Οι ποταμοί και οι λίμνες στην Γερμανία αντιμετωπίζουν μια πρωτόγνωρη ξηρασία: η στάθμη των υδάτων στον Ρήνο, τον Βέζερ, τον Δούναβη αλλά και την τεχνητή λίμνη Έντερζεε είναι η χαμηλότερη που έχει σημειωθεί ιστορικά. Ο λόγος: η κλιματική αλλαγή αλλά και ένα πολύπλοκο δίκτυο αλληλεπιδράσεων στο περιβάλλον συνολικά. Ο κίνδυνος για τα υδρόβια ζώα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, όπως συνέβη πρόσφατα και στον ποταμό Όντερ. Οι ειδικοί ζητούν μέτρα προφύλαξης από τέτοια φαινόμενα.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια κλίματος Ντιάνα Ρέσιντ του γερμανικού Κέντρου Υπηρεσίας του Κλίματος (GERICS), η χαμηλή στάθμη των υδάτων αποτελει ένα φυσικό φαινόμενο αλλά σε συνδυασμό με έντονες περιόδους ξηρασίας, ελάχιστες βροχοπτώσεις και υψηλές θερμοκρασίες του νερού, οδηγούν σε αύξηση της εξάτμισης των υδάτων. Ο ερευνητής Γιάκομπ Τσάισλερ, του Κέντρου Περιβαλλοντικής Έρευνας Χέλμχολτς, σημειώνει πώς οι υψηλές θερμοκρασίες οδηγούν στην εξάτμιση του νερού τόσο από υδάτινα όσο και από χερσαία οικοσυστήματα. Τα φυτά επίσης λόγω των υδρατμών που απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα παίρνουν περισσότερο νερό από το έδαφος.

Φωτ.: jackal007 / pixabay

Η Ντιάνα Ρέσιντ σημειώνει άλλη μια αιτία της χαμηλής στάθμης των ποταμών. Η έλλειψη χιονοπτώσεων τα τελευταία χρόνια που αποτελουν «αποθήκες νερου» για τα ποτάμια τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως και η έλλειψη παγετώνων εδώ και δεκαετίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την στάθμη του νερού. Στον Ρήνο για παράδειγμα, σημειώνει η ερευνήτρια, λόγω της μειωμένης χιονόπτωσης φέτος δεν υπήρχε αρκετό χιόνι από τις Άλπεις για να καλύψει τις «ανάγκες» του ποταμού.

Τροπικό πλέον το κλίμα στην Ευρώπη

Ταυτόχρονα παρατηρείται μείωση των βροχοπτώσεων, όπως για παράδειγμα στη Μεσόγειο, η οποία επηρεάζει τη χαμηλή στάθμη των υδάτων στην Γερμανία, αναφέρει ο Γιάκομπ Τσάισλερ. Η κλιματική αλλαγή οδηγεί σε μεγαλύτερες περιόδους χωρίς βροχή και σε πιο έντονες βροχοπτώσεις. Αυτό αναφέρει και ο Τόμας Ντόιτσλέντερ απο τη Γερμανική Μετεωρολογική Υπηρεσία, ο οποίος θεωρεί ότι μελλοντικά στη Γερμανία θα κυριαρχήσει αυτό το μοντέλο καιρού. «Δεν σημαίνει ότι συνολικά θα βρέχει περισσότερο αλλά ότι οι βροχοπτώσεις θα είναι πιο δυνατές».Το φυσικό αυτό φαινόμενο εξηγείται με τον νόμο των αερίων, βάσει του οποίου όσο πιο ζεστός είναι ο αέρας απορροφά περισσότερους υδρατμούς και μπορεί δυνητικά να απελευθερώσει περισσότερο νερό.

«Οι αντιφάσεις του καιρού πρέπει να αξιοποιηθούν προς όφελος του οικοσυστήματος» αναφέρει η ερευνήτρια Ντιάνα Ρέσιντ. Η ίδια προτείνει την αποθήκευση νερού σε δεξαμενές κατά την περίοδο μεγάλων βροχοπτώσεων, ώστε να χρησιμοποιηθεί έπειτα όταν θα επικρατεί περίοδος ξηρασίας.

Φωτ.: fshoq!

Η χαμηλή στάθμη των υδάτων θέτει σε κίνδυνο και τη ζωή των υδρόβιων οργανισμών που ζουν εκεί. Η μείωση του βάθους του νερού μειώνει και την περιεκτικότητα του οξυγόνου, το οποίο αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για τη διαβίωση των ζώντων οργανισμών, όπως δηλώνει ο Αντρέας Μάλχερεκ, καθηγητής υδρομηχανικής στο Πανεπιστήμιο των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στο Μόναχο.

Τα λύματα βλάπτουν την υδρόβια ζωή

Ο καθηγητής Κάρστεν Ρίνκε απο το Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας Χέλμχολτς προσθέτει έναν ακόμη παράγοντα που μπορεί να βλάψει τους υδρόβιους οργανισμούς, αναφερόμενος στους ρύπους. «Οι μεγάλοι ποταμοί αποτελούν τους αυτοκινητόδρομους, μέσω των οποίων τα απόβλητα οδηγούνται προς τη θάλασσα». Παρ’ όλη την επεξεργασία των λυμάτων, εξακολουθούν να περιέχουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις φωσφόρου ή αζώτου από το νερό του ποταμού. Όταν η στάθμη του νερού πέφτει, η συγκέντρωση αυτών των ουσιών αυξάνεται με αποτέλεσμα να επηρεαστεί η τιμή του PH και του οξυγόνου του νερού, κάτι που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο των υδρόβιων οργανισμών.

Η πρόληψη του φαινομένου είναι η μοναδική λύση, σύμφωνα με την ερευνήτρια Ρέσιντ. Τα μέτρα που σχεδιάζονται τώρα θα πρέπει να καλύπτουν μελλοντικές κλιματικές συνθήκες. Δεξαμενές νερού, φύτευση δέντρων κοντά σε υδάτινες περιοχές, είναι μερικά από τα μέτρα που προτείνει η ερευνήτρια, η οποία δεν περιορίζεται μόνο σε αυτά. Συστήνει τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μετάβαση σε φιλικά προς το κλίμα μέσα μεταφοράς, μείωση της υπερκατανάλωσης τροφίμων και εξοικονόμηση ενέργειας για όλους.

Πηγή: Deutsche Welle, Demy Becker (επιμέλεια: Ιωσηφίνα Τσαγκαλίδου)