Η αναλογία κόστους μαχητικών και πυροσβεστικών αεροσκαφών είναι 1 προς 3. Με τα χρήματα δηλαδή που αγοράσαμε ένα Rafale θα μπορούσαμε να έχουμε αγοράσει τρία πυροσβεστικά αεροσκάφη.

Αλλά γιατί δεν το έχουμε κάνει τον τελευταίο μισό αιώνα;

Η ανανέωση του στόλου των ιπτάμενων πυροσβεστικών μέσων ουδέποτε είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κυβερνήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Όλες οι κυβερνήσεις επικεντρώνονταν στις μεγάλες αμυντικές προμήθειες μαχητικών αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων φορτωμένα με τον πιο ακριβό εξοπλισμό και οπλισμό τους. Με βάση τα επίσημα στοιχεία του ΝΑΤΟ, οι αμυντικές δαπάνες της Ελλάδας σε σταθερές τιμές 2005 ήταν πάνω από 250 δις ευρώ, όταν το δημόσιο χρέος πριν την είσοδο της χώρας στο μηχανισμό στήριξης, στις 31/3/2010 ήταν 310 δις ευρώ σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών.

Οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δαπανήθηκαν 250 δις ευρώ για την αντιμετώπιση του εξωτερικού εχθρού και ψυχούλα για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού όπως είναι οι φυσικές καταστροφές.

Το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν λεφτά καταρρίπτεται απο το γεγονός ότι αν η Ελλάδα ακολουθούσε απλώς τον μέσο όρο των Ευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ ως ποσοστό των αμυντικών δαπανών επί του ΑΕΠ της για την περίοδο 1974-2010, τότε σε σταθερές τιμές 2005 θα είχε εξοικονομήσει 108.1 δις ευρώ εκ των οποίων θα μπορούσε κάλλιστα ένα μέρος να είχε διατεθεί για την δημιουργία αξιόπιστου στόλου αεροπυρόσβεσης όπως έχει δημιουργήσει η Τουρκία τα τελευταία έτη. Σύμφωνα με μελέτες και αναλύσεις, ένα σημαντικό ποσοστό του σημερινού δημόσιου χρέους των 360 δισ ευρώ που έχει η Ελλάδα οφείλεται στη σπατάλη 218 δις δολαρίων σε υπερβολικά ή και παράλογα εξοπλιστικά προγράμματα την περίοδο 1974 έως 2011, στο όνομα της «ασφάλειας» και της «εθνικής ανεξαρτησίας».

Στο ερώτημα γιατί μονόπλευρη αγορά όπλων για την άμυνα και όχι αγορά και εργαλείων για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών την απάντηση την δίνει το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης που στην ετήσια έκθεση του το 2011 (SIPRI Yearbook, 2011) όπου αναφέρει ότι οι προμήθειες αμυντικών εξοπλισμών αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των διεφθαρμένων συναλλαγών παγκοσμίως.

Και φυσικά η Ελλάδα δεν εξαιρείται απο τις διεφθαρμένες συναλλαγές στο πλαίσιο των αμυντικών αγορών όπως άλλωστε αποδείχτηκε εμπράκτως την περίοδο 1996-2006.

Επί μισό αιώνα η Ελλάδα ξόδεψε 250 δις για εξοπλισμούς και δεν προέβη σε καμμία ουσιαστική προμήθεια μέσων αεροπυρόσβεσης. Από το 1974 που η Ελλάδα απέκτησε εννέα πυροσβεστικά Canadair CL 215 και μόλις φέτος μπήκε στην γραμμή παραγωγής Canadair 515 CL, στο πλαίσιο συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών, με την καναδική κυβέρνηση και την εταιρεία που τα κατασκευάζει. Η Ελλάδα παρήγγειλε 7 Canadair 515 CL εκ των οποίων τα πέντε θα πληρωθούν μέσω ΕΣΠΑ και ευρωπαϊκών προγραμμάτων της επόμενης περιόδου και τα άλλα δυο μέσω του προγράμματος RescEU.

Ωστόσο, το πότε θα παραχθούν και θα διατεθούν τα συγκεκριμένα Canadair 515 CL ουδείς γνωρίζει με ακρίβεια αφού παραμένει στα χαρτιά και δεν έχει παραχθεί ούτε το πρωτότυπο…

Ως προς το επιχείρημα ότι τα τελευταία χρόνια είχε κλείσει η γραμμή παραγωγής της canadair η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και άλλου πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, όπως τα Ρωσικά Beriev Be-200 και τα Ιαπωνικά US-2 που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν την εναλλακτική λύση κατά τις δυο προηγούμενες δεκαετίες που η κλιματική αλλαγή είχε ήδη χτυπήσει τον κώδωνα του κινδύνου.

Στόλος αεροπυρόσβεσης δεν δημιουργήθηκε καθώς θεωρήθηκε ότι είναι επενδύση με περιορισμένο ορίζοντα χρήσης μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος, μόλις κάποιους μήνες το καλοκαίρι και γι αυτό οι ελληνικές κυβερνήσεις στράφηκαν στην ενοικίαση πτητικών πυροσβεστικών μέσων και κυρίως ελικοπτέρων όπως τα S-64, που μετακινούνται μεταξύ Νότιου και Βόρειου Ημισφαιρίου (μεταξύ Ευρώπης και Αυστραλίας). Μόνο το 2021 επί Νίκου Χαρδαλιά στο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και κλιματικης αλλαγής καθορίστηκε η απαίτηση για προμήθεια συνολικά 36 νέων μονοκινητήριων αεροσκαφών σταθερής πτέρυγας με ελικοστρόβιλο κινητήρα σε αμφίβια διαμόρφωση, εκ των οποίων τα 30 θα είναι μονοθέσια και τα 6 διθέσια (με δυνατότητα ελέγχου από αμφότερες τις θέσεις του πιλοτηρίου προκειμένου να χρησιμοποιούνται και ως εκπαιδευτικά).

Τα απαιτούμενα 36 αεροσκάφη θα έπρεπε να έχουν παραδοθεί εντός 6 ετών από την υπογραφή της σύμβασης.

Μάλιστα, μια έρευνα αγοράς που είχε γίνει το 2021 ενδεικτικά η τιμή ενός ρωσικού αεροσκάφους Beriev Be-200 κυμαίνεται από 45 έως 70 εκ. δολάρια, όταν το κάθε Rafale που αγόρασε η Ελλάδα ξεπέρασε τα 170 εκατ. δολάρια με την διαφορά να είναι περίπου 3 προς 1.

Εκτός από το ρωσικό αεροσκάφος η διεθνής αεροναυπηγική βιομηχανία έχει να επιδείξει ένα ακόμη μεγάλο αμφίβιο αεροσκάφος που δεν κατασκευάζεται από ρωσική ή κινεζική εταιρεία και το οποίο μπορεί να πιστοποιηθεί για την πραγματοποίηση αποστολών αεροπυρόσβεσης. Πρόκειται για το ιαπωνικό αεροσκάφος US-2 της εταιρείας ShinMaywa το οποίο μπορεί να μεταφέρει σε οκτώ δεξαμενές κατόπιν πιστοποίησης 15 τόνους νερού (σχεδόν τετραπλάσιο της ικανότητας των Canadair). Το αεροσκάφος βρίσκεται σε υπηρεσία στο Ιαπωνικό Ναυτικό και χρησιμοποιείται για την πραγματοποίηση αποστολών Έρευνάς και Διάσωσης. Όμως η κατασκευάστρια εταιρεία έχει πραγματοποιήσει μελέτη για την μετατροπή του και πιστοποίηση του για την πραγματοποίηση αποστολών αεροπυρόσβεσης. Σχετικές συζητήσεις είχαν ξεκινήσει το 2018 επι Κυριάκου Κυριακίδη στην Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών αλλά δεν τελεσφόρησαν.

 

Πηγή: iEidiseis