Ακόμη και αν βρεθείς έξω από την πόρτα, τίποτα δεν προδίδει ότι μέσα φιλοξενείται ένα μουσείο ραδιοφώνου που κρύβει την ιστορία ενός αιώνα. Ακόμη και να ρωτήσεις τη γειτονιά «πού βρίσκεται το Μουσείο του Ραδιοφώνου;» λίγοι μπορούν να σου απαντήσουν.

Αν ρωτήσεις όμως, πού είναι το στέκι του Μίμη Θεοχαρόπουλου με τα ραδιόφωνα θα σου δείξουν αμέσως.

Πάνω από 200 ραδιόφωνα μιας άλλης εποχής -πολλά χωρίς ρεύμα- είτε από το Μοναστηράκι, είτε από διάφορες πόλεις της χώρας. Δεκάδες γραμμόφωνα, πληθώρα από πολύχρωμα χωνιά γραμμοφώνου, ενισχυτές με λάμπες, κασετόφωνα όλων των ειδών, ηχεία, πομπινόφωνα, μικρόφωνα, δίσκοι γραμμοφώνου, εκατοντάδες 45αρια, καλώδια, άλλα εργαλεία για τις επισκευές τους βρίσκονται πάνω στον πάγκο και ανάμεσά τους, πολλές σημειώσεις για καθένα χωριστά, τακτοποιημένα, μέσα σε έναν χώρο λίγων τετραγωνικών.

Ανάμεσά τους κινείται με περίσσια ευκολία παρά τα 92 του χρόνια, ο Μίμης Θεοχαρόπουλος. Κάθε μέρα, από το 2010 που το δημιούργησε, από το πρωί μέχρι το βράδυ, είναι εκεί. Ο ίδιος εξομολογείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Είχα υποχρέωση αυτόν τον πλούτο να το δείξω στη νέα γενιά. Να δει πώς ξεκίνησε το ραδιόφωνο και να μάθει».

Δεν έτρεξε κάποιος να τον βοηθήσει. Δεν πήρε ευρωπαϊκές επιδοτήσεις ή κρατικές ενισχύσεις. Από την πενιχρή του σύνταξη, συνεχώς προσθέτει. Με το μεράκι του, συνεχώς δημιουργεί.

Τι και αν έχει χάσει από την «ωχρά κηλίδα» ένα μεγάλο τμήμα από την όρασή του. Ξέρει και βρίσκει τα πάντα. Ξέρει πού τα έχει τοποθετήσει. Ακόμη και τους δίσκους γραμμοφώνου ξέρει να ξεχωρίζει. Το ίδιο και τα μικρά 45αρια που χρησιμοποιούσε παλιά, το 1964, στον πρώτο ραδιοφωνικό σταθμό Φθιώτιδας που είχε δημιουργήσει.

Στα 13 χρόνια που βρίσκεται υπομονετικά εκεί, είδε τα σχολεία να πηγαίνουν και τους μικρούς μαθητές να διδάσκονται πράγματα βλέποντας την εξέλιξη του ραδιοφώνου. Ένα μουσείο ραδιοφώνου που είναι στο Παγκράτι της Λαμίας, μία γειτονιά δυτικά της πόλης, όπου μέσα εκεί βρίσκεις ό,τι ραδιόφωνο θέλεις. Ακόμα και εκείνα που δούλευαν χωρίς ρεύμα και χωρίς μπαταρίες και όπως ο ίδιος εξηγεί «ήταν με κουρδιστήρι και για κάποια ώρα έπαιζε…». Και πάλι από την αρχή.

«Την πρώτη φορά που άκουσα ραδιόφωνο, σε ηλικία 5 η 6 ετών, πριν τον πόλεμο, κοιτούσα πίσω από αυτό που έβλεπα για να δω πού είναι οι άνθρωποι που μιλάνε…» θυμάται ο ίδιος.

Ο έρωτάς του με το ραδιόφωνο, ξεκίνησε από μικρό παιδί καθώς πήγε να μάθει την τέχνη σε έναν παραδοσιακό μάστορα της Λαμίας, ο οποίος ήταν συγχρόνως, και μηχανικός κινηματογράφου… Ειδικεύτηκε όμως, περισσότερο με του γερμανικούς ασυρμάτους μετά τον πόλεμο.

«Όταν έμαθα την τέχνη δεν είχα χρήματα. Ήμουν φτωχός και δεν μπορούσα να ανοίξω το μαγαζί στη Λαμία. Πήγα μέχρι την Άμφισσα όπου είχα κάποιους συγγενείς» θυμάται ο Μίμης Θεοχαρόπουλος, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, το 1960, όταν έγινε 29 ετών, επέστρεψε στη Λαμία κι άνοιξε το πρώτο εργαστήρι του με τις οικονομίες που είχε μαζέψει από την Άμφισσα.

Δουλεύοντας και με τους γερμανικούς ασυρμάτους από το 1947 και μετά, είχε μία γνώση και μία εμπειρία και πολύ γρήγορα έγινε ο κατάλληλος τεχνίτης για την πόλη και την ευρύτερη περιοχή.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1964, άρχισε το ταξίδι του στα ερτζιανά όταν στους 1625 χιλιόκυκλους στα «μεσαία» της ραδιοφωνικής μπάντας άνοιγε το πρώτο παράνομο τότε ραδιοφωνικό σταθμό. Ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός της Φθιώτιδας που έπαιζε μουσική από τις 7 το πρωί μέχρι 12 το βράδυ. Είχε πρόγραμμα, έκανε αφιερώσεις, μάζευε γράμματα, προσέλαβε προσωπικό…

Γεμάτος περηφάνια σήμερα περιγράφει τις εγκαταστάσεις του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Λαμίας, στο ΑΠΕ ΜΠΕ: «Ήταν μία αποθηκούλα… Εκεί μαγνητοφωνούσαμε. Ερχόταν τότε και ένας υπάλληλος που είχα προσλάβει και κρατούσε σημειώσεις για τις αφιερώσεις που έπρεπε να παίξουν. Είχα και δύο κοπέλες στον σταθμό που έλεγαν τις αφιερώσεις, έβαζαν τα τραγούδια.»

Θυμάται ακόμα ότι η μεγάλη πληθώρα από τις αφιερώσεις ήταν γι’ αυτούς που ήταν στα νοσοκομεία, γι’ αυτούς που νοσηλεύονταν, οι συγγενείς τους και οι γνωστοί τους έκαναν μία αφιέρωση με ένα τραγούδι για να στείλουν τις δικές τους ευχές.

«Τότε μας στέλνανε γράμματα με τις αφιερώσεις. Επειδή δεν μπορούσαν να μας δώσουν χρήματα έβαζαν μέσα και γραμματόσημα τα οποία δεν ήταν σφραγισμένα αξίας 5 δραχμών για να παίξει η αφιέρωση…» λέει στο ΑΠΕ ΜΠΕ με περηφάνια ο Μίμης Θεοχαρόπουλος και συνεχίζει: «Τα μάζευα τότε και πήγαινα στο ταχυδρομείο. Τα έδινα και έπαιρνα τα χρήματα… Λίγους μήνες αργότερα που άνοιξαν άλλοι δύο σταθμοί στην περιοχή, συνήθως το ταχυδρομείο δεν είχε γραμματόσημα. Τα είχαν πάρει για τις αφιερώσεις. Τότε έρχονταν οι υπάλληλοι για να αγοράσουν από μας…».

Διηγείται επίσης, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ περιστατικά από τις έντονες προεκλογικές περιόδους εκείνης της εποχής… «Ήταν αρχές Νοεμβρίου του 1965 όταν διακόπτοντας ένα μουσικό πρόγραμμα, μια κοπέλα είπε μια είδηση για την άφιξη στη Λαμία του τότε αντιπροέδρου της κυβέρνησης Στεφανόπουλου του Ηλία Τσιριμώκου που ήταν βουλευτής Φθιώτιδας. Μετά την είδηση ξεκίνησε και πάλι μουσική και αφιερώσεις. Κατά διαβολική σύμπτωση έπαιξε τότε το τραγούδι “όλοι με ρωτούν πώς έχεις καταντήσει…” Κόλαση αυτό που ακολούθησε. Έγραφαν και τι δεν έγραφαν οι τοπικές εφημερίδες. Οι συμπολιτευόμενοι μιλούσαν για προβοκατόρικο δάχτυλο. Οι αντιπολιτευόμενοι για αόρατο δαίμονα που οδήγησε τον μουσικό επιμελητή να πει την αλήθεια… και εμείς στη μέση…. Καταλαβαίνετε τι έγινε…».

Ο Μίμης Θεοχαρόπουλος ήταν εκεί μέρα-νύχτα για να βάζει σε σειρά αλλά και συνάμα να επισκευάζει τα λιγοστά εργαλεία για να μπορεί να εκπέμπει. Ένας πάγκος γεμάτος από αντιστάσεις, πυκνωτές, λάμπες, κατσαβίδια και κολλητήρια. Έτοιμα από τότε μέχρι σήμερα…

Ο ίδιος θυμάται πως εκείνη την περίοδο μάζεψε πάρα πολλά ραδιόφωνα, τα οποία επισκεύαζε και αποτελούν σήμερα σημαντικά εκθέματα του μουσείου που φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Οι ιδιοκτήτες τους τα εγκατέλειπαν χαλασμένα και ο ίδιος αναζητούσε εξαρτήματα ή πατέντες για να τα επισκευάσει και να δουλεύουν όλα.

«Μόνο ένα δεν μπορώ να επισκευάσω γιατί ήθελα κάποια ανταλλακτικά που δεν μπόρεσα να βρω» λέει γεμάτος παράπονο, ενώ την ίδια ώρα στο γραμμόφωνο συνεχίζει να παίζει το αγαπημένο του τραγούδι, το «άρχισαν τα όργανα» του Νίκου Γούναρη. «Τηλεόραση δεν βλέπω. Ακούω όμως, συνεχώς, ραδιόφωνο. Όταν δεν βρίσκω κάτι καλό, ακούω δίσκους γραμμοφώνου ή 45αρια» σπεύδει να εξηγήσει.

Από το 1999 που πήρε τη σύνταξή του, ούτε μέρα δεν έλειψε από το στέκι του. Μέχρι το 2010 συνεχίζει να μαζεύει υλικό. Μαζεύει ό,τι υλικό μπορεί και το τακτοποιεί. Ακόμη και πληροφοριακά δελτία συμπληρώνει στήνοντας με μεράκι το μουσείο ραδιοφώνου. Μία δική του παρακαταθήκη σε μία ιστορική διαδρομή ενός ολόκληρου αιώνα.

Κουράγιο του δίνουν τα θερμά λόγια που γράφουν οι επισκέπτες σε ένα πολύ μικρό «βιβλίο επισκεπτών». Τα λόγια που γράφουν οι μικροί μαθητές καθώς πηγαίνουν στο μουσείο, μαζί με το όραμα του να το δει μία μέρα να γίνει περισσότερο σύγχρονο, περισσότερο ευρύχωρο και με την ελπίδα κάποιος από τους δημόσιους φορείς θα μπορέσει να αναλάβει να συνεχίσει αυτό το έργο που ο ίδιος το στηρίζει από την πενιχρή σύνταξή του…

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ