Η καύση ορυκτών καυσίμων προκάλεσε το 86% όλων των εκπομπών CO₂ (διοξείδιο του άνθρακα) τα τελευταία δέκα χρόνια. Παρά το γεγονός ότι αποτελεί τον κύριο υπαίτιο της παγκόσμιας θέρμανσης, ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ελάχιστα αναφέρθηκαν στα επίσημα κείμενα των προηγούμενων Συνόδων Κορυφής για το Κλίμα.

Αυτό άλλαξε στην COP26 τον Νοέμβριο του 2021, όπου υπεγράφη το «Σύμφωνο της Γλασκώβης». Η συμφωνία περιείχε την πρώτη αναγνώριση του πρωταγωνιστικού ρόλου των ορυκτών καυσίμων στην κλιματική αλλαγή. Επίσης, προέτρεπε τα κράτη να καταργήσουν σταδιακά τα μέτρα που επιδοτούν την εξόρυξη ή την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων και να «κλείσουν» σταδιακά την παραγωγή ενέργειας από άνθρακα.

Με την έναρξη της COP27, εχθές στην Αίγυπτο, ήρθε η ώρα για μια επικαιροποίηση της προόδου. Αλλά δυστυχώς, τα νέα δεν είναι καλά. Η ενεργειακή κρίση και οι καθυστερημένες αντιδράσεις των κυβερνήσεων σε όλο τον κόσμο, έχουν καταστήσει πιο δύσκολη την επίτευξη των στόχων του Συμφώνου για τον τερματισμό της κυριαρχίας των ορυκτών καυσίμων.

[διαβάστε εδώ το άρθρο μας για την COP27 και την ματαιότητα των προσπαθειών μας]

Η σημερινή δυσχερής κατάσταση είναι ίσως η πρώτη του είδους της, στην οποία οι τιμές όλων των ορυκτών καυσίμων έχουν εκτοξευθεί. Αυτό με τη σειρά του έχει αυξήσει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.

Η Ευρώπη έπρεπε να προσαρμοστεί γρήγορα στον πόλεμο της Ρωσίας, αφού αυτή χρησιμοποιεί τις εξαγωγές φυσικού αερίου ως «όπλο» μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Καθώς το Κρεμλίνο έκοψε τις προμήθειες φυσικού αερίου από τους αγωγούς, οι ευρωπαϊκές χώρες έσπευσαν στην παγκόσμια αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και έτσι αύξησαν τις εισαγωγές από χώρες όπως Νορβηγία και Αλγερία.

Αυτή η κίνηση ανέβασε τις τιμές του φυσικού αερίου σε ιλιγγιώδη ύψη και δημιούργησε ένα παγκόσμιο «παζάρι» για το φυσικό αέριο, στο οποίο «παζάρι» οι αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές χώρες αγοράζουν υψηλά αποθέματα, δημιουργώντας μεγάλη κρίση σε χώρες όπως το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, αφού τους αφήνουν εκτός «παιχνιδιού». Δηλαδή, χωρίς ενέργεια.

Όμως, ακόμα και έτσι, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες καταβάλλουν ισχυρές προσπάθειες να έχουν απόθεμα ενέργειας για να κρατήσουν «τα φώτα αναμμένα» στις πόλεις τους, και ορισμένες από αυτές καταφεύγουν στο πιο ρυπογόνο από όλα τα ορυκτά καύσιμα: τον άνθρακα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΔΟΕ) αναμένει ότι το 2022, η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα θα φτάσει το ιστορικό υψηλό του 2013.

Εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας στην Βουλγαρία (φωτ.: Viktor Kiryanov / Unsplash)

Στην Ε.Ε., η ζήτηση άνθρακα (κυρίως από τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας) αναμένεται να αυξηθεί κατά 6,5%. Εάν συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις της ζήτησης, η παγκόσμια κατανάλωση άνθρακα θα είναι μόλις 8,7% χαμηλότερη το 2030 από ό,τι ήταν το 2021. Όμως για την επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών έως το 2050, θα πρέπει να είναι κατά 32% χαμηλότερη.

Ο Οργανισμός Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών και οι σύμμαχοί του (ΟΠΕΚ+), κυρίως η Ρωσία, αποφάσισαν πρόσφατα να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου κατά 2 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως σε μια προσπάθεια να αυξήσουν τις τιμές του πετρελαίου. Αν και ο ΟΠΕΚ+ δικαιολογεί την απόφασή του λέγοντας ότι προβλέπει μια παγκόσμια ύφεση που θα μπορούσε να προαναγγείλει μια επανάληψη των καταρρεύσεων των τιμών του πετρελαίου του 2008, του 2014 και του 2020, η Ε.Ε. και οι Η.Π.Α. έχουν καταγγείλει την κίνηση αυτή ως πολιτικά υποκινούμενη.

Για να μειώσουν τις υψηλές τιμές των ορυκτών καυσίμων, οι κυβερνήσεις παγκοσμίως καταφεύγουν σε επιδοτήσεις προς τους πολίτες, που είχαν συμφωνήσει να τις καταργήσουν σταδιακά. Οι επιδοτήσεις αυτές μειώνουν το κόστος των καυσίμων για τους καταναλωτές, καθορίζοντας την τιμή στις αντλίες βενζίνης. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν δόθηκαν επιδοτήσεις, η τιμή του πετρελαίου/βενζίνης αυξήθηκε ή παρέμεινε στις ίδιες υψηλές τιμές, χωρίς να δοθεί μια ουσιαστική κρατική βοήθεια προς τους πολίτες.

Μετά από μια αξιοσημείωτη πτώση το 2020, οι επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων αυξήθηκαν το 2021. Η ενεργειακή κρίση, προκάλεσε νέα απότομη αύξηση το 20202 σύμφωνα με την εκτίμηση του Διεθνή Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ). Στο παρελθόν, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες επικρίθηκαν για τη χρήση αυτών των δημοσιονομικών εργαλείων, και όχι μόνο για την επιδότηση της καύσης ορυκτών καυσίμων. Τώρα, οποιαδήποτε τέτοια κριτική ακούγεται «παράλογη», αφού ο κόσμος χρειάζεται πετρέλαιο για να αντιμετωπίσει τον χειμώνα, άρα ορυκτά καύσιμα.

Εργοστάσιο ορυκτών καυσίμων

Οι Η.Π.Α. και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι στην COP26 δεσμεύτηκαν να δράσουν άμεσα για την εξάλειψη της ενέργειας από άνθρακα, προβάλλοντας το φυσικό αέριο ως «χρήσιμο μεταβατικό καύσιμο». Όμως τώρα η Ευρώπη περιορίζει την πρόσβασή σε εναλλακτικές λύσεις, και δημιουργεί αγοραστικό χάσμα με χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής αφού αυτές δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τον ανταγωνισμό της αγοράς, ενώ παράλληλα θέτει σε λειτουργία τους δικούς της σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα ή παρατείνει τη διάρκεια ζωής των σταθμών που ήδη λειτουργούν.

Επίσης, οι δυτικοί ηγέτες έχουν επικρίνει την Κίνα και την Ινδία επειδή αγοράζουν περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, χρηματοδοτώντας κατά κάποιον τρόπο την εισβολή του Πούτιν. Αλλά από την έναρξη του πολέμου, η Ρωσία έχει κερδίσει 108 δισεκατομμύρια ευρώ από τις πωλήσεις ορυκτών καυσίμων μόνο στην Ε.Ε., που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 50%  των εσόδων της χώρας από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Ενώ οι ροές από αγωγούς από τη Ρωσία προς την Ε.Ε. έχουν μειωθεί σημαντικά, οι ρωσικές εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου έχουν στην πραγματικότητα αυξηθεί. Η μειωμένη ζήτηση φυσικού αερίου στην Κίνα (λόγω των συνεχιζόμενων περιορισμών COVID-19) είναι μια «σωτήρια» κατάσταση, που επέτρεψε στην Ευρώπη να γεμίσει τις δεξαμενές αποθήκευσής της πριν από τον χειμώνα.

Ένα χρόνο μετά την υπογραφή του «Συμφώνου της Γλασκώβης» για το κλίμα, οι δεσμεύσεις και οι υποσχέσεις για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα έχουν υποχωρήσει. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, θα μπορούσε να επιτάχυνε τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντί για κρίση των τιμών της ενέργειας, ο κόσμος αντιμετωπίζει κρίση στις τιμές των ορυκτών καυσίμων.

Ο ΙΕΑ αναμένει ότι η ζήτηση για ορυκτά καύσιμα θα κορυφωθεί τα επόμενα πέντε χρόνια, χάρη σε προγράμματα όπως το σχέδιο RePowerEU της Ε.Ε., ο νόμος για τη μείωση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και το σχέδιο «πράσινου μετασχηματισμού» της Ιαπωνίας, τα οποία παρέχουν κίνητρα για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Όμως, παρά αυτές τις παρεμβάσεις, οι σημερινές πορείες εκπομπών προβλέπουν αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,6°C έως το 2100, δηλαδή πολύ πάνω από τους στόχους της «Συμφωνίας του Παρισιού» στην COP21 του 2015.

Οι διαπραγματεύσεις στην COP27 που διεξάγεται αυτές τις μέρες, θα πρέπει να γίνουν με πλήρη συνειδητοποίηση ότι τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να βγουν εκτός από την «εξίσωση» της παγκόσμιας ενέργειας αν δεν πάρουν δραστικά μέτρα. Οι κυρίαρχες χώρες πρέπει να αναλάβουν ηγετικό ρόλο στη σταδιακή κατάργησή τους, ώστε να επιτραπεί στις υπόλοιπες χώρες να προσαρμοστούν με βραδύτερο ρυθμό στη νέα κατάσταση. Αυτό είναι το κλειδί για μια δίκαιη μετάβαση από τα καύσιμα που οδηγούν στην κλιματική κρίση, σε μια βιώσιμη κατοίκηση στον πλανήτη μας.