Η φετινή κατανομή των επιδομάτων Χριστουγέννων θα πραγματοποιηθεί με περιορισμένο και επιλεκτικό τρόπο, καθώς τα ποσά που θα διατεθούν θα είναι μικρά και θα προέρχονται από τα υπερκέρδη των ενεργειακών εταιρειών. Συγκεκριμένα, οι συνταξιούχοι που θα λάβουν εφάπαξ ποσά από 100 έως 200 ευρώ είναι αυτοί που έχουν «προσωπική διαφορά» και δεν θα δουν αύξηση στη σύνταξή τους το νέο έτος, καθώς και οι ανασφάλιστοι ηλικιωμένοι άνω των 67 ετών που λαμβάνουν επίδομα 400 ευρώ μεικτά από τον ΟΠΕΚΑ.

Το συνολικό κονδύλι που έχει προγραμματιστεί για την καταβολή των επιδομάτων αναμένεται να κυμανθεί κάτω από τα 250 εκατομμύρια ευρώ, μειωμένο από τα 300 εκατομμύρια που επιβλήθηκαν στις πετρελαϊκές εταιρείες. Παρά την πρόθεση της κυβέρνησης να χορηγήσει επίδομα 200 ευρώ στους φτωχούς ανασφάλιστους, οι φτωχοί ασφαλισμένοι δεν θα λάβουν καμία ενίσχυση. Αυτή η ανισότητα είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, καθώς οι ασφαλισμένοι συνταξιούχοι λαμβάνουν λιγότερα από τους ανασφάλιστους, παρά το γεγονός ότι έχουν πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές για 30 ή 31 χρόνια.

Ειδικότερα, οι συνταξιούχοι του πρώην ΟΓΑ, κυρίως εκείνοι που γεννήθηκαν το 1952 και το 1953, καθώς και άλλοι φτωχοί συνταξιούχοι του αστικού τομέα, δεν θα λάβουν καμία ενίσχυση. Από την κατάργηση του ΕΚΑΣ, η κατάσταση έχει επιδεινωθεί, καθώς δεν υπάρχει πλέον κατώφλι προστασίας από τη φτώχεια.Επιπλέον, οι άνεργοι με οικογένειες αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, καθώς καλούνται να ζήσουν με το επίδομα των 471 ευρώ το μήνα από τη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), ενώ πολλοί από αυτούς δεν επιδοτούνται καν αν είναι άνεργοι για περισσότερο από 12 μήνες. Αντίθετα, οι δικαιούχοι του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος θα δουν αύξηση 15,7% από την 1η Ιανουαρίου 2025.

Τα ποσά για την εφάπαξ ενίσχυση προέρχονται από την έκτακτη φορολογία των εταιρειών ενέργειας. Αυτή η διαδικασία εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αναδιανομή εισοδήματος. Οι ενεργειακές εταιρείες έχουν κερδίσει υπερβολικά ποσά—περίπου 1 δισεκατομμύριο ευρώ το 2023—ενώ η κυβέρνηση εισπράττει μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτών των κερδών.

Η πολιτική αυτή φαίνεται να ευνοεί τις εταιρείες ενέργειας σε βάρος των καταναλωτών, καθώς η αύξηση των τιμών μετακυλίεται στην αγορά και τροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Αυτό έχει σοβαρές συνέπειες για τους καταναλωτές και ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τα κρατικά έσοδα μέσω ΦΠΑ. Η εξάρτηση από έκτακτους φόρους δεν αποτελεί ένδειξη υγιούς οικονομίας και υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο βιώσιμη και δίκαιη οικονομική πολιτική.

Η κατάσταση αυτή απαιτεί επείγουσες μεταρρυθμίσεις στο σύστημα επιδομάτων και κοινωνικής στήριξης ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πιο ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας δεν θα αποκλείονται από την απαραίτητη στήριξη κατά τη διάρκεια δύσκολων περιόδων.

*Πηγή: iEidiseis