Όλα ξεκίνησαν από μία «ασφαλή» πληροφορία «εκ των έσω» κι όσο αυτή η πληροφορία «ταξίδευε» από στόμα σε στόμα εμπλουτιζόμενη φυσικά από τις σάλτσες ενός εκάστου, τόσο περισσότερο έπειθε για το αληθές της. Στο τέλος, όπως αναμενόταν, έσκασε σαν μπαλόνι γκρεμίζοντας επιχειρηματικούς προγραμματισμούς και σηματοδοτώντας το άλλο, το εντελώς διαφορετικό μέλλον ενός οικισμού…
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του Μεταξουργείου, στο ξημέρωμα του 1832. Από μία «ασφαλή» πληροφορία ότι εδώ θα χτιστούν τα ανάκτορα. Και τι είναι η περιοχή με το (καθόλου σικ) όνομα Χεζολίθαρο; Ένα απέραντο χωράφι ως εκεί που φτάνει το μάτι, μακριά από τον οικιστικό ιστό της Αθήνας. Όχι πως η πληροφορία είναι παραμύθι. Πράγματι το Χεζολίθαρο έχει πέσει στο τραπέζι από τον αρχιτέκτονα Λέο φον Κλέντσε σαν πρόταση για την ανέγερση των ανακτόρων. Για την ακρίβεια, ο Βαυαρός κάνει λόγο για την ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας. Περισσότερο κλίνει προς τον Κεραμεικό (Μεταξουργείο – Κολωνός – Κεραμικός, όμορα περιβόλια είναι) και όχι μόνον επειδή είναι σταυροδρόμι ζωογόνων ανέμων. Η περιοχή αντιπροσωπεύει την αίγλη τού λαμπρού αρχαιοελληνικού παρελθόντος του τόπου. Βλέπεις, εδώ, στη θέση του Δημόσιου Σήματος ήταν άλλοτε οι τάφοι των επιφανών ανδρών της αρχαιότητος, εδώ εκφώνησε και ο Περικλής τον περίφημο Επιτάφιό του.
Η φήμη που «χτίζει» έναν οικισμό
Όμως, από την πληροφορία έως την πραγματικότητα συχνότατα μεσολαβεί το χάος. Διότι εντέλει για τα ανάκτορα επιλέγεται ο λόφος της Μπουμπουνίστρας (Σύνταγμα). Αλλά στο μεταξύ ο πρίγκηπας Γεώργιος Καντακουζηνός, προσπαθώντας να ξεπεράσει τις εξελίξεις, πασχίζει να επενδύσει στο Χεζολίθαρο -που στο μεταξύ έχει μετονομαστεί στο ευπρεπέστερο «Χρυσωμένη Πέτρα» και για λίγο σε «Νέα Σφαίρα»- αγοράζοντας μία τεράστια έκταση, όπου έχει ήδη δρομολογήσει την ανέγερση ενός πρωτοποριακού αστικού ακινήτου, το οποίο προορίζει για εμπορικό κέντρο. Είναι ένα κτηριακό συγκρότημα με καταστήματα και κατοικίες (στη συμβολή των σημερινών δρόμων Μυλλέρου και Μεγάλου Αλεξάνδρου) και την ανέγερσή του επιβλέπει ο περίφημος Δανός αρχιτέκτονας Χανς Κρίστιαν Χάνσεν. «Έκανα τα σχέδια ενός μεγάλου γωνιακού κτηρίου με καταστήματα στο ισόγειο και κατοικίες στον όροφο. Αυτόν τον καιρό είμαι απασχολημένος με την οικοδόμηση» τηλεγραφεί ο Χάνσεν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πατρίδας του.
Στο σημείο, βέβαια, έχει παρατηρηθεί κι άλλη δραστηριότητα. Για παράδειγμα, απέναντι από το οικόπεδο του Καντακουζηνού, στη διασταύρωση Μυλλέρου και Κεραμεικού, έχει προλάβει να αγοράσει και να κτίσει ο Νεγρεπόντης, «τέκνο της Ελλάδας με σπουδαία δράση εις την αλλοδαπήν». Το οίκημα των 10 δωματίων είναι ένα από τα μεγαλύτερα της Αθήνας. Το 1834 βρίσκεται να στεγάζει την Αγγλική Πρεσβεία αντί αδρού ενοικίου, που εικάζεται ότι ξεπερνά ακόμη κι αυτό της οικίας Κοντόσταυλου, στη Σταδίου (παλιά Βουλή), που εκτελεί χρέη παλατιού!
Η είδηση ότι για την ανέγερση των ανακτόρων προκρίνεται εντέλει η Μπουμπουνίστρα, πέφτει σαν βόμβα στους κύκλους αυτών των πρώτων φερέλπιδων επενδυτών. Ο Καντακουζηνός παρατάει στη μέση το φιλόδοξο σχέδιό του. Σε χρόνο ρεκόρ, η ζήτηση αστικής γης στρέφεται σε άλλες, βόρειες και βορειοανατολικές περιαστικές ζώνες, που αρχίζουν πρώτες να οικοδομούνται. Αλλά οι κατοικίες που έχουν ήδη κτιστεί στη Χρυσωμένη Πέτρα, ακόμη κι αν εγκαταλείπονται από τους εύπορους ιδιοκτήτες τους, κρατούν ανοικτή την προοπτική μετατροπής της περιοχής σε οικιστική ζώνη. Η Αγγλική Πρεσβεία, πάντως, παραμένει στο αρχοντικό Νεγρεπόντη, άλλωστε, ένα τέτοιο οίκημα είναι θέμα prestige για τη χώρα, που φιλοδοξεί να κινεί το πιόνι της Ελλάδας στη διεθνή σκακιέρα…
Το συγκρότημα μένει ημιτελές για 20 χρόνια, ώσπου το 1852 αγοράζεται από την αγγλική εταιρεία «A. Wrampe & Co» προκειμένου να αποπερατωθεί και να στεγάσει μεταξουργείο. Στόχος της νέας ιδιοκτησίας είναι να δημιουργήσει το μεγαλύτερο εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού στη χώρα. Άλλωστε, η πρώτη ύλη αφθονεί στην Ελλάδα. Ένα μεγάλο κομμάτι της οικοτεχνίας σε Καλαμάτα, Λαμία και Άνδρο ασχολείται με τη μεταξουργία. Ωστόσο, τα φιλόδοξα σχέδια της εγγλέζικης εταιρείας πολύ σύντομα θα καταρρεύσουν. Αποτυχημένα επιχειρηματικά της ανοίγματα στο εξωτερικό σε συνδυασμό και μία πανδημία χολέρας, που θα αποδεκατίσει αρκετά από τα μέλη της οικογένειας των εργοστασιαρχών, οδηγούν την «A. Wrampe & Co» σε πτώχευση, πριν καλά καλά «βάλει το κλειδί» στην είσοδο του κτηρίου. Ταμένο, θαρρείς, να μην ανταποκριθεί στις ελπιδοφόρες αξιώσεις εκείνου που το οραματίστηκε, το κτήριο πέφτει πάλι σε εγκατάλειψη. Ακόμη και το «βάπτισμα» λειτουργίας που θα πάρει σε λίγο, θα είναι ζοφερό. Η χολέρα έχει φτάσει και στην Αθήνα και γεννά ανάγκες για χώρους απομόνωσης και αποκλειστικής φροντίδας των προσβεβλημένων από τη νόσο. Η κτηριακή εγκατάσταση στην καρδιά της Χρυσωμένης Πέτρας θα μετατραπεί σε «Νοσοκομείο Χολεριώντων» και για δύο χρόνια θα στεγάσει τον πόνο των αρρώστων. Όταν περάσει η λαίλαπα της νόσου, οι εγκαταστάσεις θα πέσουν και πάλι στην εγκατάλειψη. Αυτή τη φορά όχι για πολύ.
Ο Αθανάσιος Δουρούτης είναι τραπεζίτης και μεταξοβιομήχανος. Ηπειρώτης, από τους Καλαρρύτες, αλλά η οικογένειά του, έμποροι μαλλιού, εγκατέλειψε το χωριό για την Ιταλία, όπου ανέπτυξε σπουδαία εμπορική δραστηριότητα. Σε ένα τέτοιο δραστήριο και δημιουργικό περιβάλλον γεννιούνται τα αδέλφια Δουρούτη, Ιωάννης, Κωνσταντίνος και Αθανάσιος. Αυτός ο τελευταίος, μετά την απελευθέρωση, θα επιστρέψει στην πολλά υποσχόμενη Ελλάδα και μαζί με τον αδελφό του, Κωνσταντίνο, θα ιδρύσουν δύο εργοστάσια κατεργασίας μεταξιού στη Σπάρτη και την Καλαμάτα. Όταν και τα δύο θα καταστραφούν από πυρκαγιά, ο Αθανάσιος θα πάρει την απόφαση να έρθει στην Αθήνα. Άλλωστε, ο φίλος του ιδρυτής και διευθυντής του πρώτου ελληνικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος (Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα), Γεώργιος Σταύρου, με τον οποίο είχε γνωριστεί και δεθεί στην Ιταλία, τον παρακινεί από καιρό να μετακομίσει στη νέα πρωτεύουσα, όπου οι ευκαιρίες για βιομηχανική ανάπτυξη είναι πολλές.
Ο Δουρούτης, βαθιά πεπεισμένος ότι «η Ελλάς έχει ανάγκη τη βιομηχανίαν», δεν θέλει και πολύ για να αποφασίσει. Άλλωστε, η συγκυρία τον ευνοεί. Στη Χρυσωμένη Πέτρα υπάρχει ένα έτοιμο κτηριακό συγκρότημα, που χτίστηκε για μεταξουργείο, αλλά οι ως τώρα περιστάσεις δεν ευνόησαν να υπηρετήσει τον λόγο της ύπαρξής του. Είναι ευκαιρία να κάνει ένα νέο ξεκίνημα, στο πεδίο που πολύ καλά γνωρίζει. Το 1854 στην προμετωπίδα του κτηρίου τοποθετείται η ταμπέλα: «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανασίου Δουρούτη και Σία». Δίπλα στο εργοστάσιο, μέσα σε κατάφυτο κτήμα, ο νέος ιδιοκτήτης χτίζει το σπίτι του. Ολόγυρα ο παράδεισος. Λεμονιές, αμυγδαλιές, τζιτζιφιές, πεύκα. Το εργοστάσιο παράγει υψηλής ποιότητας προϊόν, αλλά έχει και την καλύτερη φήμη ως εργασιακού περιβάλλοντος. Ο Δουρούτης γίνεται ο δεύτερος πατέρας του προσωπικού, που αριθμεί περί τους 200 ανθρώπους (άλλες πηγές διπλασιάζουν τον αριθμό) και που στην πλειονότητά του είναι γένους θηλυκού. Προστατεύει τις εργάτριες, σέβεται τη μητρότητα, επιβλέπει ο ίδιος σχολαστικά τις συνθήκες υγιεινής στους χώρους εργασίας και, το κυριότερο, με ειδική διάταξη στον κανονισμό, επιτρέπει στα κορίτσια να τραγουδούν όσο εργάζονται!
«Σαν φορείς αυτό το φέσι με τη φούντα τη χρυσή, τρέμει ο ουρανός να πέσει με τ΄ αστέρια του μαζί» δραπετεύουν οι μελωδικές φωνές από τα παράθυρα του εργοστασίου συγκεντρώνοντας τριγύρω τους δερβισόμαγκες της εποχής, που περιμένουν το σχόλασμα για να πειράξουν με σφυρίγματα τις κοπέλες. «Ούτε η αστυνομία δεν τους κάνει καλά, αφεντικό» διαμαρτύρονται στον Δουρούτη κάποιες εργάτριες, που έχουν δεχθεί χυδαία πειράγματα κι εκείνος βρίσκει τη λύση. Προσλαμβάνει για φύλακες δύο γεροδεμένους Μανιάτες, που επιπλέον οπλοφορούν επιδεικνύοντας τα κουμπούρια τους, και τα κουτσαβάκια παίρνουν δρόμο και στρατί.
Η Αθήνα ξανασυστήνεται ως πρωτεύουσα. Συγκεντρώνει πληθυσμό από την περιφέρεια, αλλά και ομογενείς που επιστρέφουν στην ελεύθερη πια πατρίδα, βλέποντας ταυτόχρονα έδαφος πρόσφορο για επενδύσεις. Στη Χρυσωμένη Πέτρα, παρότι αρκετά μακριά από την οικιστική ζώνη της πόλης, το εργοστάσιο του Δουρούτη είναι πυρήνας ζωής και δημιουργίας. Οι εργάτριες στήνουν τα σπιτικά τους πέριξ της επιχείρησης, προσελκύουν μικρεμπόρους, κάνουν οικογένειες, δημιουργούν τη δική τους ζωηρή κυψέλη. Εδώ ξεπετιέται η πρώτη γενιά Μεταξουργιωτών. Το 1856 η περιοχή αναβαπτίζεται. Το Χεζολίθαρο, που έγινε Νέα Σφαίρα κι έπειτα Χρυσωμένη Πέτρα καθιερώνεται πια ως Μεταξουργείο και δικαίως, αφού εδώ, γύρω από το εργοστάσιο του Ηπειρώτη επιχειρηματία, κυκλοφορεί ένα πολύβουο μελίσσι, που εργάζεται πυρετωδώς, ξημεροβραδιάζεται, αναπαράγεται και δημιουργεί έναν δραστήριο οικισμό με προοπτική. Καθώς τα σπιτάκια αυξάνονται και πληθύνονται, ένας καμβάς τεχνιτών, μικρεμπόρων, ανθρώπων του μόχθου πλέκεται στη γειτονιά του μεταξιού, δίνοντάς της χρώμα και ταυτότητα. Μικρές παραγωγικές μονάδες παρεισφρέουν ανάμεσα στα φτωχόσπιτα παγιώνοντας στη συνοικία έναν μικτό χαρακτήρα. Επιχειρήσεις ξυλεμπορίας και οικοδομικών υλικών, εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλου και γυαλιού, τυπογραφεία, μικρά πρατήρια ένδυσης και υπόδησης εγκαθιστούν εδώ την έδρα τους. Το Μεταξουργείο αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς χάριν της έλευσης ανθρώπων από την επαρχία, που αναζητούν την τύχη τους στην πρωτεύουσα. Στο μεταξύ, εκπρόσωποι μίας άλλης, «ανώτερης» κοινωνικής τάξης, οι Δουρούτηδες, ως κάτοικοι κι αυτοί, προσελκύουν αντίστοιχου «φυράματος» Αθηναίους. Ο Δουρούτης φέρνει τον Κουμουνδούρο (θα «βαφτίσει» αργότερα την πλατεία -στην οποία βρίσκεται το αρχοντικό του- και επί του παρόντος ονομάζεται Αγίας Ειρήνης) κι εκείνος τον Χατζηπέτρου και τον Προβελέγγιο και τόσους άλλους. Η γειτονιά διαμορφώνεται σε μικροαστικό ιστό με μικτή χρήση, αλλά έχει κι αυτή τη δική της αρχοντική σφραγίδα.
Από τα 1850, στη σημερινή διασταύρωση των δρόμων Λεωνίδου και Γιατράκου, υψώνεται το αρχοντικό της οικογένειας Δημητρίου Μπότσαρη, όπου σε λίγα χρόνια θα στεγαστεί η Διοίκηση Πυροβολικού. Το χάραμα της 11ης Οκτωβρίου 1862, εδώ, σε αυτό το οίκημα του Μεταξουργείου, επάνω στο τραπέζι που εκτελεί χρέη γραφείου του διοικητή, «υπό το τρεμάμενο φως ενός λυχναριού», Δεληγιώργης, Βούλγαρης, Κουμουνδούρος και Ζαΐμης, υπαγορεύουν και υπογράφουν το ψήφισμα, που εξορίζει τον Όθωνα.
Το εργοστάσιο του μεταξιού πεθαίνει, ζήτω το Μεταξουργείο
Το θέμα είναι πως ακόμα κι αν το μετάξι έμπαινε στη ζωή ολόκληρου του ντόπιου πληθυσμού -που προσπαθεί κουτσά στραβά να εξασφαλίσει τα προς το ζην- θα ήταν και πάλι δύσκολο για το εργοστάσιο να συντηρήσει τις εκατοντάδες των εργατών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτό. Ασφαλώς, ο μεγάλος όγκος της παραγωγής φεύγει στο εξωτερικό και εν προκειμένω στη Γαλλία, που αποτελεί τον βασικό πελάτη του Δουρούτη. Αλλά, ως γνωστόν, το εμπόριο είναι σαν το κύμα της θάλασσας. Πότε φουρτούνα και πότε μπουνάτσα. Σε μία εποχή μάλιστα, που γύρω όλα αλλάζουν, εύκολα μετατρέπεται σε κινούμενη άμμο. Έτσι, ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1871 κηρύσσει πρώτα την ήττα του Δουρούτη. Οι Γάλλοι σταματούν την εισαγωγή μεταξωτών προϊόντων και μία ασθένεια του μεταξοσκώληκα, που μεταδίδεται ραγδαία αφανίζοντας την πρώτη ύλη, έρχεται να βάλει ταφόπλακα στην επιχείρηση. Ο ιδιοκτήτης προσπαθεί να αποτρέψει την πτώχευση. Ζητεί κρατική βοήθεια, αλλά η Ελλάδα, παραδομένη στον αρρωστημένο πυρετό της εναλλαγής κυβερνήσεων Δηλιγιάννη-Βούλγαρη-Τρικούπη, ουδεμία βοήθεια μπορεί να προσφέρει. Το 1875 το εργοστάσιο βάζει λουκέτο και οι εκατοντάδες οικογένειες των εργατών θρηνούν. Με κόπο οι Δουρούτηδες καταφέρνουν να σώσουν το ακίνητο από τους πλειστηριασμούς, αλλά τι να το κάνουν, αφού δεν μπορούν να το ξαναλειτουργήσουν; Για χρόνια πολλά το επιβλητικό συγκρότημα ρημάζει από την εγκατάλειψη, παρασύροντας στη θλίψη του ολόκληρη τη συνοικία. Κάποτε, το ρυμοτομικό σχέδιο το διχοτομεί, απαλλοτριώνει και κατεδαφίζει το ένα κομμάτι του.
Θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια διαφορετικών χρήσεων, κακοποίησης και εγκατάλειψης έως ότου δει και πάλι φρεσκάδα και ζωή, αυτή τη φορά στα «χέρια» του Δήμου Αθηναίων, που θα το επισκευάσει και θα το λειτουργήσει ως Πινακοθήκη.
Αλλά η ζωή συνεχίζεται και βρίσκει διεξόδους κι έπειτα η γειτονιά, και χωρίς το μεταξουργείο της, έχει αποκτήσει ήδη μία παραγωγική δυναμική. Έτσι, παρά τις δυσκολίες, τις ατυχίες, τις κρίσεις, οι Μεταξουργιώτες θα βρουν τρόπο να ζήσουν. Μα με γιατροσόφια επί πληρωμή, μα με μικρεμπόριο στους δρόμους, μα με κάμποσα μεροκάματα στο πιλοποιείο του Πουλόπουλου, στα όμορα Πετράλωνα (αυτό το τελευταίο, μάλιστα, επειδή θα παράγει ιταλικού τύπου καπέλα, έχει συγκεντρώσει εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ιταλία, οι οποίοι εγκαθίστανται στο Μεταξουργείο και στήνουν τη δική τους γειτονιά). Άλλωστε, στον όμορο Κεραμεικό λειτουργεί ήδη από το 1862 το Εργοστάσιο Φωταερίου της Αθήνας (Γκάζι), που επεκτείνει τις δραστηριότητές του και αργότερα θ΄ ανοίξει στην περιοχή και το Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Θα βγουν και από κει μεροκάματα. Άσε που όσοι τυχεροί έχουν αυλή, στήνουν συχνά πυκνά παραστάσεις καραγκιόζη για τα παιδιά. Θέλει πολλά ένα παιδί για να περάσει καλά; Ένα πενηνταράκι το κεφάλι είναι το εισιτήριο. Είκοσι πιτσιρικάδες να μαζευτούν, να το το δεκάρικο! Δυό ημερών φαΐ είναι! Στα ζόρικα, η οικογένεια θα στριμωχτεί στο ένα δωμάτιο και το άλλο θα το νοικιάσει σε κανέναν μπεκιάρη, που θα διοριστεί εδώ αστυφύλακας ή δάσκαλος κι αυτό το νοίκι θα βγάλει τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Με ή χωρίς παπούτσια, τα παιδιά θα παίξουν στους λασπόδρομους, οι κυράδες θα πιουν το καφεδάκι τους στα κατώφλια των σπιτιών τους, οι κύρηδες θα απολαύσουν ρεφενέ ένα κατοσταράκι στο κουτούκι του Σωτηρόπουλου. Φτωχικά. Χωρίς απαιτήσεις. Οι εικόνες, που καταγράφουν οι παρατηρητές της εποχής, είναι ενδεικτικές. Έξω από ένα κατάστημα, σε μία από τις παρόδους της μικρής πλατείας (Μεταξουργείου) κρέμονται τα τρία σύμβολα της κουρευτικής (μία πετσέτα, ένα χάλκινο τάσι και μία αλογοουρά) και από κάτω, ακουμπισμένη σε ένα χαμηλό τραπέζι, μία μεγάλη γυάλα γεμάτη βδέλλες προσφέρεται για θεραπεία της υπέρτασης… Ο καταστηματάρχης είναι μπαρμπέρης και γιατρός και φαρμακοποιός και άσσος στα ξόρκια και τα βότανα! Αυτή, βέβαια, δεν είναι εικόνα μόνον του Μεταξουργείου, αλλά όλων των φτωχογειτονιών των ελληνικών πόλεων που θα εξελιχθούν σε δημοφιλή αστικά κέντρα. Και όπως παντού στην Ελλάδα, έτσι κι εδώ, θα βρεθούν κάποιοι που με το κύρος και τις υψηλές γνωριμίες τους θα επηρεάσουν τις εξελίξεις… Όταν η περιοχή μπαίνει στο ρυμοτομικό σχέδιο, η βασική οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου σχεδιάζεται σε πλάτος 18 μέτρων με εκατέρωθεν δενδροφύτευση. Οι ρυμοτόμοι Κλεάνθης και Σάουμπερτ έχουν ως μπούσουλα τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές πόλεις, με τις ευρύχωρες πλατείες και τους φαρδείς δρόμους, ώστε να υπηρετείται ο σωστός εξαερισμός των οικισμών. Αλλά εδώ είναι Ελλάδα. Μικροϊδιοκτήτες και η οικογένεια Σκουζέ, που διαθέτει μεγάλο αριθμό οικοπέδων στην περιοχή, δεν προτίθενται να θυσιάσουν τις περιουσίες τους για τους δρόμους. Έτσι, με παρεμβάσεις «άνωθεν» καταφέρνουν να ψαλιδίσουν το πλάτος της οδού κατά έξι ολόκληρα μέτρα! Όσο για τη δενδροφύτευση, γίνεται. Αλλά δεν φτουράει. Θυσιάζεται στις ανάγκες της εποχής (θέρμανση, μαγείρεμα σε ξυλόσομπες κ.λπ.).
Για την ώρα, λοιπόν, τα σπιτάκια είναι χαμηλά, με εξωτερικές τουαλέτες, βόθρους και ανύπαρκτη ύδρευση. Στο γύρισμα του αιώνα, σε ολόκληρη την Αθήνα υπάρχουν 34 νερομάνες (βρύσες), απ΄ όπου οι κάτοικοι προμηθεύονται το νερό της καθημερινότητας. Μία από αυτές είναι ανάμεσα στο Μεταξουργείο και τον Κολωνό, στη γωνιά των δρόμων Αλαμάνας και Κιλκίς, και ένας υπάλληλος του δήμου είναι επιφορτισμένος με το άνοιγμα και το κλείσιμο της βρύσης. Οι γυναίκες συνωστίζονται από νωρίς για να προλάβουν. Συχνά πυκνά τσακώνονται για τη σειρά. Καμμία φορά πέφτει και ξεμάλλιασμα!
Οι άντρες πάλι, τσακώνονται στους καφενέδες για τον Δηλιγιάννη. Είναι η ήρωας της γειτονιάς, ο πολιτικός της καρδιάς τους. Ειδικά στο καφενείο του έξυπνου Συριανού Εμμανουήλ Βούξινου, που βρίσκεται στην περιοχή της Κολοκυ(ν)θούς (έχει πάρει το όνομά της από την πληθώρα των περιβολιών, που αρχικά την είχαν βαφτίσει «λαχανάδικα»), όταν πιάνουν τα πολιτικά, γίνεται το σώσε! Κι αν τύχει και περάσει από εκεί κανένας τρικουπικός και τους κουνηθεί, έρχονται και στα χέρια! Τον Απρίλιο του 1895, όταν ο Τρικούπης υφίσταται ταπεινωτική εκλογική ήττα και αποσύρεται από την πολιτική, οι δηλιγιαννικοί αντίπαλοί του, εδώ στην πλατεία (Καραϊσκάκη) οργανώνουν την «κηδεία» του!
Σε κάθε προεκλογική περίοδο, η γειτονιά μετατρέπεται σε πεδίο αντιπαραθέσεων, ενίοτε και … μαχών. Το ίδιο πάθος, ο ίδιος πολιτικός πυρετός θα διακατέχουν την περιοχή όλες τις κατοπινές περιόδους και κυρίως, εκείνες, που έτσι κι αλλιώς έχουν καταγραφεί με έντονα γράμματα στην πολιτική ιστορία του τόπου. Ένα μελανό της κομμάτι, άλλωστε, μία σύγκρουση βασιλικών και βενιζελικών, στα δύσκολα του 1920, με νεκρό και τραυματίες, θα γραφτεί ακριβώς εδώ στο Μεταξουργείο.
Παραμονές δημοτικών εκλογών, απόγευμα των αρχών του 20ού αι. Επικρατεί αναστάτωση. Ο Κ. Δημητριάδης, στο βιβλίο του «Παλιές γειτονιές» περιγράφει κλίμα, που μυρίζει κυριολεκτικά μπαρούτι: «Ένας ανταριασμένος χείμαρρος με φλογοβόλο ανθρώπινη λάβα θα ξεχυνόταν σε λίγο από το εκλογικό εκείνο ηφαίστειο -που ήταν πάντα το Μεταξουργείο- στην κεντρική πλατεία και με αγριοφωνάρες, τούμπανα, πειράγματα, βαρελότα, κουμπουριές θα χαντάκωνε τελειωτικά τον αντίθετο στη δημαρχιακή εκλογή».
Θύμα του ασίγαστου πολιτικού πάθους θα κινδυνεύσει να πέσει και ο Βασίλης Αυλωνίτης την ώρα, που επί σκηνής («Περοκέ») κάνει πολιτική σάτιρα προκαλώντας μία συντροφιά φανατικών βενιζελικών, ένας εκ των οποίων βγάζει πιστόλι και πυροβολεί! Τη σφαίρα που προορίζεται για τον ηθοποιό θα δεχθεί ο άτυχος μηχανικός σκηνής, ο οποίος θα αφήσει την τελευταία του πνοή.
Το 1927 δημοσιογράφος της εφημερίδας «Ακρόπολις» καταγράφει παράπονα των κατοίκων του Μεταξουργείου, με χρώματα τόσο μελανά που αποδίδονται στην αντιπολιτευτική γραμμή του εντύπου: «Ο δήμαρχος Σπύρος Πάτσης αδιαφορεί, η πλατεία είναι βρόμικη, νερά λιμνάζουν σε πολλούς δρόμους, η σκόνη είναι τόση που τον χειμώνα με τις βροχές γίνεται λάσπη και τους κάνει αδιάβατους. Η φτώχια κρέμεται από τα παράθυρα, έρχονται άνθρωποι από μακριά για να αγοράσουν 2-3 δισκία κινίνο επειδή δεν έχουν για ολόκληρο το σωληνάριο…».
Μια συνοικία, ολόκληρη σκηνή…
Στο μεταξύ, ο τετραπέρατος Βούξινος κάνει χρυσές δουλειές. Πίσω από τον καφενέ του ανοίγει καλοκαιρινό θέατρο, που φέρει το όνομά του και γνωρίζει μεγάλες δόξες, με την επιθεώρηση «Σκούπα» του ηθοποιού και συγγραφέα Θάνου Ζάχου. Αργότερα, θα μετονομαστεί σε «Θέατρο του Λαού» και μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο, θα αλλάξει χέρια, θα γίνει κινηματογράφος και θα καταλήξει στον τελευταίο απόγονο της οικογένειας Δουρούτη, τον Ιωάννη.
Ο Βούξινος, πάντως, έχει κάνει την αρχή. Σε μερικές δεκαετίες το Μεταξουργείο μετατρέπεται ολόκληρο σε μία σκηνή! Στα δρομάκια του φιλοξενεί κάθε λογής θέαμα. Καραγκιόζη, παντομίμες, ταραντέλες, θεατράκια. Μία νέα αγορά, της έμπνευσης, της πνευματικής δημιουργίας έχει ανοίξει. Άνθρωποι της τέχνης εγκαθίστανται εδώ και παράγουν έργο. Τις νύχτες οι χωμάτινες πλατείες καταβρέχονται για να υποδεχθούν την πελατεία τους από όλη την Αθήνα. Οι ζωηροί θαμώνες συγκεντρώνονται εδώ στους καφενέδες ή στην ιστορική πια ταβέρνα των Εργατών. Θα κουτσοπιούν, θα κάνουν κέφι κι όταν μαζευτούν κάμποσοι, θα τραβήξουν για τη συνέχεια της βραδιάς. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στον Μικρό Ρωμηό του ο ιστορικός Ελ. Σκιαδάς… θα φτάσουν στην είσοδο του θεάτρου ή του κινηματογράφου και θα ρωτήσουν στο ταμείο: Είμαστε τριάντα. Να μπούμε με τρία κατοστάρικα; «Περοκέ», «Πανόραμα», «Αλκαζάρ», «Μάντρα του Αττίκ», «Σινέ Λαού», «Σινέ Ερμής» (μετά τον πόλεμο θα το αγοράσει η Σοφία Βέμπο με τις οικονομίες μιας ζωής και θα το μετατρέψει σε θέατρο) «Βικτώρια» και πολλά άλλα. Με εισιτήριο προσιτό. Γιατί η τέχνη πρέπει να είναι προσβάσιμη από όλα τα βαλάντια.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που γεννήθηκε στη Νάξο, αλλά μεγαλώνει εδώ στο Μεταξουργείο, στην οδό Παραμυθιάς, εμπνέεται την αυλή του, την περίφημη «Αυλή των Θαυμάτων» και ο γέννημα θρέμμα Μεταξουργιώτης Δημήτρης Χριστοδούλου εδώ σκαρώνει τους στίχους, που μετατρέπουν σε μεγάλες επιτυχίες ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Λίνος Κόκοτος, ο Ζορζ Μουστακί, ο Γιώργος Ζαμπέτας… «Κάτω από τη μουριά της οδού Πλαταιών σταματούσαμε για να συζητήσουμε με τον Καμπανέλλη και κάτω από αυτή τη μουριά έχει παίξει όλη η γενιά μου» θα δηλώσει αργότερα σε κάποια συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση ο ποιητής. Σε αυτή την ίδια συνέντευξη θα πει ότι χαρακτηριστικό της συνοικίας του Μεταξουργείου ήταν πάντα η ανθρωπιά και αυτό επηρέασε το έργο του… Κι είναι κι άλλοι Μεταξουργιώτες, που γράφουν τη δική τους ιστορία. Το ζωηρό αγοροκόριτσο της οδού Λεωνιδίου, που εξελίσσεται στην υπέροχη Μαρίκα Κοτοπούλη και ο θαυμάσιος Πέτρος Κυριακός και ο συνθέτης Γιώργος Ζαμπέτας και ο επιθεωρησιογράφος και στιχουργός Ηλίας Λυμπερόπουλος και οι λογοτέχνες Αντώνης Σαμαράκης και Τάσος Λειβαδίτης. Και άλλοι, που δεν είναι γεννήματα αλλά θρέμματα του Μεταξουργείου κι έχουν αφήσει εδώ τα μικράτα τους, ακριβή παρακαταθήκη για τους επόμενους. Αλέκος Λειβαδίτης, Έλλη Λαμπέτη, Κώστας Ταχτσής, Τάκης Μηλιάδης, Φώτης Πολυμέρης… Και πώς όχι, αφού στα αναρίθμητα θέατρα και ταβερνεία της περιοχής κερδίζουν τη ζωή τους, προσφέροντας απλόχερα την τέχνη τους στους διψασμένους θαμώνες.
Έτσι καθώς είναι από τη φύση του ψυχοπονιάρικο, το Μεταξουργείο, λίγο μετά τον πόλεμο του ΄40, κρεμάει ταμπέλα για τους φουκαράδες στη γωνιά των δρόμων Πέλλης και Προφήτη Δανιήλ. «Άσυλο των Φουκαράδων» λέγεται και δεν είναι άλλο από ξενώνας για τους άστεγους μεροκαματιάρηδες. Ένα λαϊκό υπνωτήριο.
Αυτή την εποχή εμφανίζονται και εδώ, όπως σε κάθε λαϊκή γειτονιά, οι πρώτες πεταλούδες της νύχτας, που δεν «χώρεσαν» στην πολυπληθή πειραιώτικη Τρούμπα. Τα κόκκινα φανάρια «τρυπώνουν» ανάμεσα σε μηχανουργεία, μαραγκούδικα και φτωχόσπιτα και ζητούν κι αυτά το μερίδιό τους από την ισχνή αγορά. Δυσφορούν ελαφρώς οι κυρίες των αυλών, αλλά η γκρίνια τους περιορίζεται στο αναμεταξύ τους «κουσκούς». «Ο φτωχός τον φτωχό συμπονάει», που λέει κι ο λαός… Πώς να του πάρεις τη μπουκιά απ΄ το στόμα; Άλλωστε, σε πολύ λίγο καιρό, στην περιοχή θα μείνουν μόνες «οι κοπέλες» ή σχεδόν μόνες… Μετά τα δύσκολα χρόνια της ψωροκώσταινας, ακόμα κι αυτοί οι μεροκαματιάρηδες του Μεταξουργείου θα αναζητήσουν αλλού τη ζωή τους. Είναι ζωσμένοι πια από πολυσύχναστους δρόμους, που φέρνουν φασαρία και ρύπανση, κι επιπλέον αποκλεισμένοι από την προοπτική της οικιστικής βελτίωσης, καθώς η γειτονιά τους έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και τα περισσότερα χαμόσπιτα δεν «σηκώνουν» ανοικοδόμηση. Αλλά κι εκείνα που «σηκώνουν», δεν υπάρχει κομπόδεμα για να ξοδευτεί στην ανακαίνισή τους. Είναι αυτά τα τελευταία, που κρατούν τους ιδιοκτήτες τους αμετακίνητους στον τόπο, πιστούς λάτρεις του Μεταξουργείου. Τα επόμενα χρόνια, στο δεύτερο μισό του 20ού αι., η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής αλλάζει. Ταλαίπωροι μετανάστες κυνηγημένοι από τον τόπο τους αναζητούν εδώ μία νέα πατρίδα και τα παιδιά των παλιών μεγαλώνουν και φεύγουν να στήσουν αλλού τα σπιτικά τους. Αλλά οι γονείς μένουν εδώ ίσαμε το τέλος. Στην τρίτη ηλικία πια, οι μανάδες να ανταλλάσσουν τα νέα της γειτονιάς έξω απ΄ τα καμαράκια των κουκλίστικων πεζοδρόμων, οι μπαμπάδες να διαβάζουν συλλαβιστά τις εφημερίδες στα καφενεία. Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν οι τόποι, αλλά όχι οι άνθρωποι.
Πηγή: Τόνια Α. Μανιατέα/ΑΠΕ – ΜΠΕ