Ο Μύλος Ματσόπουλου αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά νεότερα πολιτιστικά μνημεία της πόλης των Τρικάλων. Ένα βιομηχανικό κτίριο πρωτοπόρο για την εποχή του (1884), σε βαλκανικό επίπεδο, πόλος γενικότερης ανάπτυξης της πόλης στα δύσκολα χρόνια μετά την απελευθέρωση το 1881, αναφέρει το εκτενές αφιέρωμα του ΑΠΕ.
Μέχρι τη διακοπή της λειτουργίας του, τη δεκαετία του 1980, διατήρησε σχεδόν απαράλλαχτη τη δομή του, αποτελώντας έτσι σήμερα μια ακτινογραφία της παραγωγικής διαδικασίας των αλευρόμυλων από τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός βρίσκεται σήμερα σχεδόν ακέραιος στη θέση του, in situ, με όλες τις αντιπροσωπευτικές μηχανές της γραμμής παραγωγής αλευροποίησης του σίτου, όπως τονίζει στο Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, η Aσπασία Καρανάσιου, Αρχ. Μηχανικός, στέλεχος των Τεχνικών Υπηρεσιών Δήμου Τρικκαίων, στο πλαίσιο σχετικής εργασίας.
Το κτιριακό συγκρότημα του Μύλου έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο γιατί «αποτελεί αξιόλογο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε τον περασμένο αιώνα στον Ελλαδικό χώρο, απαραίτητο για τη μελέτη της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής».
Η σπουδαιότητα του Μύλου, σύμφωνα με την ίδια, εκτός από το πολύ σημαντικό κέλυφος, εστιάζεται στη συλλειτουργία των δύο ενεργειακών δυναμικών (νερό, θερμική ενέργεια και μετά ηλεκτροκίνηση) και στην ομαλή συνύπαρξη παραδοσιακής αλευροποιίας (μυλόπετρες) και πλήρους ανεπτυγμένου συστήματος κυλινδράλεσης. Το σύνολο συμπληρώνει η παραγωγική διαδικασία του μακαρονοποιείου.
Ο Μύλος Ματσόπουλου ανήκει στη βιομηχανική κληρονομιά και ως μνημείο της τεχνικής και βιομηχανικής κληρονομιάς έχει ιδιαίτερη συναισθηματική και κοινωνική αξία για την τοπική κοινωνία των Τρικάλων. Αποτέλεσε παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης στη διάρκεια της λειτουργίας του και αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής μνήμης της πόλης και της τοπικής ιστορίας της. Η ίδρυση του Μύλου έγινε από τους αδερφούς Αγαθοκλή.
Η βιομηχανία στη Θεσσαλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της εργασίας, άρχισε να αναπτύσσεται αμέσως μετά την απελευθέρωσή της το 1881 με επίκεντρο τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως τα Τρίκαλα, η Λάρισα και κυρίως ο Βόλος, απ’ όπου διεξαγόταν ολόκληρο το εξαγωγικό εμπόριο της Θεσσαλίας. Ο κυριότερος βιομηχανικός κλάδος που αναπτύχθηκε ήταν η αλευροποιία με τους Μύλους Φώτη και Παπά στη Λάρισα, τον Μύλο Αγαθοκλή στα Τρίκαλα και Γκλαβανή, Λούλη και Παντή-Καπουρνιώτη στον Βόλο. Το 1884, οι αδερφοί Αριστείδης, Κωνσταντίνος και Γεώργιος Αγαθοκλής από την Πορταριά του Βόλου κατασκευάζουν για λογαριασμό τους τον Μύλο Αγαθοκλή στα Τρίκαλα, περιοχή με μεγάλη παραγωγή σιτηρών.
Τον Ιούλιο του 1885 εγκαινιάζεται ο Μύλος
Το 1890 είναι το επίσημο έτος ίδρυσης. Ο Μύλος Αγαθοκλή αναφέρεται ως ο πρώτος κυλινδρόμυλος στην Ελλάδα, τροφοδοτούμενος με σιτάρι από τις καλλιέργειες της οικογένειας. Το συγκρότημα περιλαμβάνει και μακαρονοποιείο, το πρώτο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα.
Μετά το 1919 τη διεύθυνση του Μύλου αναλαμβάνει ο Ιωάννης Γαλάνης. Η ανάμειξη του Γαλάνη με τον Μύλο ήταν πολύ σημαντική.
Το καλοκαίρι του 1928 αποφασίζει τη ριζική ανακαίνιση του Μύλου, αγοράζοντας νέες κυλινδρομηχανές από τη Βουδαπέστη, εγκαθιστώντας νέα σειρά καθαριστηρίων και προσλαμβάνοντας νέο ειδικευμένο προσωπικό.
Στις 30/12/1929 ο Γαλάνης βρίσκεται απαγχονισμένος σε αποθήκη του Μύλου.
Ο θάνατος του Γαλάνη, σύμφωνα με την κ. Καρανάσιου, σημαίνει το τέλος της ιδιοκτησίας του Μύλου από την οικογένεια Αγαθοκλή, 45 χρόνια από την κατασκευή του. Η τελευταία αναφορά του Μύλου υπό το ιδιοκτησιακό καθεστώς ‘Μ. Γ. Αγαθοκλή και Σία’ εντοπίζεται το Σεπτέμβριο του 1929, λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία του Γαλάνη, όταν ο Μύλος ανανέωσε προσωρινά την άδεια λειτουργίας του.
Από τις αρχές του 1930, χωρίς έναν από τους βασικούς μετόχους του και διευθυντή του και κλυδωνιζόμενος από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Μύλος περνά στα χέρια της Τράπεζας. Τότε ήταν που δημιουργήθηκαν οι ευνοϊκές συνθήκες για την είσοδο στα ιδιοκτησιακά του Μύλου του Ιωάννη Ματσόπουλου. Τον Αύγουστο του 1941 ο Μύλος αποκτά πλέον τη νέα ονομασία του «Κυλινδρόμυλος Ιωάννου Ματσόπουλου». Ο Ιωάννης Ματσόπουλος αγοράζει τον Μύλο με όλο τον μηχανολογικό του εξοπλισμό αντί 2.100.000 δραχμών. Ο Μύλος δούλεψε μέχρι το 1972 υπό την εποπτεία της οικογένειας Ματσόπουλου. Το 1978 (1 Μαρ) έχουμε τον θάνατο του ιδιοκτήτη του Μύλου, Ιωάννη Ματσόπουλου.
Στη διαθήκη του κληροδοτεί το συγκρότημα του Μύλου και την έκταση στην οποία ήταν κτισμένος, περίπου 44 στρεμμάτων, στον Δήμο Τρικκαίων. Με σχετική απόφαση του ΥΠΠΟ του 1995 χαρακτηρίζεται ως ιστορικό διατηρητέο το κτιριακό συγκρότημα «Μύλος Ματσόπουλου» με τα βοηθητικά κτίσματα, το μανδρότοιχο και τον περιβάλλοντα χώρο. Σημαντικά και ενδιαφέροντα τα στοιχεία της εργασίας, όσον αφορά στην αποκατάσταση και ανάδειξη του Μύλου:
-2003: «Αποκατάσταση και Ανάδειξη κτιριακού συγκροτήματος Μύλου Ματσόπουλου και περιβάλλοντος χώρου» Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών Δήμου Τρικκαίων
-2008: «Μύλος Ματσόπουλου. Αποκατάσταση και Μουσειολογική Ανάδειξη του Ιστορικού Μηχανολογικού Εξοπλισμού». Σχολή Αρχιτεκτόνων Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
-Υλοποίηση μέσω ΕΣΠΑ 2007-2013, ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»- ΕΠΑΝ ΙΙ, της ενταγμένης πράξης με τίτλο :«ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΔΕΙΞΗ TΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΜΥΛΟΥ ΜΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ», με εγκεκριμένο προϋπολογισμό μελετών των 8 Υποέργων : 3.200.000,00 €.
-Νοέμβριος 2016 : Ολοκλήρωση της πράξης
Το φθινόπωρο του 2017 εγκαινιάστηκε και η νέα χρήση των βασικών κτιρίων του Μύλου, αυτή του Βιομηχανικού Μουσείου και παραδόθηκε η λειτουργία του στην e-trikala. Μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Καρανάσιου, τονίζει πως «σκοπός της έκθεσης του Μουσείου Ματσόπουλου είναι η ανάδειξη του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού, της ιστορίας της επιχείρησης και των εκάστοτε ιδιοκτητών της σε συνδυασμό με την προβολή της προβιομηχανικής κοινωνίας μέσα από τις αγροτικές εργασίες για την παραγωγή του σιταριού και τη λειτουργία των νερόμυλων».
Μεταξύ άλλων, βασικό κριτήριο που λήφθηκε υπόψιν ήταν να παρουσιαστούν μέσα από την έκθεση η παραγωγή, οι παραγωγικές διαδικασίες και η οργάνωση της εργασίας. Οι παραγωγικές διαδικασίες να αποδοθούν μέσα από τη διαδοχή των φάσεών τους, ώστε να γίνουν όσο το δυνατόν καλύτερα κατανοητές από τον επισκέπτη, εντάσσοντας τα μηχανήματα – εκθέματα μέσα σε αυτές και εστιάζοντας στην τεχνολογία της εποχής καθώς και στις σχετικές μεταβολές της με το πέρασμα του χρόνου. Να παρουσιαστούν οι ιστορίες των ανθρώπων, να πάρουν φωνή οι άνθρωποι μέσα στο Μουσείο, πρώην εργάτες, παλιοί βιομήχανοι, οι οικογένειές τους. Να καταδειχθεί η σύνθεση του ανθρώπινου δυναμικού, η εμπειρία της εργασίας, οι συνθήκες και η οργάνωση της εργασίας, οι εργασιακές πρακτικές, οι δεξιότητες που απαιτούνταν· ζητήματα που αποτελούν ζωντανά τμήματα της ιστορίας του χώρου. Τέλος, να ενταχθούν τα αντικείμενα του Μουσείου (κινητά κατάλοιπα) στα πολλαπλά συμφραζόμενά τους. Να καταδεικνύεται μέσα από την έκθεση ποια είναι η θέση των αντικειμένων στο συνολικό πιθανό πολιτισμικό απόθεμα, να αξιολογούνται οι πόροι οι οποίοι παρουσιάζονται, να διερευνώνται οι διασυνδέσεις τους, οι προεκτάσεις τους, το πλαίσιο δημιουργίας και χρήσης τους, αναδεικνύοντας και δραματοποιώντας πτυχές των πεδίων της βιομηχανικής ιστορίας.
Η Μουσειολογική και Μουσειογραφική Μελέτη εκπονήθηκε από τους Βαλασία Αμοιρίδου, Γιώργο Αδαμίδη αρχαιολόγους-μουσειολόγους, την Πολυξένη Παπαμιχελάκη αρχιτέκτονα μουσειολόγο και τον Θωμά Τσουκαλά αρχιτέκτονα μουσειολόγο, σύμβουλο του Δήμου Τρικκαίων.