Αν και έχουν περάσει ακριβώς 38 χρόνια από το πυρηνικό δυστύχημα του Chernobyl, η έκθεση στη ραδιενεργή ακτινοβολία συνεχίζει, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, να αποτελεί μια βαριά κληρονομιά για τα δέντρα της περιοχής.
Αμερικανοί, Ουκρανοί και Γάλλοι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τιμ Μουσό του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας, διαπίστωσαν ότι οι χειρότερες συνέπειες καταγράφηκαν κατά τα πρώτα χρόνια μετά το συμβάν, όμως μέχρι σήμερα τα δέντρα που έχουν επιβιώσει, ειδικά τα νεότερα, συνεχίζουν να είναι ευάλωτα σε περιβαλλοντικές συνέπειες, όπως η ξηρασία.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε προ ετών στο επιστημονικό περιοδικό «Trees» κι είναι η μεγαλύτερη του είδους της (περιέλαβε πάνω από 100 δέντρα, κυρίως πεύκα, σε 12 διαφορετικά σημεία), έρχεται να επιβεβαιώσει τις διαπιστώσεις προηγούμενων μελετών, που είχαν γίνει σε πολύ μικρότερα δείγματα δέντρων της περιοχής.
Συμφωνούν επίσης με άλλες επιστημονικές αναφορές για τις γενετικές επιπτώσεις της ραδιενέργειας στα δέντρα, όπως για τον θάνατο του λεγόμενου «κόκκινου δασούς», δηλαδή πεύκα που καταστράφηκαν πολύ γρήγορα και έγιναν κόκκινα αμέσως μετα το δυστύχημα.
«Πολλά δέντρα εμφανίζουν ιδιαίτερα αφύσικες μορφές ανάπτυξης λόγω των συνεπειών των μεταλλάξεων και του κυτταρικού θανάτου, εξαιτίας της έκθεσής τους στην ακτινοβολία», δήλωσε ο Μουσό, προσθέτοντας πως «μέχρι σήμερα η πιο μεγάλη μελέτη αφορούσε μόνο εννέα δέντρα και είχε εστιαστεί κυρίως στις επιπτώσεις της ραδιενέργειας στη δομή του ξύλου και όχι στην ανάπτυξή τους».
Η ομάδα του Μουσό, η οποία από το 1999 διεξάγει επιτόπιες έρευνες στην ζώνη αποκλεισμού των 30 χιλιομέτρων γύρω από το κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο, κάνει ανάλογη έρευνα γύρω από το άλλο μεγάλο πυρηνικό ατύχημα της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, όπου πάντως, σύμφωνα με τις πρώτες παρατηρήσεις, η επίπτωση στα δέντρα φαίνεται να είναι μικρότερη σε σχέση με το ατύχημα του ουκρανικού πυρηνικού σταθμού.
«Αντιθέτως, έχουμε παρατηρήσει σημαντική καταστροφή κλαδιών και βλαστών σε κάποιες περιοχές, που υποδηλώνει την ύπαρξη επιπτώσεων στην ανάπτυξη των δέντρων», καταλήγει ο Μουσό.
Πάντως, τα σκυλιά του Τσερνόμπιλ εξακολουθούν να περιφέρονται ανάμεσα στα εγκαταλελειμμένα, σαπισμένα από τον καιρό, κτήρια, μέσα και γύρω από τις εγκαταστάσεις του πυρηνικού εργοστασίου στο Πρίπιατ της σημερινής Ουκρανίας, καταφέρνοντας να τρέφονται, να αναπαράγονται και εντέλει να επιβιώνουν κάλλιστα υπό αφιλόξενες και άκρως ραδιενεργές συνθήκες.
Οι επιστήμονες προσπαθούσαν επί χρόνια να κατανοήσουν πώς επιβίωσαν αυτά τα ζώα σε τόσο υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας. Και τώρα ανακάλυψαν ότι τα σκυλιά αυτά μεταλλάχθηκαν προκειμένου να προσαρμοστούν. Τα μέλη της επιστημονικής ομάδας που μελέτησαν επί χρόνια τα αδέσποτα του Τσερνόμπιλ παρατήρησαν ότι αυτά δεν ζουν σε αγέλες, όπως οι λύκοι ή τα άγρια σκυλιά, προτιμούν όμως να ζουν το ένα κοντά στο άλλο.
Οι επιστήμονες φιλοδοξούν πλέον πως η μελέτη των σκυλιών αυτών μπορεί να διδάξει στους ανθρώπους νέους τρόπους επιβίωσης στα σκληρότερα, πιο εκφυλισμένα, έως και ραδιενεργά, περιβάλλοντα.
Chernobyl, το μεγαλύτερο καταφύγιο άγριας ζωής
Στα θετικά, να επισημάνουμε ότι ο τόπος τέλεσης μιας εκ των μεγαλύτερων περιβαλλοντικών καταστροφών του 20ου αιώνα, πλέον αποτελεί το μεγαλύτερο καταφύγιο άγριας ζωής σε όλη την Ευρώπη.
Αυτό ισχυριζεται ένα νέο βιβλίο με τίτλο «Μια Φυσική Ιστορία του Τσερνόμπιλ» της αμερικανίδας δημοσιογράφου κι ερευνήτριας Μέρι Μίτσιο που υποστηρίζει πως η έλλειψη ανθρωπίνων δραστηριοτήτων έχει βοηθήσει αρκετούς έμβιους οργανισμούς όχι μόνο να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν, αλλά και να ζουν σε απόλυτη αρμονία με το –ραδιενεργά επιβαρημένο- περιβάλλον.
Στο πλευρό της συντάσσεται κι ο δόκτωρ Σεργκέι Γκάστσακ από το Κέντρο Τσερνομπίλ στην Ουκρανία, ο οποίος εδώ και πολλα χρόνια φωτογραφίζει –είτε μόνος του, είτε με τη βοήθεια φωτογραφικών μηχανών που έχει στήσει σε διάφορα σημεία του δασούς γύρω από το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο- την τοπική πανίδα.
Οι φωτογραφίες του γιατρού, ο οποίος τραβάει με τη κάμερά του από το 1995, δίνουν στον θεατή μια γεύση από τις δραστηριότητες πολλών ειδών ζώων μέσα στην «Νεκρή Ζώνη», όπως αποκαλείται πλέον η περιοχή ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Λευκορωσία που είναι πλέον κλειστή προς ανθρώπινη κατοίκηση, μετα το χειρότερο πυρηνικό ατύχημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, τον Απρίλιο του 1986 στο εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ.
Μπορεί λοιπόν πάνω από 300.000 άνθρωποι να αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή λόγω της ραδιενέργειας και περίπου έξι εκατομμύρια άλλοι να επλήγησαν βαθύτατα, όμως τα ζώα που έμειναν στον μολυσμένο αυτό βιότοπο, όχι μόνο προσαρμόστηκαν καλύτερα απ’ τους ανθρώπους, αλλά πολλαπλασιάστηκαν.
Η επιστημονική μελέτη του καθηγητή Τίμοθι Μουσό από το πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας και του δόκτορα Άντερς Μόλερ από το πανεπιστήμιο Paris-Sud υποστήριζε πως η ακτινοβολία που διέρρευσε από τον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσέρνομπιλ επηρέαζε τη ζωή των έμβιων οργανισμών που ζουν στην περιοχή, καθώς είχε παρατηρηθεί μείωση του αριθμού των πουλιών, των αραχνών, των μελισσών, των πεταλούδων και άλλων οργανισμών, ωστόσο ο Γκάστσακ διαφωνεί λέγοντας πως «όλη η άγρια ζωή εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε υπό την επίδραση της ακτινοβολίας, συνεπώς εξελίχτηκαν σε αυτούς τους οργανισμούς μηχανισμοί αντίστασης και ανάκαμψης, ώστε να επιβιώσουν σε αυτές τις συνθήκες. Μετά το ατύχημα, η επίπτωση της ακτινοβολίας ξεπέρασε τις ικανότητες των οργανισμών, αλλά μετά από δέκα χρόνια η ακτινοβολία υποχώρησε κατά 100 έως 1.000 φορές».
Από την καταστροφή του 4ου αντιδραστήρα, περισσότεροι από 300.000 άνθρωποι εκκενώθηκαν από μια ζώνη κατά προσέγγιση 18 μιλίων.
Πενήντα χιλιάδες άνθρωποι εκκενώθηκαν ακριβώς από την κωμόπολη Pripyat, μετατρέποντας την σε εγκαταλειμμένη πόλη, ουσιαστικά μέσα σε μια μόλις νύχτα.
Ο απολογισμών των θυμάτων από την καταστροφή του Τσέρνομπιλ δεν είναι καλά τεκμηριωμένος. Επίσημα, υπήρξαν 56 μοιραία περιστατικά, κυρίως από δηλητηρίαση λόγω ακτινοβολίας αμέσως μετά από το γεγονός.
Εντούτοις, η κάλυψη του γεγονότος από τις σοβιετικές αρχές έχει προκαλέσει πολλές εικασίες για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του γεγονότος. Οι αυξήσεις των καρκίνων και των γενετικών παραμορφώσεων έχουν αποδοθεί στην καταστροφή του Τσέρνομπιλ αλλά δεν έχουν τεκμηριωθεί ποτέ επιστημονικά.
Λόγω των ενεργειακών απαιτήσεων, οι εγκαταστάσεις του Τσέρνομπιλ, οι τρεις εναπομείναντες αντιδραστήρες λειτούργησαν για περισσότερο από 14 έτη έως ότου απενεργοποιήθηκαν το Δεκέμβριο του 2000. Οι εγκαταστάσεις σχεδιάζεται να διαλυθούν και να απομακρυνθούν τα ίχνη τους μέχρι το έτος 2065.