Ξεχάστε την Μεσόγειο που ξέρατε μέχρι σήμερα: από τούδε και στο εξής, η Mare Nostrum θα μετατραπεί (αν δεν έχει συμβεί ήδη) σε μια τροπική θάλασσα γεμάτη με πολλά επικίνδυνα ψαριών, όπως λεοντόψαρα και λαγοκέφαλους.

Αυτό τουλάχιστον προειδοποιεί σε σχετική πρόσφατη μελέτη της η WWF η οποία έως σήμερα στη Μεσόγειο έχει καταγράψει την παρουσία 280 εξωτικών ειδών, 190 εκ των οποίων είναι ψάρια προερχόμενα από άλλα υδάτινα οικοσυστήματα την υφηλίου.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι με τις θερμοκρασίες γύρω από την μεσογειακή λεκάνη να αυξάνονται 20% ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο και τη στάθμη της θάλασσας να ανεβαίνει επίσης [προβλέπεται ότι θα έχει ανέβει έως και ένα μέτρο έως το 2100], η Μεσόγειος γίνεται σταδιακά και με αργούς ρυθμούς η πιο αλμυρή αλλά ταυτόχρονα και ταχύτερα θερμαινόμενη θάλασσα στον πλανήτη.

«Χρειάζεται επείγουσα δράση για τον περαιτέρω μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και την προσαρμογή όλων μας στη νέα πραγματικότητα της υπερθέρμανσης της θάλασσας», ανέφερε η WWF.

«Τα σενάρια που μας παρουσιάζονται από ειδικούς και επιστήμονες για το μέλλον της Μεσογείου – σενάρια που μιλούν για μια ραγδαία επιταχυνόμενη άνοδο της θερμοκρασίας και την είσοδο σε αυτήν πολυάριθμων ξένων θαλάσσιων ειδών – μας δείχνουν ότι η Mare Nostrum κινδυνεύει να αλλάξει πρόσωπο πολύ γρήγορα με αναπόφευκτες συνέπειες για το ευρύτερο οικοσύστημα. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι απαραίτητο να επικεντρωθούμε στην μεσογειακή λεκάνη, τουλάχιστον έως το 2030», δήλωσε η πρόεδρος του WWF Ιταλίας, Donatella Bianchi.

Πώς όμως γίνεται αυτή η αλλαγή στην μεσογειακή λεκάνη και το οικοσύστημα της Μεσογείου; Όλα ξεκινάνε από την Διώρυγα του Σουέζ, η οποία ενώνει την Μεσόγειο με τον Κόλπο του Σουέζ και τον Ινδικό ωκεανό.

Πολλά ψάρια βρίσκουν στα μεσογειακά νερά τις ιδανικές συνθήκες για να ζούνε, καθώς η Μεσόγειος είναι πιο ζεστή ως θάλασσα, αλλά διαθέτει υψηλότερη αλατότητα και οξίνιση των υδάτων της, οπότε η προσωρινή «μετανάστευση» αυτών των ειδών, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, γίνεται… μόνιμη εγκατάσταση – μια εγκατάσταση που επωφελείται από την ταυτόχρονη μείωση του πληθυσμού άλλων θαλάσσιων ειδών λόγω της υπεραλίευσης.

Κάπως έτσι, η Μεσόγειος έχει γεμίσει με σχεδόν 300 νέα είδη ψαριών, προερχόμενα από τον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό. Λόγου χάρη, στην Απουλία της Ιταλίας αλλά και στη Ζάκυνθο εθεάθησαν δηλητηριώδη λεοντόψαρα, δηλητηριώδεις λαγοκέφαλοι λυμαίνονται τα νερά των τουρκικών ακτών, ενώ η Αδριατική γέμισε με μπλε καβούρια. Όλα αυτά είναι είδη που πριν 15-20 τα συναντούσαμε μόνο σε… ντοκιμαντέρ και σίγουρα όχι στα νερά της Μεσογείου, με τους ειδικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο η βιοποικιλότητα καταρρέει.

Και πώς να μην συμβεί αυτό, όταν, π.χ. το λεοντόψαρο, στηριζόμενο πάνω στις συνήθειές του, στο σημείο που επιλέγει να αναπαράγεται μπορεί να προκαλέσει την κατάρρευση των πληθυσμών των μικρών ψαριών έως και κατά 95%!

Καθοριστικής σημασίας ο «θαλάσσιος καύσωνας»

Για όλα τα προαναφερθέντα, κομβικής σημασίας αποδεικνύεται ένα περιβαλλοντικό γεγονός. Κατά το δεύτερο μισό του περασμένου Μαΐου, παρατηρήθηκαν ιδιαίτερα υψηλές για την εποχή, τιμές θερμοκρασίας στην επιφάνεια της θάλασσας στην περιοχή της Δυτικής Μεσογείου. Μιλάμε για θερμικές αποκλίσεις που ξεπερνούν τους +5°C, λόγου χάρη στον Κόλπο του Λέοντα στη Νότια Γαλλία και στη Βαλεαρική Θάλασσα στην Ανατολική Ισπανία.

Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται «καύσωνας της θάλασσας» («marine heatwave») και παρατηρείται με ολοένα και αυξανόμενη συχνότητα ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές, της υφηλίου, συμπεριλαμβανομένης, εσχάτως, και της Μεσογείου.

Ως «θαλάσσιο καύσωνα» καλούμε τις μεγάλες ποσότητες θερμότητας τις οποίες απορροφά ο ωκεανός, ως αποτέλεσμα της συνεχούς αλληλεπίδρασής του με την ατμόσφαιρα, οι οποίες με την σειρά τους δημιουργούν μια παρατεταμένη αύξηση της θερμοκρασίας των επιφανειακών αλλά και των βαθύτερων στρωμάτων της θάλασσας.

Δύο είναι οι κύριοι παράγοντες που δημιουργούν τον καύσωνα της θάλασσας: Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η άπνοια στην ατμόσφαιρα που δεν ευνοεί την ανάμειξη των επιφανειακών νερών με τα βαθύτερα και πιο ψυχρά νερά και τα ωκεάνια ρεύματα που μεταφέρουν θερμές μάζες νερού από άλλες λεκάνες και υδάτινα οικοσυστήματα.

Οι επιπτώσεις του «καύσωνα της θάλασσας» είναι, ασφαλώς, ξεκάθαρες, σύμφωνα με τους επιστήμονες και μεταξύ αυτών είναι η ολική εξαφάνιση θαλασσίων ειδών, αλλά και η μετανάστευση προς άλλα, περιβαλλοντικά φιλικότερα, θαλάσσια οικοσυστήματα όλων εκείνων των ψαριών που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις υψηλές θερμοκρασίες της θάλασσας.