Σε μια ιδιότυπη ομηρία έχει εισέλθει η οικονομία της χώρας: Ενώ υπάρχουν θηριώδη (πρωτογενή) πλεονάσματα από την υπερφορολόγηση μισθωτών, συνταξιούχων και καταναλωτών (ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι), πολύ πέραν του στόχου για 2,1% του ΑΕΠ, η κυβέρνηση αρνείται να καλύψει αδήριτες κοινωνικές ανάγκες και ένα τεράστιο κενό στις υποδομές. Αιτία, είναι ο νέος «κόφτης» που θεσπίστηκε και στοχεύει ακριβώς στον σκληρό πυρήνα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, δηλαδή στις δαπάνες.
Με βάση το νέο Σύμφωνο μεταξύ Βρυξελλών (επόπτης) και κρατών-μελών (ελεγχόμενοι), δεν αρκεί το έλλειμμα να κινείται κάτω του 3% του ΑΕΠ (σ.σ. δεν ισχύει για την Ελλάδα που είναι υπό εποπτεία εδώ και 15 χρόνια λόγω διπλών ελλειμμάτων και, πλέον, πρέπει να βγάζει πρωτογενή πλεονάσματα), αλλά πρέπει (ταυτόχρονα) και οι δαπάνες να μην αυξάνονται πάνω από 3% των συνολικών κρατικών δαπανών του προηγούμενου έτους. Μια εξαίρεση γίνεται για το 2025, οπότε οι δαπάνες θα αυξηθούν έως 3,7%, έναντι των φετινών, ήτοι περί τα 3,5 δισ. ή 1,6% του ΑΕΠ. Σε τρία χρόνια, μέχρι το 2028, οι δαπάνες δεν θα μπορούν να ξεπερνούν αυτό το όριο (3% ετησίως) ώστε να δημιουργηθούν περισσότερα πλεονάσματα υπέρ της μείωσης του δημόσιου χρέους.
Ωστόσο, αυτός ο νέος «κόφτης» πλήττει πρωτίστως τους μισθούς του δημοσίου, τις συντάξεις συνολικά όλων των δικαιούχων (2,5 εκατ.), αλλά και τις δαπάνες για υποδομές – Υγεία και Παιδεία. Υπό αυτά τα δεδομένα, μπορεί να βγήκαμε (;) από τα Μνημόνια, αλλά αυτή η εξέλιξη ουδόλως αφορά στο κοινωνικό κράτος, το οποίο συνεχίζει να ενοχοποιείται για τα ελλείμματα. Αν και, τουλάχιστον για το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, ευθύνες έχει και ο ιδιωτικός τομές: Δεν επενδύει, δεν εκσυγχρονίζεται, απουσιάζει η εξωστρέφεια, με αποτέλεσμα αθρόες εισαγωγές από την αλλοδαπή.
Αυτή η τακτική των θηριωδών πλεονασμάτων, σε συνδυασμό με το έλλειμμα στο ισοζύγιο, απειλεί τη ρευστότητα στο εσωτερικό. Αφενός γιατί το Δημόσιο δεν κάνει έργα ή δεν πληρώνει τους εργαζομένους του (ή τους εξαρτώμενους από το Δημόσιο συνταξιούχους) για να πέσουν χρήματα στην αγορά και, αφετέρου, γιατί φεύγουν χρήματα στο εξωτερικό για την εισαγωγή ακόμη και των πιο απλών καταναλωτικών αγαθών. Ή, ακόμη χειρότερα, αγροτικών προϊόντων. Και αυτό το έλλειμμα καλύπτεται με νέο δανεισμό, οδηγώντας συνεχώς σε υπερδανεισμό τη χώρα (παγίδα χρέους).
Έτσι, το υπερπλεόνασμα, το οποίο φέτος θα ξεπεράσει το 3,5% του ΑΕΠ αντί στόχου 2,1%, εξισορροπείται μόνο με λιγότερα έσοδα (ώστε να μην στεγνώσει η αγορά από ρευστότητα). Ωστόσο, σε αυτή την εξίσωση, εκείνοι που κερδίζουν είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα (μείωση φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών, φόρος μόλις 5% στα μερίσματα, αφορολόγητο στη μεταβίβαση περιουσιών έως τα 4,8 εκατ. ευρώ κ.α.). Αλλά δεν συζητείται η – έστω προσωρινή – μείωση του ΦΠΑ στα είδη ευρείας κατανάλωσης ώστε να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός και να ανακουφιστούν οι λαϊκές οικογένειες.
Για τη νέα χρονιά ο υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, ανακοίνωσε την κατάργηση του Τέλους Επιτηδεύματος (περί τα 650 ευρώ τον χρόνο) για τα «μπλοκάκια» (μείωση κρατικών εσόδων). Μια μάλλον καθυστερημένη απόφαση στον βαθμό που αφορά σε εφάπαξ-οριζόντια επιβάρυνση σε απασχολούμενους που ναι μεν εργάζονται σαν ελεύθεροι επαγγελματίες, ωστόσο υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης απασχόλησης (μισθωτοί). Και ενώ η αντίστοιχη επιβάρυνση προς τους ελεύθερους επαγγελματίες έχει ήδη καταργηθεί.
Από την άλλη πλευρά, το Υπουργείο Οικονομικών φορολογεί τα… φιλοδωρήματα (πουρμπουάρ), τα οποία είτε δεν εισπράττει ο μισθωτός, στον βαθμό που έχουν προεισπραχθεί (μέσω πιστωτικής κάρτας) από την επιχείρηση στην οποία εργάζεται, είτε τα τιπς απλώς συμπληρώνουν τον βασικό μισθό που δεν καταβάλλει ολόκληρο η επιχείρηση. Και ο κατώτατος μισθός είθισται να είναι αφορολόγητος.
Βεβαίως, υπάρχει και η ανάγκη για τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας την οποία, ωστόσο, δεν υιοθετεί η κυβέρνηση (σ.σ. όπως και με τη μείωση των συντελεστών ΦΠΑ), τιμωρώντας μισθωτούς, συνταξιούχους και καταναλωτές, γιατί μέσω της μη τιμαριθμοποιήσης της φορολογικής κλίμακας και τους υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ επί αγαθών που έχουν ανατιμηθεί υπερβολικά, η κυβέρνηση σπεκουλάρει με αχαλίνωτα έσοδα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Να σημειωθεί ότι η φορολογική κλίμακα μένει αναλλοίωτη εδώ και σχεδόν 15 χρόνια. Ενώ τα τελευταία δύο έτη (2023-24) των αναπροσαρμογών, οι αυξήσεις του 11% στους συνταξιούχους και στους μισθωτούς οδήγησαν σε εκτίναξη των φορολογικών εσόδων κατά 40%. Ωστόσο, η κυβέρνηση εξακολουθεί να κωφεύει σε αυτό το (δίκαιο) αίτημα, φοβούμενη πτώση των πωλήσεων και μείωση των εσόδων από ΦΠΑ. Αλλά και πλήρη ανατροπή της σχέσης έμμεσων-άμεσων φόρων, δηλαδή από το αρνητικό 65%/35% να εκτιναχτεί στο καταστροφικό 70%/30% υπέρ των έμμεσων και οριζόντιων φόρων, ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι αντίστροφος: Τα κύρια έσοδα προέρχονται από την προοδευτική (αναλόγως του ετήσιου εισοδήματος) κλίμακα.
*Πηγή: iEidiseis