Μια, αν μη τι άλλο, αλγεινή και δυσάρεστη υπόθεση (για τους άμεσα εμπλεκομένους) αλλά και εξίσου ντροπιαστική (για την ίδια την Ακαδημία Αθηνών) ήρθε στο φως πριν μερικά 24ωρα, αποδεικνύοντας με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι εκεί που παλεύουν τα βουβάλια, την πληρώνουν… τα βατράχια. Ειδικά δε, σε ένα τόσο ελώδες και τελματώδες περιβάλλον όσο αυτό της εγχώριας ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ο Γιώργος Κατσαμάκης, η Κυριακή Αδάμ και η Κέλλυ Φατούρου εργάζονταν από το 2005 έως και το 2020 με διαδοχικές συμβάσεις στην Ακαδημία Αθηνών.
Οι ερευνητές συνέχιζαν απρόσκοπτα την εργασία τους, δίχως να οχληθούν από κανέναν, μέχρι που πριν λίγες ημέρες έμαθαν μέσω εξωδίκου ότι η Ακαδημία Αθηνών αξιώνει από τους ίδιους το ποσό των 13.000 ευρώ (από τον καθένα), δηλαδή τα χρήματα που αντιστοιχούν στους μισθούς για το διάστημα που οι τρεις αυτοί άνθρωποι εργάστηκαν κανονικά στην θέση τους!
Οπως ο ίδιος ο κ. Κατσαμάκης ενημέρωσε μέσω facebook «την Παρασκευή 24 Ιουνίου η Ακαδημία Αθηνών με εξώδικη εντολή υπογεγραμμένη από το Γενικό Γραμματέα της Χρ. Ζερεφό ζητά από τον καθένα από τους τρεις μας να πληρώσουμε ως αχρεωστήτως καταβληθέντα σχεδόν 13.000 ευρώ, τους μισθούς μας δηλαδή για το διάστημα που βάσει δικαστικών αποφάσεων εργαστήκαμε με ασφαλιστικά μέτρα στη βιβλιοθήκη της. Αν σε 30 ημέρες δεν “επιστρέψουμε” τα χρήματα, το “χρέος” θα πάει στην εφορία για τα περαιτέρω. Αφού διερευνήσαμε τη βούληση του ιδρύματος για την ανανέωση των συμβάσεών μας, αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε σε ασφαλιστικά μέτρα και αγωγή διεκδικώντας τη μονιμοποίησή μας. Με αλλεπάλληλες αποφάσεις μπορέσαμε να εργαστούμε για 1 χρόνο ακόμη αποκαθιστώντας δύο από τις σημαντικότερες συλλογές βιβλίων που έχει αυτή τη στιγμή η χώρα, οπότε μας ανακοινώθηκε η αρνητική απόφαση του δικαστηρίου σχετικά με την αγωγή μας (το Σύνταγμα δεν επιτρέπει την μονιμοποίηση των συμβασιούχων) και πλέον διωχθήκαμε από τη Βιβλιοθήκη της Ακαδημίας το Σεπτέμβριο του 2020».
Δηλαδή, η μόνη παροιμία που αρμόζει σε αυτή την κραυγαλέα περίπτωση εργασιακής αδικίας είναι το «και κερατάς και δαρμένος».
Εμείς μιλήσαμε προσωπικά με τον κ. Κατσαμάκη προκειμένου να μας διαφωτίσει ακόμη και τις πλέον υποφωτισμένες γωνίες της υπόθεσης:
«Εμείς αποφασίσαμε να “απασφαλίσουμε” δικαστικά γιατί καταλάβαμε ότι αυτό που συνέβη ήταν πολυεπίπεδο: αφενός γιατί σε τέτοιες διοικήσεις όπως της Ακαδημίας, πολλοί είναι εκείνοι που απλώς υπογράφουν ένα χαρτί χωρίς να διασφαλίζουν την νομιμότητα των πράξεών τους. Και αφετέρου επειδή μιλάμε για μια κίνηση εις βάρος μας ξεκάθαρα εκδικητική, μια πράξη που επιδιώκει όχι απλά την εξόντωσή μας ως ερευνητές, αλλά την ίδια την εργασιακή μας καταστροφή», μου λέει από τηλεφώνου ο κ. Κατσαμάκης.
Ο ερευνητής ακούγεται μεν αδικημένος, αλλά απόλυτα ψύχραιμος: «Στην περίπτωση και των τριών μας, δεν υπήρχε καμία “κακή” εργασιακή σχέση. Κανείς μας δεν ήταν “δύστροπος” εργαζόμενος»,τονίζει, προσθέτοντας εμφατικά ότι «σε ένα ίδρυμα όπως η Ακαδημία, απλώς οι ιθύνοντες δεν έχουν συνηθίσει από τους εργαζομένους τους να διεκδικούν τα δεδουλευμένα ή τα όποια δικαιώματά τους».
Να πούμε εδώ ότι η υπόθεση είναι πρωτοφανής επειδή είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που αξιώνεται από εργαζόμενους να επιστρέψουν ποσά που αντιστοιχούν σε αποδοχές μόνο και μόνο επειδή διεκδίκησαν δικαστικά να συνεχίσουν να εργάζονται -κάτι μάλιστα για το οποίο ουδέποτε η Ακαδημία είχε προειδοποιήσει τους τρεις ερευνητές.
Ο κ. Κατσαμάκης, εμφανίζεται, ξεκάθαρα, αισιόδοξος ως προς την θετική, για τους τρεις επιστήμονες, έκβαση αυτής της υπόθεσης, καθώς, όπως μου επισημαίνει «η αξίωση της Ακαδημίας χαρακτηρίζεται ως παράνομη από ειδικούς νομικούς και εργατολόγους. Το αίτημά τους είναι εντελώς αβάσιμο νομικά και θα εκπέσει εντός της δικαστικής αίθουσας».
Ο ερευνητής στην συνέχεια κάνει λόγο για «γνωστές, εδώ και χρόνια, καταστάσεις εντός του ιδρύματος, καθώς υπάρχουν εσωτερικές εντάσεις μέσα στην Ακαδημία προερχόμενες από διάφορες πλευρές», σπεύδοντας στην συνέχεια να χαρακτηρίσει την όλη υπόθεση ως «ένα μείζον θέμα και ζήτημα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό».
«Εμείς παλεύουμε όχι μόνο για εμάς. Παλεύουμε και για τον κάθε δυνητικό δημόσιο υπάλληλο, στον οποίο δεν μπορεί ο κάθε δημόσιος φορέας να του ζητάει πίσω δεδουλευμένα τόσων ετών. Παλεύουμε ώστε να μην υπάρξει δεδικασμένο. Γιατί αν γίνει πάγια αυτή η τακτική, σαν ένα “πείραμα” που είτε πετύχει, είτε όχι, τότε πολλοί θα είναι εκείνοι που ενδέχεται να βρεθούν στην θέση μας και να τρομοκρατηθούν να κινηθούν δικαστικώς, διεκδικώντας τι; Τα απολύτως αυτονόητα για τους ίδιους!», καταλήγει με νόημα ο κ. Κατσαμάκης.