Όταν το όνομα «Ζορμπάς» ακούγεται σε μια συζήτηση, συνήθως έρχονται στον νου ένας μεγάλος συγγραφέας, δύο τοπωνύμια και ένας χορός: Καζαντζάκης, Κρήτη, Μάνη, συρτάκι. Κι όμως. Ο Ζορμπάς την Κρήτη ουδέποτε την επισκέφτηκε. Και το σίγουρο είναι ότι δεν είχε χορέψει ποτέ συρτάκι. Πέθανε τον Σεπτέμβρη του 1941 και ο συγκεκριμένος χορός γεννήθηκε πάνω από 20 χρόνια αργότερα, το 1964, ειδικά για την ταινία «Ζορμπάς ο Έλληνας», αναφέρει το εκτενές αφιέρωμα του ΑΠΕ.
Γεννημένος και μεγαλωμένος σε μακεδονίτικη γη, όταν μεράκλωνε ο Ζορμπάς χόρευε πιθανότατα ζεϊμπέκικο -ή τα δημοτικά της Μακεδονίας. Κι αν τραγουδούσε κιόλας, πώς να ήταν άραγε η φωνή του; Ποια φωνή θα ταίριαζε στον άντρα, που ο Νίκος Καζαντζάκης τον φαντάστηκε -ή τον κατέγραψε, ποιος ξέρει;- να λέει «Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο»;
Ίσως πολλοί ξεχνούν -ή δεν γνωρίζουν- τις μακροχρόνιες σχέσεις του Ζορμπά με τη βόρεια Χαλκιδική, όπου έζησε σχεδόν το ένα τρίτο της ζωής του. Επί 22 ολόκληρα χρόνια, ο Ζορμπάς πάλευε πάνω στα χώματα και μέσα στα σπλάχνα της χαλκιδικιώτικης γης, κυρίως ως μεταλλωρύχος. Μιναδόρος (εξειδικευμένος στις εκρηκτικές ύλες και τα φουρνέλα), «λαγουμιτζής», ανιχνευτής και «διαλεχτής» στο μετάλλευμα, ξυλοδέτης και κάποτε σταβλίτης και βοσκός, τριγύριζε καθημερινά στα κατάφυτα μονοπάτια του τρίτου «ποδιού» της Χαλκιδικής, άλλοτε πηγαίνοντας προς το μεταλλείο του Μάντεμ Λάκκου κι άλλοτε καθοδηγώντας το κοπάδι με τα ζωντανά στη διαδρομή προς το Κάστρο Νέπωσι, μέσα σε οργιώδη βλάστηση. Το όνομα του Ζορμπά ήταν Γιώργης, όχι Αλέξης. Κι ενώ ο Καζαντζάκης τού άλλαξε βαφτιστικό στο μυθιστόρημά του, κράτησε το επώνυμο: Ζορμπάς, πιθανώς προερχόμενο ετυμολογικά από τη λέξη «ζορμπαλίκι», που προσδιορίζει την αυθαιρεσία και την αυταρχική συμπεριφορά.
Πώς βρέθηκε ο Ζορμπάς στη Χαλκιδική;
Στο Παλαιοχώρι Χαλκιδικής, σε απόσταση περίπου 80 χιλιομέτρων από τις Καρυές του Αγίου Όρους, στέκεται μέχρι τις μέρες μας το διώροφο σπίτι όπου ο Ζορμπάς έζησε με την οικογένειά του. Το σπίτι στόχος είναι να μετατραπεί σε μουσείο, με τη βοήθεια της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Εικονικής Πραγματικότητας. Πριν όμως φτάσουμε εκεί, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πώς βρέθηκε ο Ζορμπάς στη Χαλκιδική; Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο ογδονταδυάχρονος Γιώργος Στασινάκης, ιδρυτής και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη (ΔΕΦΝΚ) που διαμένει στη Γενεύη, και συγγραφέας του βιβλίου «Καζαντζάκης – Ζορμπάς: Μια αληθινή φιλία» («Καστανιώτης», 2017), ο Γιώργης γεννήθηκε στο Καταφύγι Κοζάνης (εγγραφή της γέννησής του υπάρχει στο Βιβλίο Μητρώου Αρρένων της εκεί κοινότητας, που διεσώθη από την πυρπόληση του χωριού από τους Γερμανούς το 1943).
Ο πατέρας του λεγόταν Φώτης και η μητέρα του Ευγενία. Ο Φώτης Ζορμπάς, που έζησε για χρόνια στον Κολινδρό Πιερίας και σχημάτισε εκεί μεγάλη περιουσία, βρέθηκε σε αντιδικία με έναν Τούρκο και αναγκάστηκε να φύγει για το ορεινό Καταφύγι, αλλά δεν ήταν να «ριζώσει». Ξανάφυγε, αυτή τη φορά για ένα πνευματικό «καταφύγι», το Άγιον Όρος, όπου έγινε καλόγερος. Ο έφηβος Γιώργης ανέλαβε τότε τη φροντίδα των γιδοπροβάτων της οικογένειας, κάτι που έκανε μέχρις ότου μια ασθένεια αποδεκάτισε το κοπάδι, στερώντας τους Ζορμπάδες από ένα βιοποριστικό μέσο. Το 1887, σε ηλικία 22 ετών, ο Ζορμπάς αποφασίζει να κυνηγήσει αλλού την τύχη του. Έχει ακούσει ότι στα Μαντεμοχώρια στη Χαλκιδική μπορείς να σχηματίσεις κομπόδεμα εργαζόμενος στα μεταλλεία σιδηροπυρίτη, αργύρου, ψευδάργυρου και μολύβδου, και έτσι μαζί με άλλους συμπατριώτες του αποφασίζει να φύγει για εκεί.
Όταν έκανε τα πρώτα βήματα για να βρεθεί από τα βουνά της δυτικής Μακεδονίας στα απλωμένα στη θάλασσα «δάχτυλα» της Χαλκιδικής, μετά από πεζοπορία πολλών ημερών, πιθανώς δεν φανταζόταν ότι θα μείνει εκεί για 22 χρόνια. Και σίγουρα δεν μπορούσε να προβλέψει ότι η διαδρομή αυτή θα τον έφερνε εγγύτερα γεωγραφικά -παρότι σε διαφορετικό χρόνο- στη σημαντικότερη φιλία της ζωής του: στο Άγιον Όρος γνωρίζει πολλά χρόνια μετά, τον Νίκο Καζαντζάκη, που -σύμφωνα με τον κ.Στασινάκη- βρίσκεται τότε στην Αθωνική Πολιτεία μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό, για να αναζητήσουν «τις ρίζες της θρησκείας».
Της έναρξης της φιλίας με τον Καζαντζάκη προηγήθηκε μια άλλη σημαντική σχέση στη ζωή του Ζορμπά. Το μεταλλείο στη Στρατονίκη, όπου ζήτησε δουλειά ο Γιώργης, το εκμεταλλευόταν τότε γαλλική εταιρεία, ενώ το διηύθυνε ο αρχιεργάτης Γιάννης Καλκούνης. «Ο γερο-Καλκούνης του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, μέχρι που ο Γιώργης ερωτεύτηκε την 15χρονη κόρη του Ελένη, την άφησε έγκυο και την “έκλεψε” . Ο Ζορμπάς αναγκάστηκε τότε να φύγει από το μεταλλείο, για να γλιτώσει την οργή του πεθερού του. Εγκαταστάθηκε λοιπόν στο κοντινό Παλαιοχώρι, όπου δούλεψε ως σιδεράς. Κάποια στιγμή, ο γερο-Καλκούνης σκοτώθηκε σε ατύχημα στο μεταλλείο και το ζευγάρι επέστρεψε στην περιοχή, όπου ο Ζορμπάς αντικατέστησε τον πεθερό του ως αρχιεργάτης. Με την Ελένη έκαναν 10 παιδιά. Τα πρώτα ήταν δίδυμα αγόρια: το ένα βαφτίστηκε Ανδρέας και το άλλο πέθανε βρέφος. Ακολούθησαν οι Βαγγέλης, Ανδρονίκη, Νίκος, Αλέξης, Αναστασία, Φιλλιώ, Μανώλης και Κατίνα, λέει ο Καλαματιανός Γιώργος Στασινάκης, ο οποίος σημειωτέον, εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος στον CERN για 35 χρόνια.
Η πρώτη 15ετία του ελπιδοφόρου νέου αιώνα όμως, συμπεριλαμβανομένων των ετών των Βαλκανικών πολέμων, δεν εξελίχθηκε καλά για τους Ζορμπάδες. Η Ελένη Καλκούνη πέθανε νέα και τα μεταλλεία στο Μάντεμ Λάκκου έκλεισαν. Ο Ζορμπάς βρέθηκε αίφνης αζευγάρωτος, με ένα τσούρμο ανήλικα να φροντίζει, και άνεργος. Μετεγκαταστάθηκε στο Ελευθεροχώρι Πιερίας, όπου έκανε διάφορες δουλειές και τελικά αποφάσισε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του και να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος. Αντ’ αυτού, έγινε …επιχειρηματίας. Όπως λέει ο κ.Στασινάκης, ο Καζαντζάκης συμμετείχε το 1915 σε επιχείρηση εκμετάλλευσης ξυλείας στο Άγιον Όρος, από κοινού με κάποιους Ιωάννη Σκορδίλη και Αντωνάκη Παναγιώτου, για την οποία υπάρχουν κάποια στοιχεία στη Σκήτη του Προδρόμου. Στην επιχείρηση αυτή μπήκε και ο Ζορμπάς. Όταν το όλο εγχείρημα ναυάγησε (ο κ.Στασινάκης αναφέρει γράμμα οκτώ Παλαιοχωρινών εργαζομένων προς τον ηγούμενο της Μονής Αγίου Παύλου, σταλμένo τον Ιανουάριο του 1916, όπου έγραφαν «ο κύριος Νικολάκης Καζαντσάκης, ο κύριος Ιοάννης Σκορδίλοις και ο κύριος Αντωνάκης Παναγιότου» δεν τους πληρώνουν), οι δύο άντρες αποφάσισαν να δοκιμάσουν ξανά την τύχη τους, αυτή τη φορά σε ένα λιγνιτωρυχείο στην Πραστοβά της Δυτικής Μάνης, το 1916- 1917.
Ο Ζορμπάς φτάνει πρώτος στην Πραστοβά, κοντά στη Στούπα, και οι κάτοικοι της μεσσηνιακής Μάνης τον θυμούνται ως άνθρωπο γλεντζέ και δουλευταρά. Από τη Στούπα περνούν εκείνο το διάστημα μορφές της διανόησης που μάλλον δεν τις βλέπεις συχνά σε ορυχείο: Άγγελος Σικελιανός, Μαρίκα Κοτοπούλη, Κυβέλη… Κι αυτό το εγχείρημα όμως, καταλήγει «στα βράχια».Ο συγγραφέας και ο μεταλλωρύχος παραμένουν όμως δεμένοι κι ο κοινός δρόμος τους τούς οδηγεί στον Καύκασο, όπου ο Καζαντζάκης, ως γενικός διευθυντής του νεοσύστατου τότε Υπουργείου Περιθάλψεως, αναλαμβάνει το 1919 την αποστολή επαναπατρισμού 150.000 Ποντίων. Αυτή είναι η τελευταία φορά που συναντιούνται. Έκτοτε ανταλλάσσουν μόνο γράμματα, όπως επισημαίνει ο κ.Στασινάκης, ο οποίος είχε πρωτακούσει για τον Καζαντζάκη μαθητής στο «Δελασάλ» και όταν εξέφρασε την επιθυμία να διαβάσει τα έργα του, αντιμετώπισε αντιδράσεις. Τα βιβλία του τα αγόρασε όλα -και τα ξεκοκκάλισε- ων φοιτητής πολιτικών επιστημών και νομικής στη Γαλλία.
Γιώργη Ζορμπά, πότε συνάντησες για τελευταία φορά τον Νίκο Καζαντζάκη;
Η Χαλκιδική λοιπόν είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία του Ζορμπά, που έζησε εκεί κρίσιμες δεκαετίες της ζωής του. Και το τελευταίο διάστημα γίνεται προσπάθεια, ώστε οι επισκέπτες του Παλαιοχωρίου να μπορούν όχι απλά να επισκεφτούν το σπίτι όπου έζησε με την οικογένειά του, αλλά και να «συνομιλήσουν» με τον Γιώργη Ζορμπά, ζητώντας πληροφορίες για τη ζωή του: Πότε μιλήσατε για τελευταία φορά με τον Νίκο Καζαντζάκη; Πώς γνωριστήκατε; Γιατί άλλαξε το όνομά σας ο συγγραφέας; Πως βρεθήκατε στην ορεινή Χαλκιδική και το Παλαιοχώρι; Πώς είναι η ζωή του μεταλλωρύχου; Όπως εξήγησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο μηχανικός ηλεκτρονικών υπολογιστών Βαγγέλης Παπούλιας, μέλος της ομάδας που εκπόνησε τη μουσειολογική μελέτη, αυτές είναι μερικές μόνο από τις 20-30 ερωτήσεις, που θα μπορούν να θέσουν στον Ζορμπά οι επισκέπτες του μουσείου, εφόσον αυτό γίνει όντως πραγματικότητα.
«Θα χρησιμοποιήσουμε φωτογραφίες του Γιώργη Ζορμπά, τις οποίες θα «ζωντανέψουμε» με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης» εξηγεί ο κ.Παπούλιας και προσθέτει πως, στη συνέχεια, ένας ηθοποιός θα δώσει συντονισμένη φωνή και κίνηση στην εικόνα του Ζορμπά, ώστε να απαντάει στις ερωτήσεις των επισκεπτών και επισκεπτριών. Αλήθεια, πώς μπορείς να επιλέξεις τι είδους φωνή θα δώσεις στον Ζορμπά; «Συνήθως συνεργαζόμαστε με ηθοποιούς από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ). Για να αποφασίσουμε ποια φωνή θα ταίριαζε στον Ζορμπά, μπορεί να χρειαστεί να ακούσουμε 10 ή 20 φωνές» προσθέτει. Διευκρινίζει ότι, στο μουσείο, ο Ζορμπάς θα εμφανίζεται ολόσωμος σε οθόνη 86 ιντσών, κάθετα τοποθετημένη και θα χρησιμοποιηθούν και συγκεκριμένα σκηνογραφικά «παιχνίδια», ώστε η εμπειρία του επισκέπτη να είναι ακόμα πιο «ζωντανή». Και αν στο κάτω επίπεδο του μουσείου, η τεχνολογία θα εκφράζεται μέσα από τις λέξεις και την κίνηση του στόματος του μουστακοφόρου Ζορμπά -με τα πυκνά φρύδια, τα σκούρα μάτια και τα παράξενα κουρεμένα μαλλιά- στον πάνω όροφο τον πρώτο λόγο έχουν οι σκηνές από τη ζωή του.
Ο επισκέπτης/τρια θα μπορεί να βρεθεί, τρόπον τινά, στην πραγματική παραλία της Καλογριάς στη Στούπα Μεσσηνίας, όπου ο Ζορμπάς και ο Νίκος Καζαντζάκης έκαναν ατελείωτες κουβέντες που τους ένωσαν περισσότερο ή στη Βόρεια Μακεδονία ή στο νεκροταφείο όπου ετάφη ο Γιώργης. «Για να δημιουργηθεί αυτή η εμπειρία, οι τρεις από τους τέσσερις τοίχους ενιαιοποιούνται σε μια οθόνη προβολής, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνουν το σύνολο του οπτικού πεδίου. Δεν επιλέξαμε τις μάσκες εικονικής πραγματικότητας (VR) για δύο λόγους: αφενός για να αποφύγουμε το αίσθημα ναυτίας, λόγω των headsets, και αφετέρου για λόγους υγιεινής, αφού τα ειδικά γυαλιά θα χρειαζόταν να τα φορούν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι. Η εμπειρία αυτή σχεδιάζεται να προσφέρεται για μικρές, μόνο, ομάδες ανθρώπων, το πολύ δέκα ατόμων κάθε φορά» εξηγεί ο Βαγγέλλης Παπούλιας.
Πόσο κοντά στην πραγματοποίησή του βρίσκεται αυτό το μικρό μουσείο υψηλής τεχνολογίας για τον Ζορμπά; Όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αρμόδιος αντιδήμαρχος του δήμου Αριστοτέλη, Νίκος Αυγερινός, η κυριότητα της κατοικίας του Ζορμπά, η οποία ανήκε σε 16 κληρονόμους, πέρασε πρόσφατα στον δήμο ως δωρεά. «Ακολούθως, ζητήσαμε χρηματοδότηση αρχιτεκτονικής, στατικής, τοπογραφικής και ηλεκτρομηχανολογικής μελέτης και μουσειολογικών μελετών, οι οποίες χρηματοδοτήθηκαν από τη μεταλλευτική εταιρεία που δραστηριοποιείται στην περιοχή μας και τώρα υποβάλαμε αίτημα χρηματοδότησης με 280.000 ευρώ, που προέκυψε από τις μελέτες» σημειώνει.
Προσθέτει πως το διώροφο σπίτι αυτή τη στιγμή δεν είναι σε καλή κατάσταση, ενώ γνωστοποιεί πως προκειμένου οι επισκέπτες να βιώνουν πιο ολοκληρωμένη εμπειρία, στο Παλαιοχώρι έχουν δημιουργηθεί ήδη δύο διαδρομές του Ζορμπά, μια περιπατητική, που συνδέει τον οικισμό με το κάστρο Νέπωσι και στόχος είναι να συνδεθεί με τους καταρράκτες του Περιστερίου -«ο Ζορμπάς ήταν και βοσκός και λένε πως ακολουθούσε αυτή τη διαδρομή με τα ζώα του», επισημαίνει- και μια ποδηλατική, η οποία ακολουθεί τα βήματα των μεταλλωρύχων που διήνυαν καθημερινά αυτόν τον δρόμο, για να πάνε να δουλέψουν.
Και στον γενέθλιο τόπο του Ζορμπά, το Καταφύγι, ο δήμος Βελβεντού επίσης προωθεί τη δημιουργία εκθετηρίου κειμηλίων της οικογένειας, αφιερωμένου στον Γιώργη, στην εκεί διατηρητέα κατοικία, σε ύψος 1450 μέτρων από τη θάλασσα, όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δήμαρχος, Μανώλης Στεργίου. Αίτημα για τη χρηματοδότηση της δημιουργίας του εκθετηρίου από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ή άλλη πηγή, εστάλη πέρυσι τον Μάιο στον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη. Μέχρι στιγμής όμως, δεν υπάρχει κάποια εξέλιξη, σύμφωνα πάντα με τον κ.Στεργίου.
Αν το Καταφύγι ήταν η αφετηρία της διαδρομής του Ζορμπά και η Χαλκιδική ο τόπος όπου έζησε μερικά από τα πιο κρίσιμα χρόνια της ζωής του, το τέλος της ιστορίας του γράφτηκε σε πιο απομακρυσμένα βαλκανικά χώματα. Το 1920 εγκαθίσταται στη Σερβία και εργάζεται σε ορυχείο, στη Νις. Γίνεται ιδιοκτήτης αυτού του ορυχείου και αργότερα ενός στα Σκόπια. Εκεί δημιουργεί δεύτερη οικογένεια και εκεί βρίσκεται και ο τάφος του, στο νεκροταφείο «Μπούτελ» των Σκοπίων. Οι κάτοικοι της περιοχής τον θυμούνται -λέει ο κ.Στασινάκης- ως έναν άνθρωπο που ήξερε να δίνει: «Η κόρη του Κατίνα διηγήθηκε κάποτε στην εγγονή του, Άννα Γκάιντερ, ότι τον είδε να κυκλοφορεί χωρίς παλτό μια μέρα με πολύ κρύο και τον ρώτησε τι απέγινε το πανωφόρι του. “Είδα κάποιον που κρύωνε και του τό ‘δωσα” της είπε απλά. Πήγαινε σε ένα καφενείο που σύχναζαν φοιτητές και πλήρωνε για όλους»…