θέλει να μάθει κάτι παραπάνω για την πορεία των μελανοχιτώνων προς τη Ρώμη, την άνοδο και την πτώση του Μουσολίνι, ας προτιμήσουν την απολαυστική και ομότιτλη ταινία του Ντίνο Ρίζι, με τους ανεπανάληπτους Βιτόριο Γκάσμαν και Ούγκο Τονιάτσι. Και μαθαίνεις και γελάς με την καρδιά σου.
Ο Νονός
(“The Godfather”) Από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, σε επετειακή επανέκδοση και σε ψηφιακή κόπια 4K high definition.
Το αριστούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ένας συνδυασμός γκανγκστερικής αιματοβαμμένης ιστορίας του οργανωμένου εγκλήματος κι ενός κλασικού δράματος εποχής, ισορροπεί απόλυτα, μεταξύ των δυο κινηματογραφικών ειδών, σαν μια μαγική ορχήστρα που μπορεί να συνδυάσει μια ταραντέλα με το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι, κάτι που φαίνεται απίστευτα υπέροχο, αλλά και κάτι παραπάνω: φυσιολογικό.
Η κατασκευαστική τελειότητα του «Νονού» μοιάζει με θαύμα. Ο Κόπολα επιβάλει τους δικούς τους κώδικες στους θεατές, σκοτώνοντας την ηθικολογία και αναδεικνύοντας τις αξίες των ηρώων, τους οποίους καταφέρνει να κάνει προσιτούς, σχεδόν λατρεμένους. Ίσως γιατί οι Κορλεόνε ακολουθούν έναν κώδικα τιμής που πάντα θα γοητεύει τους ανθρώπους.
Σέβονται την οικογένεια, τη ζωή των αθώων, έχουν να αντιπαλέψουν ένα σύστημα εξουσίας, πολύ πιο διεφθαρμένο από τη χειρότερη συμμορία -κάτι που γίνεται πιο εμφανές στο δεύτερο μέρος- αλλά και την άποψη του πατριάρχη Βίτο Κορλεόνε ότι «μια ζωή προσπάθησα να μην είμαι το τσιράκι κανενός». Ωστόσο, η βία και οι σκοτωμοί έχουν θεμελιώδη θέση στην ταινία.
Ακόμη όμως και τα φονικά λαμβάνουν άλλη διάσταση, καθώς η τελετουργική δομή των σκηνών βίας καταφέρνουν να λειτουργούν πολλές φορές ως απαραίτητο στοιχείο, σαν διέξοδο στη συγκινησιακή φόρτιση του θεατή ή ακόμη και ως απόλαυση της αίσθησης περί δικαίου.
Μια ταινία που πέρα από την μοναδική ενορχήστρωσή της, διαθέτει και πολλά ανεπανάληπτα πλάνα που έχουν περάσει στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Όμως, για την εμβληματική ταινία του Κόπολα, τα πολλά λόγια είναι περιττά. Αρκεί να πάρεις θέση για να κολλήσεις τα μάτια σου στην οθόνη, να απολαύσεις τους Αλ Πατσίνο, Μάρλον Μπράντο, Τζέιμς Κάαν, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Ντάιαν Κίτον, Τάλια Σάιρ, Τζον Καζάλ και το πολυπλυθές αξεπέραστο καστ των δεύτερων ρόλων, αλλά και τη φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις και το αθάνατο μουσικό σκορ του Νίνο Ρότα.
Αγώνες Πείνας
(“The Hunger Games”) Η δημοφιλής φουτουριστική νεανική περιπέτεια, σε επανέκδοση, 11 χρόνια από την πρώτη προβολή της, όταν γνώριζε τεράστια επιτυχία στα ταμεία και κατέστησε την Τζένιφερ Λόρενς σταρ. Το δυστοπικό μυθιστόρημα της Σούζαν Κόλινς, μεταφέρεται ως υπερθέαμα, αλλά χωρίς να απευθύνεται αποκλειστικά στο νεανικό κοινό.
Το στόρι για ένα ζοφερό μέλλον όχι και τόσο μακρινό, μεταφέρεται στην οθόνη μέσα από ένα φαντασμαγορικό παραμύθι, που προσφέρει διασκέδαση, αλλά λίγες σκέψεις, για τη σοβαρότητα του θέματος.
Ο σκηνοθέτης Γκαρι Ρος διεκπεραιώνει ικανοποιητικά το φιλμ και το χορταστικό σενάριο, που θέλει τη βόρεια Αμερική να έχει διχαστεί από εμφύλιο και να ‘χει υποταχθεί σε ένα απολυταρχικό καθεστώς και σε ανάμνηση του εμφυλίου και σε ένδειξη υποταγής του λαού κάθε χρόνο διοργανώνονται οι «Αγώνες Πείνας», σε μορφή ριάλιτι σόου, ένα παιχνίδι επιβίωσης, στο οποίο υπάρχει μόνο ένας νικητής.
Μπάντι ο Ροκ Σταρ 3
(“Rock Dog 3”) Αμερικάνικη παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, σε σκηνοθεσία Άντονι Μπελ, με πρωταγωνιστή τον «σούπερ σταρ Μπαντ», να μπαίνει στον χώρο των τηλεοπτικών σόου, των μουσικών διαγωνισμών που υπόσχονται χρυσοφόρα συμβόλαια και προοπτικές καριέρας στους νικητές.
Σε αυτή την τρίτη του περιπέτεια, ο Μπαντ θα προσπαθήσει να μεταδώσει τις γνώσεις του σε ένα νεανικό συγκρότημα κοριτσιών και να διαχωρίσει τη μουσική από τα τηλεοπτικά σόου χαμηλής ποιότητας. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Πέντε Νύχτες στου Φρέντι
(“Five Nights at Freddy’s”) Η «απαραίτητη» ταινία τρόμου της εβδομάδας, αμερικάνικης παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία της Έμα Τόμι και πρωταγωνιστή τον Τζος Χάτσερσον.
Το φιλμ, που βασίζεται στο ομότιτλο video game, θέλει έναν ταλαιπωρημένο νεαρό, που πιάνει δουλειά σε μια πιτσαρία ως νυχτοφύλακας και περιμένει να περάσει μία βαρετή νύχτα, να συνειδητοποιεί ότι κάποιες κούκλες, που φυλάσσονται στο μαγαζί, θα μετατραπούν σε εφιάλτες. Για τους αμετανόητους λάτρεις του κινηματογραφικού τρόμου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ