Η κλιματική αλλαγή είναι ένας από τους κύριους παράγοντες απώλειας ειδών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γνωρίζουμε ότι περισσότερα φυτά και ζώα θα πεθαίνουν καθώς επιδεινώνονται οι καύσωνες, οι πυρκαγιές, οι ξηρασίες και άλλες φυσικές καταστροφές.

Αλλά μέχρι σήμερα, η επιστήμη έχει υποτιμήσει κατά πολύ πραγματικές επιπτώσεις που θα έχουν η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή των οικοτόπων στη βιοποικιλότητα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι έχει παραμελήσει σε μεγάλο βαθμό να εξετάσει την έκταση των «συν-εξαφανίσεων»: όταν δηλαδή είδη εξαφανίζονται επειδή πεθαίνουν άλλα είδη από τα οποία εξαρτώνται.

Μία νέα έρευνα δείχνει ότι το 10% των χερσαίων ζώων θα μπορούσε να εξαφανιστεί από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές μέχρι το 2050 και σχεδόν το 30% μέχρι το 2100 – υπερδιπλάσιο ποσοστό από τις προηγούμενες προβλέψεις. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα και θα ζήσουν μέχρι τα 70 τους χρόνια θα γίνουν μάρτυρες της εξαφάνισης κυριολεκτικά χιλιάδων ζώων κατά τη διάρκεια της ζωής τους, από σαύρες και βατράχια μέχρι εμβληματικά θηλαστικά όπως οι ελέφαντες και τα κοάλα.

Αν όμως καταφέρουμε να μειώσουμε δραστικά τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα σε παγκόσμιο επίπεδο, θα μπορούσαμε να σώσουμε χιλιάδες είδη από την τοπική εξαφάνιση μόνο αυτόν τον αιώνα.

Κάθε είδος εξαρτάται από τα άλλα με κάποιο τρόπο. Έτσι, όταν ένα είδος πεθαίνει, οι επιπτώσεις μπορούν να διαπεράσουν το οικοσύστημα.

Για παράδειγμα, σκεφτείτε τι συμβαίνει όταν ένα είδος εξαφανίζεται εξαιτίας μιας διαταραχής, όπως η απώλεια ενδιαιτημάτων. Αυτό είναι γνωστό ως «πρωτογενής» εξαφάνιση. Στη συνέχεια, μπορεί να σημαίνει ότι ένα αρπακτικό χάνει τη λεία του, ένα παράσιτο χάνει τον ξενιστή του ή ένα ανθοφόρο φυτό χάνει τους επικονιαστές του.

Φωτ.: Zdenek Machacek / Unsplash

Ένα πραγματικό παράδειγμα συν-εξαφάνισης που θα μπορούσε να συμβεί σύντομα είναι η πιθανή απώλεια του απειλούμενου με εξαφάνιση ορεινού πυγμαίου πόσουμ (Burramys parvus) στην Αυστραλία. Η ξηρασία, η απώλεια ενδιαιτημάτων και άλλες πιέσεις έχουν προκαλέσει την ταχεία μείωση του κύριου θηράματός του, του σκώρου bogong (Agrotis infusa).

Οι έρευνες δείχνουν ότι η συν-εξαφάνιση ήταν ο κύριος παράγοντας των εξαφανίσεων του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων των πέντε προηγούμενων μαζικών εξαφανίσεων που χρονολογούνται πριν από πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Όμως μέχρι τώρα, οι επιστήμονες δεν ήταν σε θέση να διασυνδέσουν τα είδη σε παγκόσμια κλίμακα για να εκτιμήσουν πόσες συν-εξαφανίσεις θα συμβούν υπό τις προβλεπόμενες κλιματικές και χωροταξικές αλλαγές. Η έρευνά αυτή είχε ως στόχο να καλύψει αυτό το κενό πληροφοριών.

Χρησιμοποιώντας έναν από τους ταχύτερους υπερυπολογιστές της Ευρώπης, οι ερευνητές δημιούργησαν μια τεράστια εικονική Γη με διασυνδεδεμένα δίκτυα τροφικών ιστών. Στη συνέχεια εφάρμοσαν σενάρια προβλεπόμενων κλιματικών αλλαγών και υποβάθμισης της χρήσης γης, όπως η αποψίλωση των δασών, για να προβλέψουν την απώλεια της βιοποικιλότητας σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Φωτ.: Juanma Clemente Alloza / Unsplash

Η εικονική Γη περιελάμβανε περισσότερα από 15.000 τροφικά δίκτυα, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να προβλέψουν τη διασυνδεδεμένη «τύχη» των ειδών μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα. Τα μοντέλα εφάρμοσαν τρία σενάρια προβλεπόμενης κλιματικής αλλαγής με βάση τις μελλοντικές πορείες των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Σε αυτά περιλαμβάνεται το σενάριο υψηλών εκπομπών, το οποίο προβλέπει μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2,4℃ έως το 2050 και 4,4℃ έως το 2100.

Εάν αυτό το σενάριο γίνει πραγματικότητα, τα χερσαία οικοσυστήματα παγκοσμίως θα χάσουν κατά μέσο όρο το 10% της σημερινής ζωικής ποικιλότητας μέχρι το 2050. Το ποσοστό αυτό θα ανέλθει στο 27% έως το 2100.

Η προσθήκη των συν-εξαφανίσεων στο μείγμα προκαλεί συνολικά 34% μεγαλύτερη απώλεια βιοποικιλότητας από ό,τι αν λαμβάναμε υπόψη μόνο τις πρωτογενείς εξαφανίσεις. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι προηγούμενες προβλέψεις ήταν υπερβολικά αισιόδοξες. Ακόμη χειρότερη είναι η «μοίρα» των πιο ευάλωτων ειδών σε αυτά τα δίκτυα. Για τα είδη που βρίσκονται ψηλότερα στις τροφικές αλυσίδες (παμφάγα και σαρκοφάγα), η απώλεια βιοποικιλότητας λόγω των συν-εξαφανίσεων είναι κατά 184% υψηλότερη από εκείνη που οφείλεται στις πρωτογενείς εξαφανίσεις.

Προέβλεψαν, επίσης, ότι οι μεγαλύτερες σχετικές απώλειες βιοποικιλότητας θα συμβούν στις περιοχές με τον μεγαλύτερο αριθμό ειδών.

Πρόκειται κυρίως για περιοχές που έχουν αναγνωριστεί ως «θερμά σημεία βιοποικιλότητας» – 36 ιδιαίτερα απειλούμενες περιοχές της Γης που περιέχουν τα πιο μοναδικά είδη, όπως η νοτιοδυτική Αυστραλία και η χλωριδική περιοχή του Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η διάβρωση των πλούσιων σε είδη τροφικών πλεγμάτων καθιστά τις βιολογικές κοινότητες πιο ευάλωτες σε μελλοντικούς κλυδωνισμούς.

Εντόπισαν επίσης ότι αυτά τα ίδια τα δίκτυα αλληλεπιδρώντων ειδών θα αλλάξουν. Χρησιμοποίησαν ένα μέτρο της «συνδεσιμότητας», το οποίο αναφέρεται στην πυκνότητα των συνδέσεων του δικτύου. Η υψηλότερη συνδεσιμότητα σημαίνει γενικά ότι τα είδη σε ένα τροφικό δίκτυο έχουν περισσότερες συνδέσεις με άλλα, καθιστώντας έτσι ολόκληρο το δίκτυο πιο ανθεκτικό.

Φωτ.: David Clode / Unsplash

Η συνδεσιμότητα, όπως μάθαμε, θα μειωθεί μεταξύ 18% και 34% μέχρι το τέλος του αιώνα στο χειρότερο κλιματικό σενάριο.

Αυτή η μείωση της συνδεσιμότητας οφείλεται επίσης στην απώλεια ορισμένων βασικών ειδών που κατέχουν τις πιο σημαντικές θέσεις στα τοπικά τους δίκτυα. Αυτά μπορεί να είναι κορυφαία αρπακτικά όπως οι λύκοι ή τα λιοντάρια που κρατούν υπό έλεγχο τους φυτοφάγους ή ένα άφθονο έντομο που τρώγεται από πολλά διαφορετικά εντομοφάγα.

Όταν αυτά τα εξαιρετικά συνδεδεμένα είδη εξαφανίζονται, αυτό καθιστά το δίκτυο ακόμη λιγότερο ανθεκτικό στις διαταραχές, οδηγώντας έτσι σε ακόμη μεγαλύτερη απώλεια ειδών απ’ ό,τι θα συνέβαινε υπό ένα φυσικό οικολογικό καθεστώς. Το φαινόμενο αυτό καταδεικνύει τις πρωτοφανείς προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η βιοποικιλότητα.

Καθώς η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιοποικιλότητα ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα στο Μόντρεαλ του Καναδά, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να συμφωνήσουν σε μια νέα σειρά παγκόσμιων δράσεων για να σταματήσουν και να αντιστρέψουν την απώλεια της φύσης.

Ακολουθεί η πρόσφατη σύνοδος κορυφής COP27 για την κλιματική αλλαγή στην Αίγυπτο, όπου η συμφωνία που προέκυψε ήταν ανεπαρκής για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κλιματικής κρίσης.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα βοηθήσουν, στο μέλλον, τις κυβερνήσεις να προσδιορίσουν ποιες πολιτικές θα οδηγήσουν σε λιγότερες εξαφανίσεις.

Για παράδειγμα, αν καταφέρουμε να επιτύχουμε μια πορεία χαμηλότερων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που θα περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη σε λιγότερο από 3℃ μέχρι το τέλος του αιώνα, θα μπορούσαμε να περιορίσουμε την απώλεια της βιοποικιλότητας «μόνο» στο 13%. Αυτό θα μεταφραζόταν σε διάσωση χιλιάδων ειδών από την εξαφάνιση.

Είναι σαφές ότι η ανθρωπότητα έχει μέχρι στιγμής υποτιμήσει τις πραγματικές επιπτώσεις της στην ποικιλομορφία της ζωής στη Γη. Χωρίς σημαντικές αλλαγές, πρόκειται να χάσουμε μεγάλο μέρος αυτού που συντηρεί τον πλανήτη μας.

Πηγή: The Conversation