«Η ιστορία όχι μόνον ακουμπάει στη γλώσσα, αλλά την τέμνει κιόλας…» έγραφε ο εβραϊκής καταγωγής Γερμανός φιλόσοφος Τέοντορ Λούντβιχ Βισενγκρούντ – Αντόρνο (Theodor W. Adorno), στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, εποχή κατά την οποία ανθρωπότητα και ιστορία κοκκίνιζαν από θυμό και ντροπή για τις φρικαλεότητες των ναζί. Ο Αντόρνο διακήρυττε κι ο ίδιος πως η γλώσσα εύκολα μετατρέπεται από όργανο άσκησης της πολιτικής διπλωματίας σε φονικό εργαλείο στα χέρια ή καλύτερα, στα στόματα των χρηστών της.
Ο κατά τι μεταγενέστερός του, επίσης εβραϊκής καταγωγής, Γαλλοαμερικανός φιλόσοφος, Γκέοργκ Στάινερ (Georg Steiner) τοποθετήθηκε ακριβέστερα προσπαθώντας να απαντήσει στο ερώτημα «πώς οι λέξεις μπορούν να χάσουν το ανθρώπινο νόημά τους κάτω από την πίεση της πολιτικής κτηνωδίας και του ψεύδους» και διαπιστώνοντας ξεπεσμό της γλώσσας, επειδή «ο ναζισμός άντλησε από αυτήν ακριβώς εκείνα που χρειαζόταν για να δώσει έκφραση στην αγριότητά του» κατέληξε: «Όταν μεταχειριστείς μία γλώσσα για να σχεδιάσεις, να οργανώσεις και να δικαιολογήσεις το Μπέλζεν (στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Κάτω Σαξωνία), για να συντάξεις προδιαγραφές των θαλάμων αερίων, για να καταστρέψεις την ανθρωπιά μέσα σε δώδεκα χρόνια εσκεμμένης κτηνωδίας, κάτι κακό θα συμβεί σ’ αυτή τη γλώσσα».
Η γλώσσα, λοιπόν. Αυτό το εργαλείο που χαϊδεύει και λογχίζει, η «ονόστεος που οστέα θλάττει», καθώς έλεγε και ο Σόλων. Στη σύγχρονη ιστορία της και η Ελλάδα έχει εμπειρία από εργαλειοποίηση και κακοποίηση της γλώσσας της. Διαθέτοντας μία ήδη βεβαρυμμένη… υποδομή διγλωσσίας (τη μακρά διαμάχη καθαρεύουσας – δημοτικής, το «γλωσσικό ζήτημα»), που από τον πρώτο κιόλας χρόνο του 20ου αι. και για πολλά έτη μετά καλλιεργεί μίση και πάθη, το εκφραστικό εργαλείο του λαού πέφτει επιπλέον στα «νύχια» δύο δικτατοριών, που το χρησιμοποιούν κατά βούληση στο όνομα τόσο μίας χριστιανοορθόδοξης ιδεολογίας, που υπηρετεί το δόγμα «τάξη και ηθική», όσο και της εμμονικής καταδίωξης των αντιφρονούντων κομμουνιστών που… «υπονομεύουν» αυτόν ακριβώς τον «σεπτό» χαρακτήρα του.
Μόλις τέσσερις μήνες από την επιβολή του καθεστώτος Μεταξά, στις 4 Αυγούστου του 1936 ο υπουργός Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλος, εκδίδει εγκύκλιο στην οποία χαρακτηρίζει τις προηγούμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις ως προσπάθεια προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβουλής: «… Άνθρωποι ανίκανοι προσεπάθησαν να υπονομεύσουν την θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν […] ενεφάνησαν την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως “εκπαιδευτική μεταρρύθμιση” […] το σχολείον χρησιμοποιείτο ουχί σπανίως ως μέσον της προπαρασκευής της κομμουνιστικής επιβολής»! Μάλιστα, στο έντυπο «Η Εκπαίδευσις μετά την 4η Αυγούστου», που κυκλοφορεί το καθεστώς το 1937, αναφέρεται ότι «η 4η Αυγούστου 1936 εύρε την εκπαίδευσιν υπό την ανενοχλήτως αυξάνουσαν επίδρασιν των ερυθρών οργάνων του κομμουνισμού» και πως «επί σειρά ετών, τας εκπαιδευτικάς κατευθύνσεις εχάρασσεν ο υπαρχηγός του κομμουνιστικού κόμματος» (εννοεί τον δημοτικιστή Δημήτριο Γληνό, πρωτεργάτη της περίφημης «γλωσσοεκπαιδευτικής μεταρρύθμισης»).
Κατειλημμένος από μία λογική περίπου ότι «το μπουζούκι είναι όργανο, ο αστυνόμος είναι όργανο, άρα ο αστυνόμος είναι μπουζούκι», ο Μεταξάς είναι πεπεισμένος ότι το σχολείο, όπου με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του ’17 και του ΄29 καθιερώνεται και ενισχύεται η δημοτική, ενθαρρύνει την κομμουνιστική παρουσία. Αλλά επειδή είναι και ο ίδιος υπέρμαχος της δημοτικής, δεν προτίθεται να την… παραχωρήσει στους κομμουνιστές. Πρέπει να την απαγκιστρώσει από αυτούς και να τη δέσει στο άρμα του εθνικού καθήκοντος…
«Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν, που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν, με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνον τους κομμουνιστάς» δηλώνει σε συνέντευξή του στις 15 Σεπτεμβρίου του 1936, στην εφημερίδα «Βραδυνή», επιχειρώντας να πάρει με το μέρος του διανοούμενους της γενιάς του ’30, όπως ο Τριανταφυλλίδης, ο Βενέζης και ο Μυριβήλης, που διακρίνονται για τις προοδευτικές τους ιδέες στο γλωσσικό ζήτημα και την προσφορά τους στην πολιτιστική ζωή του τόπου. Εντέλει, θα καταφέρει να απολαύσει τη συνεργασία τους στη συγγραφή εκπαιδευτικών-παιδαγωγικών βιβλίων, καθώς εκείνοι (και καμμία 20αριά ακόμη δημοτικιστές), ταμένοι με ευλάβεια στον στόχο της καθιέρωσης της δημοτικής, στην πραγματικότητα δεν έχουν κατανοήσει τα κοινωνικά και πολιτικά αίτια που «ποτίζουν» τις ρίζες του συντηρητισμού στη χώρα.
Ωστόσο, με τούτα και με κείνα, η περίοδος Μεταξά περνά ανώδυνα γι αυτή καθαυτή τη δομή της γλώσσας. Ο δικτάτορας τη μετατρέπει σε όχημα φασίζουσας προπαγάνδας, αλλά δεν την αλλοιώνει.
Μια επταετής περιπέτεια για τα ελληνικά
Η εποχή της εξοργιστικής κακοποίησής της θα ανατείλει με τη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία μάλιστα κάποτε θα προχωρήσει και στη διανομή εντύπου υπό τον τίτλο «Εθνική Γλώσσα», την έκδοση του οποίου «υπογράφει» το υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων, και όπου η δημοτική χαρακτηρίζεται «ιδίωμα των Ελλήνων του εξωτερικού (υπονοεί τον δημοτικιστή γλωσσολόγο Γιάννη Ψυχάρη, που έχει αναπτύξει πλούσια επιστημονική δραστηριότητα σε Γαλλία και Γερμανία) και των κομμουνιστών»! Ο ανώνυμος συντάκτης του κειμένου διατυπώνει τον «αδιαπραγμάτευτο κανόνα» ότι η εθνική γλώσσα οφείλει να συνδέεται με το παρελθόν του έθνους και να είναι κατανοητή από τον λαό, ο οποίος θα πρέπει να καταβάλλει ισόβια προσπάθεια για την κατανοεί…
Το περιεχόμενο του πολυσέλιδου εντύπου, που θα κυκλοφορήσει «βελτιωμένο» σε περισσότερες από δύο εκδόσεις, περιστρέφεται γύρω από την «ανωτερότητα της καθαρεύουσας έναντι της δημοτικής», ενώ καταβάλλεται προσπάθεια να αρθούν, ως ανεδαφικά, τα επιχειρήματα των δημοτικιστών. Οι Έλληνες πρέπει να εντοπίσουν τα στοιχεία, που είχαν κάνει την Ελλάδα μεγάλη και να αναγεννηθούν, λέει ο συντάκτης του κειμένου, ο οποίος βρίσκει αυτά τα στοιχεία στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στην καθαρεύουσα, που αποτελεί τη συνέχεια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ως εκ τούτου εγγυάται και τη συνέχεια του έθνους. «Αν ο Σωκράτης ανασταινόταν, θα καταλάβαινε τη γλώσσα μας» λέει.
Η ματιά του συντάκτη είναι ελιτίστικη και ναρκισσιστική. Στο σύνολό του το κείμενο διακατέχεται από διάθεση σύγκρισης ανάμεσα στην «ανώτατη» καθαρεύουσα και την «κατώτατη» δημοτική. Η δε προτροπή ότι ο λαός οφείλει να προσπαθεί αενάως να κατανοεί τη γλώσσα, δεν είναι τυχαία, διότι αυτός ο λαός αντιμετωπίζεται περιφρονητικά ως αγράμματος, «ανίκανος να αντιληφθεί το όποιο μέτρο στοχεύει στην υπεράσπιση της γλώσσας και στη δημιουργία νέων λέξεων». Ο «αγράμματος» μάλιστα λαός κατηγορείται για παραφθορά λέξεων εξαιτίας της βαθιάς άγνοιάς του.
Γενικά το έντυπο «Εθνική Γλώσσα», που αποτελεί μνημείο προσβολής του ελληνικού λαού και το οποίο ο συντάκτης ευλόγως αποφεύγει να υπογράψει, είναι η προσπάθεια των συνταγματαρχών να ανατρέψουν την έκβαση ενός παιχνιδιού, που βλέπουν να χάνεται, επιχειρώντας να κρατήσουν ισορροπίες ανάμεσα στη μισητή τους δημοτική και την αγαπημένη τους καθαρεύουσα, την οποία και αυτή έχουν φροντίσει να κακοποιήσουν.
(Το ερώτημα ποιος είναι ο συντάκτης του εντύπου δεν θα απαντηθεί ποτέ. Κατά μία εκδοχή είναι ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων, Οδυσσέας Αγγελής, ο επονομαζόμενος και «ακαδημαϊκός» χάριν της ιδιαίτερης μόρφωσης, που λέγεται ότι έχει. Κατά άλλη εκδοχή, πρόκειται για άνθρωπο του πανεπιστημιακού χώρου, καθώς στο κείμενο διατυπώνονται γλωσσικά παραδείγματα, κανόνες και εξαιρέσεις, αλλά και βάσιμες επισημάνσεις για τα κενά, που εμφανίζει η δημοτική γλώσσα. Επιπλέον, παρατίθενται ονόματα λογοτεχνών, έργων τους και μελετητών, που θα μπορούσαν να αποδοθούν μόνο σε ένα βαθύ γνώστη του χώρου).
Όπως κάμποσα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ντύνονται την προβιά της προστασίας και προαγωγής του εθνικού καλού, έτσι και η Επταετία, αυτή η ιδιαίτερη παρακμή της παραδοσιακής ελληνικής αστικής πολιτείας, στο θέμα της γλώσσας, ρίχνει μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Ο λόγος της -γραπτός και προφορικός- είναι μία καρικατούρα της καθαρεύουσας, ένα εξευτελιστικό υβρίδιο της Ελληνικής, πλήρες σολοικισμών και γραμματικών απρεπειών, που όμως δεν τολμά να του προσδώσει επίσημη υπόσταση. Στο Σύνταγμα της 15ης Νοεμβρίου 1968, που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ αριθμ. 267, στο άρθρο 6, δεν προσδιορίζεται επακριβώς η γλώσσα: «Επίσημος γλώσσα του κράτους και της εκπαιδεύσεως είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το Σύνταγμα και τα κείμενα της ελληνικής νομοθεσίας». Ο λόγος για τον οποίον δεν… εκτοπίζεται και νομοθετικώς στο πυρ το εξώτερον η δημοτική είναι ο ήδη γνωστός από την πρότερη δικτατορία: ο φόβος μήπως η αποκήρυξή της από το «επίσημο κράτος» σημάνει και την εκχώρησή της στον… ερυθρό κίνδυνο. «Να την αφήσωμεν εις στον κομμουνισμόν, να τους την παραχωρήσωμεν;» καταγράφεται στα Πρακτικά της συζήτησης επί του Συντάγματος του 1968 το ερώτημα του υπουργού Παιδείας, Θ. Παπακωνσταντίνου.
Το καθεστώς γνωρίζει ότι από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964, με την οποία επισημοποιείται η διδασκαλία της δημοτικής, έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος ώστε αυτή να θρονιαστεί στη συνείδηση του λαού. Επιπλέον, όσο «φιλότιμα» κι αν έχουν προσπαθήσει να επικοινωνήσουν τον «ιερό στόχο της επαναστάσεως να προστατεύσει το έθνος από την κομμουνιστικήν απειλήν», οι Απριλιανοί γνωρίζουν καλά ότι στην πραγματικότητα δεν έχουν έρεισμα στη λαϊκή βάση και μία τέτοια ευθεία βαθιά τομή στο επικοινωνιακό εργαλείο του λαού, δεν θα εξυπηρετήσει τη δημοφιλία τους. Αρκετοί, τέλος, εκτιμούν ότι ο Παπαδόπουλος, προσπαθεί προφανώς να προσεγγίσει τους ομογενείς του εξωτερικού, για τους οποίους θεωρεί λογικό να μη μιλούν καλά την Ελληνική. Έτσι, σε δύσκολες περιόδους κατά τις οποίες επικαλείται τα προσδιοριστικά χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας, όπως η εθνική συνείδηση και η θρησκεία, αποφεύγει την αναφορά στη γλώσσα.
Για την ώρα, πάντως, οι Απριλιανοί αρκούνται στα μηνύματα που στέλνουν οι «πύρινες» δηλώσεις του προέδρου Παπαδόπουλου εις… άπταιστον «καθαρή»: «Η χώρα διήρχετο μίαν κρίσην, αναζητούσα διέξοδον εξ ενός πολιτικού αξιεξόδου εις το οποίον είχε εισέλθει […] Ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών ανελάμβανε να βοηθήσει τον ανώτατον άρχοντα όστις ανεζήτη λύσιν εντός των συνταγματικών πλαισίων της ανευθυνότητός του (!) δια να βγάλει την χώραν από το αδιέξοδον»…
Προσπαθούν, μετατρέποντας σε δούρειο ίππο το υβρίδιο της καθαρεύουσας, που οι ίδιοι στις καθημερινές τους εμφανίσεις χρησιμοποιούν, να «αλώσουν» αναίμακτα το πεδίο της δημοτικής, στο οποίο όμως αναγκάζονται να προσφέρουν κάποιες παραχωρήσεις για τα έχουν με όλους καλά… Έτσι, ενώ με τον Α.Ν. (Αναγκαστικός Νόμος) 129/1967 («Η Γενική Εκπαίδευσις παρέχει αγωγή επί τη βάσει των ιδεωδών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού…»), η δημοτική γλώσσα περιορίζεται στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου και η καθαρεύουσα επανέρχεται στις υπόλοιπες τάξεις του δημοτικού, στο γυμνάσιο, στις παιδαγωγικές ακαδημίες και σε όλες γενικά τις ανώτερες σχολές, ως «όργανον εκφράσεως, γραπτής και προφορικής, διδασκόντων και διδασκομένων», το 1970, με το Ν.Δ. (Νομοθετικό Διάταγμα) 651 η διδασκαλία της δημοτικής επεκτείνεται σε ακόμη μία τάξη του δημοτικού σχολείου και το 1971 σε όλο το δημοτικό. Επιπλέον, για τη στήριξη της εθνικής οικονομίας, η χούντα στρέφεται προς την τεχνικο-επαγγελματική εκπαίδευση, ιδρύοντας σχολές, όπου η δημοτική κερδίζει έδαφος, λόγω της προέλευσης των σπουδαστών από τις τάξεις των χαμηλών εισοδημάτων.
Σημειώνεται ότι ο Α.Ν. 129/1967 χαιρετίστηκε με θέρμη από τον πανεπιστημιακό Γ. Κουρμούλη, πρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, ο οποίος στην 26η γενική συνέλευση της εταιρείας αναφέρει: «Η μεταρρύθμιση του 1964 επέφερε σάλον και σύγχισιν, εισαγάγουσα ανατροπήν της Ελληνομαθείας αμελετήτως, φανατικώς, προχείρως, ανεπιτρέπτως και σκορπίσασα εις τους εκπαιδευτικούς και όλους τους Έλληνας την ανησυχίαν, την έκπληξιν και τον τρόμον. Ευτυχώς κατά το 1967 έπνευσε νέος άνεμος και η Ελληνική Παιδεία απεκαταστάθη επί υγιούς βάσεως».
Στο μεταξύ, η ανατριχιαστική χορδή του φασίζοντος φωνητικού μετάλλου του «αρχιεπαναστάτη» εξακολουθεί τις…παραφωνίες της:
(Από το διάγγελμα του Γ. Παπαδόπουλου) «Οι Έλληνες και κατά ιστορικήν παράδοσιν, αλλά και κατά την βασικήν αντίληψιν και αγωγήν δεν είναι ποτέ ευεπίφοροι προς τον κομμουνισμόν, διότι ο κομμουνισμός δεν δύναται να έχει ουδέν σημείον κοινόν με τον ελληνοχριστιανισμόν που αποτελεί την βάσιν της διαπαιδαγωγήσεως των Ελλήνων κατά τον δρόμον της ιστορίας των…»!
Και σε άλλο απόσπασμα από ομιλία του Γ. Παπαδόπουλου στη Βουλή: «Απολαμβάνομεν το αγαθόν της ηρέμου, ειρηνικής και ομαλής κοινωνικής συμβιώσεως. Έκαστος Έλλην αναπτύσσει τας δραστηριότητάς του καθ΄ ων πέραν αυτών των δεικτών θα δώσω βασικά επιτεύγματα και τινας δείκτας ευημερίας δια να συνειδητοποιήσομεν πάντες επί του αυτού επιπέδου αυτό το οποίον ζώμεν ως αποτέλεσμα της προσπαθείας μας των τελευταίων ετών…».
Η αλήθεια είναι πως η προώθηση της ιδέας της απευθείας σύνδεσης των νεοελλήνων με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχε ήδη συντελεστεί μέσα στο διανοητικό σύμπαν του ελληνικού διαφωτισμού. Η γλώσσα ως πυλώνας της εθνικής ταυτότητας, ταξιδεύει από την αρχαιότητα και η καθαρεύουσα κρατάει γερά τον μίτο της αρχαιοελληνικής. Αλλά με την ανατολή του 20ου αι. το κλίμα είναι ιδανικό για ανατροπή του αρχαϊσμού. Οι κοινωνικές και πνευματικές ζυμώσεις μετά την ατυχή έκβαση του πολέμου του 1897 και τα εμφανή συμπτώματα εθνικού ξεπεσμού, ευνοούν την αναζήτηση καινοτομιών.
Η Επανάσταση στο Γουδί (1909) ανοίγει τον δρόμο στον Βενιζέλο, Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) και α΄ παγκόσμιος πόλεμος (1914-18), οδηγούν στην επέκταση των ορίων του κράτους, που περιλαμβάνει πια πολλούς μη ελληνόφωνους πληθυσμούς. Τα νέα δεδομένα γεννούν την ανάγκη για ένα απλό γλωσσικό εργαλείο, που θα τους εξελληνίσει. Ο δημοτικισμός φουντώνει, η αρχαΐζουσα χάνει έδαφος. Επιχειρούνται μεταφράσεις από αρχαία ή ξένα κείμενα. Η προσπάθεια να αποδοθούν στη Δημοτική τα Ευαγγέλια (Ευαγγελικά, 1901) και αρχαία δράματα (Ορεστειακά, 1903) συναντούν οργισμένη αντίδραση, ενώ ιδρύονται σύλλογοι δημοτικιστών, που επιδιώκουν την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση. Κι όταν όλα δείχνουν να παίρνουν έναν δρόμο φρεσκάδας και ανανέωσης, νοσταλγοί του… λαμπρού παρελθόντος, φρενάρουν (Μεταξάς) κι ακόμα χειρότερα οπισθοδρομούν (Επταετία) σε μία εποχή συντηρητισμού και σήψης, βάζοντας τη χώρα και τη γλώσσα στον γύψο. Η χούντα των συνταγματαρχών έμεινε στην ιστορία ως η περίοδος κατά την οποία συντελέστηκαν εγκλήματα σε βάρος της γλώσσας.
Ήταν τέτοιος ο εκφραστικός ευνουχισμός, τέτοια η λεκτική σύγχυση, τόσο άκριτη και επιπόλαιη η χρήση της γλώσσας, που η κακοποίησή της έφτασε σε σημείο να υπονομεύσει ακόμα και αυτή καθαυτή τη δομή της.
Πηγή: ΑΠΕ