Από τους ισχυρότερους συνδετικούς κρίκους και δεσμούς του Μικρασιατικού Ελληνισμού με το Ρέθυμνο, ήταν αφενός η αγάπη των προσφύγων για τη νέα πατρίδα, αφετέρου τα φιλόξενα σχολεία και η ίδρυση νέων, σε έναν νομό, που μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 σε πληθυσμό η πόλη του Ρεθύμνου, δεν υπερέβαινε τις 8 με 9 χιλιάδες ανθρώπους.
Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1922 κατέπλευσε στο λιμάνι του Ρεθύμνου το υπερωκεάνιο ΠΑΤΡΙΣ φέρνοντας στη νέα πατρίδα, στη ρεθεμνιώτικη γη της ελπίδας, τους πρώτους 2.800 πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Ακολούθησαν το 1924 μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης 400 πρόσφυγες που τους αποβίβασε το πλοίο ΑΝΤΙΓΟΝΗ, την επόμενη χρονιά 1925 ακόμη 990 πρόσφυγες και το 1926 άλλες 900 ψυχές, ταλαιπωρημένες από την προσφυγιά και τον κατατρεγμό, αποβιβάστηκαν στο Ρέθυμνο το οποίο πλέον αριθμούσε 5.260 πρόσφυγες.
Ήταν ήδη γνωστό πως οι Έλληνες της Μ. Ασίας έδιναν τεράστια σημασία στην ελληνική παιδεία, αλλά την πρώτη περίοδο στο Ρέθυμνο, είχαν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που είχαν να κάνουν με την επιβίωση και την ένταξη τους στη ρεθεμνιώτικη κοινωνία. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο εκπαιδευτικός, ερευνητής και συγγραφέας Νικόλαος Δερεδάκης: «Η άφιξη ενός τόσο μεγάλου αριθμού προσφύγων, σε μια μικρή πόλη, πάμφτωχη, που τη μάστιζε η ανέχεια, δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση και προβλήματα. Πρόσφυγες, ρακένδυτοι, μέλη οικογενειών αγνοούμενων, με τον χειμώνα να πλησιάζει και ανάγκες για στέγη, ρούχα, τροφή. Συστάθηκαν επιτροπές περίθαλψης, διενεργήθηκαν δεκάδες έρανοι για την οικονομική στήριξή τους, δημόσια κτήρια, εκκλησίες, τζαμιά της πόλης επιστρατεύθηκαν για τη διαμονή τους, σε συνθήκες όμως πραγματικά άθλιες. Η μικρή κοινωνία του Ρεθύμνου ανταποκρίθηκε, προσφέροντας από το υστέρημά της, για την περίθαλψη των προσφύγων. Ακόμα και οι μουσουλμάνοι της πόλης, αφού δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμα η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης, βοήθησαν οικονομικά τους αλλόθρησκους πρόσφυγες, για τους οποίους η εύρεση εργασίας ήταν σχεδόν αδύνατη, σε μια πόλη που αδυνατούσε να θρέψει ακόμα και τους αυτόχθονες κατοίκους της».
Με τον καιρό οι συνθήκες βελτιώνονταν, οι πρόσφυγες που όπως αναφέρουν τα στοιχεία, αποτέλεσαν μετά την εγκατάστασή τους στο Ρέθυμνο, το 1/3 του συνολικού αριθμού της πόλης, έλαβαν τον προσφυγικό κλήρο γης, ξεκίνησαν να κατοικούν σε οικισμούς κυρίως του ανατολικού Ρεθύμνου και από το 1924 ξεκίνησε η σπουδαία πορεία για τον αλφαβητισμό των παιδιών. Αν και υπήρχε μεγάλη διαρροή μαθητών λόγω των οικονομικών συνθηκών, τα αποτελέσματα της εξέλιξης των μαθητών βοήθησαν κατά πολύ την κοινωνία του Ρεθύμνου, αναφέρει ο κ. Δερεδάκης γνωστοποιώντας παράλληλα στο ΑΠΕ – ΜΠΕ πως περίπου δέκα χρόνια μετά την άφιξη τους στο Ρέθυμνο: «…οι γονείς των μαθητών έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην κοινωνία του Ρεθύμνου, εξασκώντας, οι περισσότεροι εξειδικευμένα επαγγέλματα, ενώ αρκετοί έχουν ανοίξει τις δικές τους επιχειρήσεις. Επαγγέλματα όπως, μάγειρας, απόστρατος, μηχανουργός, λιμενεργάτης, βυρσοδέψης, έμπορος, γεωργός, υπάλληλος, καροποιός, κρεοπώλης, γαλακτοπώλης, σοφέρ, παντοπώλης, καφεπώλης, λαχανοπώλης, καραγεωργεύς, κουρεύς, σαγματοποιός, αλιεύς, ξυλουργός».
Τη χρονιά 1924, ιδρύθηκε το 3ο δημοτικό σχολείο Ρεθύμνου ως το πρώτο προσφυγικό μονοτάξιο σχολείο, το οποίο έγινε τελικά εξατάξιο, το 1959. Το ίδιο έτος ιδρύθηκε επίσης το 10ο μονοτάξιο Δημοτικό Σχολείο Πλατανέ Ρεθύμνης για το οποίο έγινε μεγάλος αγώνας ώστε να εδραιωθεί και να αντέξει στις δυσκολίες που επικρατούσαν. Προσφυγόπουλα βρίσκονται και στις περιοχές Αγία Παρασκευή, Άδελε και Μαρουλά, χωριά όπου μεγάλος αριθμός προσφύγων είχε εγκατασταθεί, με τους μικρασιάτες μαθητές να εντάσσονται στη σχολική πραγματικότητα των χωριών από το 1922. Στη συνέχεια υπήρξε η ίδρυση των σχολείων των Μύλων και του Ξηρού Χωριού, ενώ παράλληλα ενεργοποιήθηκαν και σχολεία τα οποία δεν είχαν μέχρι τότε λειτουργήσει ή υπολειτουργούσαν. Η ίδρυση σχολείων συνεχίστηκε και χρόνια αργότερα, αναφέρει στο ΑΠΕ ΜΠΕ ο Νικόλαος Δερεδάκης, αποδεικνύοντας όπως τονίζει, ότι στο Ρέθυμνο, το ενδιαφέρον για να μη μείνουν τα προσφυγόπουλα αναλφάβητα συνεχίστηκε για χρόνια. «Παράδειγμα, στη Βιράν Επισκοπή Ρεθύμνου, σχολείο ιδρύθηκε το 1929, για να εξυπηρετήσει τελικά τον προσφυγικό οικισμό Καϊναρτζέ που αργότερα μετονομάστηκε σε Άγιο Κωνσταντίνο αλλά και τον επίσης αμιγή προσφυγικό Νέα Μαγνησία με συνολικό προσφυγικό πληθυσμό 45 οικογενειών». Λήφθηκαν παράλληλα αποφάσεις που αφορούσαν την εκπαίδευση των ενηλίκων όπως η λειτουργία από το 1922 Νυκτερινής Σχολής Ενηλίκων Μικρασιατών, αναλφαβήτων που ήταν κυρίως τουρκόφωνοι και οργανώθηκε από τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο Ρεθύμνης.
Σε έρευνα του διδάκτορα ιστορικού εκπαιδευτικού Παναγιώτη Παρασκευά, αναφέρεται πως: «Δυστυχώς τα σχολικά αρχεία της περιόδου του Μεσοπολέμου των χωριών όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες δεν υφίστανται λόγω καταστροφής των τους στο διάβα του χρόνου κι έτσι μόνο του Μαρουλά και του Άδελε υπάρχουν διαθέσιμα». Το πρόβλημα του αλφαβητισμού των προσφυγόπουλων του Ρεθύμνου αντιμετωπίστηκε σύμφωνα με τους μελετητές, ικανοποιητικά, σε σχέση με στοιχεία που υπάρχουν για άλλες περιοχές της Ελλάδα. Σύμφωνα όμως με τον Δρ Χάρη Στρατιδάκη, ο οποίος είναι ο Επιμελητής του Σχολικού Μουσείου στο Ρέθυμνο, ο αριθμός νέων σχολείων δεν ήταν μεγάλος, διότι τα προσφυγόπουλα εγγράφηκαν σε λειτουργούντα ήδη σχολεία χωριών και περιοχών του Ρεθύμνου. Τονίζει μάλιστα σε μελέτη του πως: «Οι πρόσφυγες πίστευαν περισσότερο από τους ντόπιους στον σχολικό θεσμό και θεωρούσαν ότι αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο για να ξεφύγουν τα παιδιά τους από τη χειρωνακτική εργασία, οπότε τα έστελναν στα σχολεία τους ανελλιπώς, ακόμα και όταν είχαν απόλυτη ανάγκη την εργατική τους δύναμη για την επιβίωση της οικογένειας. Αυτό βέβαια ως προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αφού αμέσως μετά την αποφοίτησή τους τα παρέδιδαν σε τεχνίτες μέσα στην πόλη ή στα κεφαλοχώρια, προκειμένου να μάθουν μια τέχνη».
Στα δύσκολα χρόνια της ενσωμάτωσης, υπήρχαν περιπτώσεις προσφύγων που άλλαξαν το αρχικό τους επώνυμό προσθέτοντας την κατάληξη -άκης, λ.χ. Κιαμές έγινε Κιαμεδάκης, «…μια προσπάθεια “κρητικοποίησης” ώστε να αποφευχθεί ο κοινωνικός διαχωρισμός που υφίστατο μεταξύ προσφύγων και ντόπιων», σύμφωνα με την έρευνα του Παναγιώτη Παρασκευά. Η υπερδιετής περιπέτεια του μικρασιατικού μετώπου και οι μικρασιάτες πρόσφυγες που βρήκαν γη στο Ρέθυμνο για τις νέες τους εστίες, έφερα νέα δεδομένα στο Ρέθυμνο, σε σχέση με την κατάσταση της εκπαίδευσης και σε συνάρτηση πάντα με τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν. Κατά τον κ. Στρατιδάκη: «Ο προσφυγικός πληθυσμός προσέφερε στον τόπο μια δεξαμενή μορφωμένων ανθρώπων, που απάλυναν κατά πολύ την μέχρι τότε δύσκολη κατάσταση» και εννοεί την έλλειψη εκπαιδευτικών, πρόβλημα που μεγεθύνθηκε με τις απώλειες που σημειώθηκαν στα μέτωπα των βαλκανικών πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της μικρασιατικής εκστρατείας. Μάλιστα, στο δυναμικό αυτό των εκπαιδευτικών όπως αναφέρει σε έρευνα του ο επιμελητής του Σχολικού Μουσείου: «…εντάσσονταν και πολλές γυναίκες, γεγονός πρωτοφανές την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Μόνο στην επαρχία Μυλοποτάμου, το έτος 1927 υπηρετούσαν 8 γυναίκες δασκάλες μικρασιατικής καταγωγής, στα Ανώγεια (2), στα Αγγελιανά, στους Δαφνέδες, στον Εξάντη, στα Ζωνιανά, στα Κεραμωτά και στο Πέραμα. Υπηρετούσαν επίσης 5 άνδρες πρόσφυγες στην Ελεύθερνα, στους Έρφους, στον Ορθέ, στο Ρουμελί και στο Χουμέρι. Στο σύνολο δηλαδή των 65 δασκάλων του Μυλοποτάμου, οι δάσκαλοι μικρασιατικής καταγωγής αντιπροσώπευαν ποσοστό 20%».
Στοιχεία αντλήθηκαν πολλά από τα μαθητολόγια που διασώθηκαν μιας και το μαθητολόγιο ενός σχολείου αποτελεί τη φωτογραφική αποτύπωση της σχολικής μονάδας, σύμφωνα με τον Νικόλαο Δερεδάκη, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ ΜΠΕ: «Από αυτό αντλούμε πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τον μαθητικό πληθυσμό του σχολείου τη συγκεκριμένη εποχή, ανακαλύπτουμε οικογενειακά στοιχεία, επαγγέλματα γονέων, τόπους καταγωγής και κατοικίας, πόσοι μαθητές συνέχισαν σε επόμενες τάξεις και πόσοι διέκοψαν τη φοίτησή τους για διάφορους λόγους, κυρίως οικογενειακούς, οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς. Οι πόλεμοι, και τα αποτελέσματά τους, αφήνουν ανεξίτηλα τα αποτυπώματά τους και στο Μαθητολόγιο».
Το ίδιο όμως και οι αφηγήσεις, από ανθρώπους που έζησαν την προσφυγιά, που έζησαν τις πρώτες ώρες φτάνοντας στο Ρέθυμνο, που βίωσαν όλη την πορεία από ένα καράβι, σε μία σχολική τάξη και τελικά ο ένας δίπλα στον άλλον σε μία μικρή κοινωνία όπως το Ρέθυμνο. Ο κ. Δερεδάκης μοιράστηκε με το ΑΠΕ ΜΠΕ την μαρτυρία του πατέρα τού Γιώργου Δ. Φρυγανάκη φιλόλογου καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης, όπως ο ίδιος την αποτύπωσε.
«Τέλη του Σεπτέμβρη του ’22 το πλοίο “Πατρίς” μας έφερε στοιβαγμένους ασφυχτικά και μας μοίραζε στην Κρήτη. Το δικό μας ανθρωπομάνι το ξεφόρτωσαν σε κάτι μαύρες μαούνες στ’ ανοιχτά και το άδειασαν μετά στο Ρέθυμνο, στην αποβάθρα του ενετικού λιμανιού. Ένας σωρός κουρέλια… Μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω μας και μας περιεργαζόταν… Ένιωθα να φοβούμαι, μα πιο πολύ να ντρέπομαι τον κόσμο, και περισσότερο τα παιδιά της ηλικίας μου, χωρίς να ξέρω γιατί!…». Μέσα από τις δυσκολίες που έζησε, μέσα από τα μαρτυρικά πρώτα χρόνια και την προσπάθεια να ενταχθεί στην νέα του πατρίδα, μέσα από τις πληγές της ψυχής του και τα αναρίθμητα γιατί στο μυαλό του, πολλές φορές και εξαιτίας των ανθρώπων δίπλα του, έφτασε κάποια στιγμή να αφηγείται στα εγγόνια του. «Όσο μεγάλωνα έβλεπα πιο καθαρά τα πράγματα, μέχρι που κατάλαβα ότι τα παιδιά κουβαλούσαν στο σχολείο ό,τι τους φόρτωναν οι δικοί τους από το σπίτι τους. Κατάλαβα ότι ο λεγόμενος ρατσισμός αφορούσε λίγες περιπτώσεις… διότι είδαν τους πρόσφυγες σαν εκείνους που τους “πήραν την μπουκιά από το στόμα…” Σιγά σιγά οι ντόπιοι είδαν και τι τους έφεραν οι πρόσφυγες… Σιγά σιγά οι πρόσφυγες είδαν και τι τους πρόσφεραν οι ντόπιοι… Σιγά σιγά ντόπιοι και πρόσφυγες έγιναν σαν τα διάφορα σταφύλια στο ίδιο πατητήρι και σαν τους μούστους τους στο ίδιο βαρέλι που τελικά βγάζουν ένα καλό κρασί. Και αυτό με τη βοήθεια σωστών δασκάλων και σωστών γονέων… Σωστών ατόμων και συλλόγων…».
Οι Μικρασιάτες έδωσαν ορμή στο Ρέθυμνο να ταξιδέψει στο μέλλον και σήμερα να είναι από τους νομούς που έχουν να προτάξουν πολλά που αφορούν στο πνεύμα, στα γράμματα, στις τέχνες, την ιστορία, τους αγώνες. Το Ρέθυμνο απέδειξε μέσα από τη συνύπαρξη Κρητών και Μικρασιατών ότι στην Παιδεία και στην επιβίωση το κυρίαρχο συστατικό είναι, ο αγώνας και η συνύπαρξη.