Καλοκαίρι 1854. Πάει κοντά τέταρτο του αιώνα από τη χρονιά, που οι μεγάλες δυνάμεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, έχουν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την οθωμανική αυτοκρατορία (Φεβρουάριος 1830), αλλά η χώρα κάθε άλλο παρά την ελεύθερη βούλησή της απολαμβάνει. Στην πραγματικότητα, μοιάζει με σφαχτό, γαντζωμένο από τη μία στα δόντια της Δύσης και από την άλλη στα νύχια του ξανθού γένους, που εδώ κι έναν χρόνο πολεμά με τους παραπαίοντες Οθωμανούς (κριμαϊκός πόλεμος), κραδαίνοντας ως λάβαρο την προστασία των ορθόδοξων λαών της Κριμαίας και υπηρετώντας ταυτόχρονα τις βλέψεις του για έξοδο στο Αιγαίο. Στην Ελλάδα, η φιλορωσική μερίδα προσδοκά την επικράτηση των Ρώσων, αφού άλλωστε εξυπηρετεί και το αλυτρωτικό κίνημα της Μεγάλης Ιδέας. Αλλά οι δυνάμεις της Δύσης (και οι υποστηρικτές τους στην Ελλάδα) δεν είναι καθόλου ενθουσιασμένες με το ενδεχόμενο να επιτραπεί στη Ρωσία να εμπλακεί μόνη αυτή -και όχι και οι ίδιες- στον διαμελισμό (εξυπακούεται, και μοιρασιά) της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Σε Δύση και Ανατολή, λοιπόν, πνέει άνεμος ισορροπιών του τρόμου, που απειλεί να διαταράξει ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος, αλλά αυτή την περίοδο, η Ελλάδα εκκολάπτει και δικά της προβλήματα.

Η «αυλική» κυβέρνηση Κριεζή έχει παραιτηθεί και γαλλική και αγγλική πρεσβεία παίζουν στο παλάτι την κολοκυθιά για τη διαδοχή της. Οι Γάλλοι υποστηρίζουν τον ευνοούμενό τους και φίλο του Ναπολέοντα Γ΄, στρατηγό Καλλέργη. Οι Άγγλοι πάλι θέλουν το δοκιμασμένο όργανό τους, τον Μαυροκορδάτο. Ο Όθων προσπαθεί να κάνει έναν… συνδυασμό. Έτσι κι αλλιώς ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είναι του γούστου των Βαυαρών, αλλά ο λόγος του μπρος στη βούληση των κατοχικών μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, λίγο μετράει. Εντέλει η εντολή ανατίθεται στον για την ώρα απόντα, διορισμένο πρεσβευτή στο Παρίσι, Μαυροκορδάτο, με την προϋπόθεση ότι υπουργός των Στρατιωτικών αναλαμβάνει ο Καλλέργης. Έως ότου έρθει ο Μαυροκορδάτος από το Παρίσι, καθήκοντα πρωθυπουργού θα εκτελεί ο Κανάρης, αλλά στην πραγματικότητα, ο ισχυρός της κυβέρνησης θα είναι ο Καλλέργης.

Χολέρα αποδεκατίζει την πρωτεύουσα

Επιπλέον, από τον Μάιο έχει ενσκήψει στη χώρα ένα τρομακτικό κύμα χολέρας, που απειλεί με αποδεκατισμό τον έντρομο πληθυσμό. Ο Αθήνα μετράει 30.000 ανθρώπους και ο Πειραιάς περί τους 7.000. Ο δρόμος που ενώνει την πρωτεύουσα με το λιμάνι της τον χειμώνα πνίγεται στη λάσπη και το καλοκαίρι στη σκόνη. Εκατέρωθεν του δρόμου υπάρχουν παράγκες, όπου συνήθως κρύβονται ληστές. Γενικώς, το πέρασμα από τη μία πόλη στην άλλη δεν είναι και εντελώς ακίνδυνο. Σε λίγο όμως θα προστεθεί ο μεγάλος κίνδυνος. Τον Ιούνιο, αράζει στον Πειραιά ένα γαλλικό μεταγωγικό. Προέρχεται από τη Μασσαλία (στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Γαλλίας θερίζει η χολέρα) και κατευθύνεται προς το πολεμικό πεδίο της Κριμαίας. Το πλοίο ξεφορτώνει μερικούς χολερικούς στρατιώτες, που μεταφέρονται στο νοσοκομείο της μικρής πόλης. Πρώτη προσβάλλεται και πεθαίνει κάτοικος της περιοχής. Σε δέκα μέρες τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται και στις αρχές του Ιουλίου οι Πειραιώτες παρατούν τα υπάρχοντά τους και όπου φύγει… φύγει… Η μόνη τους επιλογή είναι τα νησιά, καθώς για να μη μεταδοθεί το κακό στην Αθήνα, στρατός και χωροφυλακή αποκλείουν τον δρόμο προς την πρωτεύουσα. Τώρα πια, Μύκονος, Τήνος, Πάρος και Σύρα γνωρίζουν για τα καλά τον μαύρο θάνατο. Η Ερμούπολη μετράει 25.000 ψυχές. Με τον ερχομό των πρώτων από τον Πειραιά και σε λιγότερο από 10 ημέρες στριμώχνει στα σπλάχνα της περισσότερα από 300 παιδιά της! Στο φύλο της τής 18ης Αυγούστου η τοπική εφημερίδα «Αίολος» δημοσιεύει: «… η πόλις μας, η αεικίνητος και θορυβώδης, ομοιάζει νεκρούπολιν φέρουσαν τον τρόμον και την αθυμίαν ζωγραφισμένην εις τας οδούς και τας αγοράς».

Σε Πειραιά και νησιά, όσοι είναι να πεθάνουν, πεθαίνουν κι από τους υπόλοιπους οι περισσότεροι αμπαρώνονται στα σπίτια τους για να γλυτώσουν. Η Αθήνα παραμένει, για την ώρα, αλώβητη. Το φθινόπωρο, το πράγμα φαίνεται να κοπάζει. Οι κάτοικοι ξεθαρρεύουν, οι εφημερίδες αφήνουν τη χολέρα κι επανέρχονται στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Αλλά φευ! Κάποιος Αθηναίος ασθενεί και πεθαίνει στη Σύρα. Τα υπάρχοντά του στέλνονται στην οικογένειά του στην Αθήνα κι από κει καταλήγουν σε μία πλύστρα ή οποία, για να διεκπεραιώσει εγκαίρως τη δουλειά, καλεί και μία συνάδελφό της. Σε λίγες μέρες πεθαίνουν κι οι δυο! Αυτό ήταν! Το θανατικό μπαίνει στην πρωτεύουσα. Αποδεκατίζει τις φτωχογειτονιές και εξαφανίζει τη δημόσια ζωή. Κρατικοί αξιωματούχοι και εύποροι Αθηναίοι εγκαταλείπουν την πόλη στη μοίρα της. Το κράτος παραλύει. Τα θύματα της νόσου πολλαπλασιάζονται ταυτόχρονα με τον πανικό των κατοίκων. Όλοι αναζητούν τρόπο φυγής. Στην πόλη των 30.000 ανθρώπων, σε τρεις μόνο μέρες η αστυνομία θεωρεί 12.000 διαβατήρια (με διαβατήριο γίνονται και τα ταξίδια του εσωτερικού)!

«Εις την οδόν Ερμού, την κεντρικωτέραν, δεν βλέπει τις διαβάτην, ειμή μόνον τους αστυνομικούς υπαλλήλους σφραγίζοντας καθημερινώς τα εμπορικά καταστήματα άτινα δεν είχον πλέον αυθέντην» περιγράφει ο αγωνιστής του 1821, Αθ. Λιδωρίκης στις «Σελίδες τινές της ιστορίας του Βασιλέως Όθωνος».

Ο πολιτικός Νικ. Δραγούμης στα Απομνημονεύματά του περιγράφει: «… πού και πού απήντας άνθρωπον βραδυπορούντα μόνον, το πρόσωπον έχοντα άσπρον και πελιδνόν και το βλέμμα στρέφοντα βαρυαλγές προς σε, ως ει εζήτει παρηγορίαν και βοήθειαν…»

Όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα κατεβαίνουν στον Πειραιά κι από κει ναυλώνουν όποιο πλεούμενο βρίσκουν. Από τους υπόλοιπους κάποιοι απλώνονται και στήνουν τσαντίρια στις ερημιές πέριξ της Αθήνας και άλλοι πηγαίνουν στο Μαρούσι και την Κηφισιά, όπου όμως μεταφέρουν τη νόσο! Τώρα πια απειλούνται μικροσυνοικίες στις παρυφές της πόλης και οι κάτοικοί τους, για να τις προστατέψουν, ζώνονται τα τουφέκια κι απειλούν όποιον ξενομερίτη ζητά να μπει.

Οι περιηγητές συγκρίνουν την Αθήνα με την Πομπηία, της οποίας οι δρόμοι έσφυζαν άλλοτε από ζωή και τώρα όλα, «μαγαζεία, παντοπωλεία, καφενεία και αυτά τα παράθυρα των οικιών είνε κεκλεισμένα»…

Κι όπως μαρτυρά η λαϊκή θυμοσοφία «στα δύσκολα βγαίνει το καλό, μα πιότερο το χούι», αυτή την εποχή οι νεκροθάφτες κάνουν στην κυριολεξία «χρυσές» δουλειές. Στην πραγματικότητα, δεν είναι αυτοί καθαυτοί νεκροθάφτες γιατί και τούτοι πανικόβλητοι έτρεξαν να κρυφτούν από το κακό. Είναι άλλοι, τυχοδιώκτες, που βρήκαν ευκαιρία να πλουτίσουν…

Όπως περιγράφουν Γάλλοι περιηγητές για την Αθήνα του 1850, εικόνες που μεταφράζει και εκδίδει αργότερα ο Μπάμπης Άννινος, «…τα απαίσια φορτηγά αμάξια περιήρχοντο την πόλιν· εις αυτά ερρίπτοντο χύδην οι νεκροί και μετεκομίζοντο εις το νεκροταφείον. Αλλ΄ οι μυσαροί εκείνοι λειτουργοί του θανάτου, ανάλγητοι προ της συμφοράς, μετήρχοντο μετ΄ αυθάδους πλεονεξίας το φρικτόν αυτόν επάγγελμα και δεν συγκατετίθεντο να παραλάβουν τα πτώματα προς ταφήν, ειμή επ΄ αμοιβή προπληρωτέα, πολλάκις δε εδέησε δι΄ απόρους οικογενείας να καταβάλουν τα έξοδα οι εύσπλαχνοι γείτονες…»!

Η χολέρα ξεκληρίζει ολόκληρες οικογένειες και αφήνει ορφανά εκατοντάδες παιδιά. Ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης καταθέτει πως τριακόσια από αυτά περιμαζεύει σε δικό της χώρο η Μαρία Υψηλάντη, κυρία επί των τιμών της Αμαλίας. Το δε βασιλικό ζεύγος, παρότι δέχεται πολλές παραινέσεις να εγκαταλείψει την Αθήνα, δεν το κάνει. Όχι μόνον δεν φεύγουν, λέει ο αφηγητής, αλλά επισκέπτονται συχνά τις γειτονιές που χτύπησε η αρρώστια και βοηθούν όσο μπορούν τους κατοίκους. Όταν κάποτε το κακό κοπάζει, η Υψηλάντη, με τη βοήθεια της Αμαλίας και με χρήματα που συγκεντρώνονται από έρανο, ιδρύει το Αμαλίειο Ορφανοτροφείο και φιλοξενεί εκεί τα ορφανά.

Προς τα τέλη του 1854 κι αφού έχει πάρει όσες ψυχές έχει καταφέρει να πάρει (για 3.000 νεκρούς Αθηναίους μέσα σε πέντε μήνες, κάνει λόγο ο ιστορικός, δρ Απόστολος Διαμαντής, στην «Ιστορία των Ελλήνων») η αρρώστια μαζεύει τις μαύρες φτερούγες της αφήνοντας πίσω έναν τόπο καθημαγμένο.

πηγή: ΑΠΕ (της Τόνιας Μανιατέα)