Ως ένας από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς για τους Έλληνες που επισκέπτονται την Κρήτη έχουν αναδειχθεί τα Αστερούσια Όρη, που αποτελούν και τη νοτιότερη ελληνική οροσειρά.
Ήδη, βάσει των στοιχείων της Περιφέρειας, αλλά και των όμορων Δήμων, υπάρχει ήδη σημαντική κινητικότητα σε κρατήσεις και για τους φθινοπωρινούς μήνες, ιδίως από Έλληνες επισκέπτες που ανακαλύπτουν ένα διαφορετικό μοντέλο διακοπών στην Κρήτη. Μάλιστα, όπως έχει αναφέρει ο Περιφερειάρχης Κρήτης Σταύρος Αρναουτάκης, στρατηγικός στόχος της Περιφέρειας Κρήτης είναι τα Αστερούσια Όρη να αποτελέσουν ένα μοντέλο βιώσιμης και ισόρροπης ανάπτυξης καθώς και έναν σταθερό πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό για όλο τον χρόνο.
«Σε πλήρη αντιστοίχιση με τις συντονισμένες προσπάθειες που υλοποιεί η περιφερειακή αρχή για προσέλκυση ποιοτικού τουρισμού αλλά και επέκταση της τουριστικής περιόδου στο νησί, στοχεύουμε στην καθιέρωση των Αστερουσίων ως ενός τόπου που θα είναι συνώνυμο του αειφόρου τουρισμού της υπαίθρου. Τα Αστερούσια διαθέτουν τον φυσικό και πολιτιστικό πλούτο, την ιστορία, το κάλλος και το ανθρώπινο δυναμικό προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω αυτός ο τουρισμός και να ευδοκιμήσει καθόλη τη διάρκεια του χρόνου, αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Μαυρογιάννης, πρόεδρος της Αναπτυξιακής Ηρακλείου, που έχει υπό την ευθύνη της την υλοποίηση δράσεων και προγραμμάτων για την ανάπτυξη των Αστερουσίων.
Τονίζεται ότι ήδη στα Αστερούσια έχουν αναπτυχθεί διαφορετικές μορφές τουρισμού, όπως ο αγροτουρισμός, ο ιππικός τουρισμός, ο αναρριχητικός τουρισμός, ο περιπατητικός τουρισμός, ο ιαματικός τουρισμός, ο πολιτιστικός, ο θρησκευτικός και αρχαιολογικός τουρισμός. Παράλληλα, και χάρη στο μεγάλο παράκτιο μέτωπο που περιλαμβάνει μοναδικές παραλίες, έχουν αναπτυχθεί και διαφορετικές μορφές θαλάσσιου τουρισμού, όπως ο καταδυτικός.
Μάλιστα, η ένταξη των Αστερουσίων στο Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας του Προγράμματος Άνθρωπος και Βιόσφαιρα της UNESCO, εκτός από την διεθνή αναγνωρισιμότητα της περιοχής, στοχεύει στην προώθηση, ενίσχυση και συντονισμό αυτών των δραστηριοτήτων και στη σύνδεση των οικοτουριστικών δραστηριοτήτων με τα πολιτιστικά – θρησκευτικά δρώμενα της περιοχής και τα ιστορικά μνημεία της περιοχής.
Επισημαίνεται ότι η περιοχή που εντάχθηκε στο δίκτυο της UNESCO αποτελεί μια έκταση 367 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία περιλαμβάνει επτά αρχαιολογικούς χώρους, τρεις περιοχές Natura, χαράδρες, φαράγγια, βουνοκορφές, παραλίες, χιλιόμετρα μονοπατιών, πάνω από 192 καταγεγραμμένα είδη φυτών, μία εξαιρετική βιόσφαιρα σε απόλυτη αρμονία με την φυσική παρουσία, τους οικισμούς και την άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Παράλληλα, πέρα από τη χερσαία έκταση περιλαμβάνεται και μια τεράστια παράκτια έκταση, η λεγομένη ελληνική τάφρος, το βαθύτερο τμήμα της Μεσογείου, με σπάνια είδη (φυσητήρες, φώκιες μονάχους μονάχους, δελφίνια).
ΑΠΕ-ΜΠΕ