Ονομάζεται «Stagflation», από τις λέξεις Stagnation και Inflation, δηλαδή «στασιμότητα» και πληθωρισμός».

Ήτοι, «στασιμοπληθωρισμός», μια λέξη που παραπέμπει σε εξαιρετικά δυσάρεστες συνθήκες μιας δραματικής μείωσης διαθέσιμου εισοδήματος με ταυτόχρονη δραστική άνοδο της ανεργίας και που βγήκε εσχάτως, κατά την χρονιά που διανύουμε, από το «χρονοντούλαπο της ιστορίας» όπου και είχε καταχωνιαστεί για τα καλά από τη δεκαετία του 1970.

Είναι όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας: ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι οικονομικές κυρώσεις και η αλματώδης αύξηση των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών που έχουν οδηγήσει στη μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και σε σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης.

Τα νούμερα και οι αριθμοί είναι, για ακόμη μια φορά, αδυσώπητοι: Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat την 1η Ιουλίου, ο πληθωρισμός στην ΕΕ έτρεχε τον Ιούνιο με 8,6%, ενώ στην Ελλάδα με 12,1% έχουμε τον υψηλότερο πληθωρισμό από το 1932.

Η ανάπτυξη; Αυτή και αν έχει πάει στο… βρόντο: Η Παγκόσμια Τράπεζα προβλέπει παγκόσμια ανάπτυξη μόλις 2,9% για το 2022 από 5,7% το 2021, με τον κορυφαίο οικονoμολόγο Άνταμ Τουζ να επισημαίνει εμφατικά ότι «πρόκειται για την πιο απότομη επιβράδυνση μετα-υφεσιακής ανάκαμψης τα τελευταία 80 χρόνια παγκοσμίως».

Δεν είναι κάτι που δεν το έχουμε ξαναζήσει αυτό. Απλώς, συνέβη πριν ακριβώς μισόν αιώνα, στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τότε ήταν που οι οικονομολόγοι ανακάλυψαν αυτόν τον νέο όρο, τον στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή τον «συνδυασμό οικονομικής στασιμότητας και ραγδαίας αύξησης των τιμών». Αυτό δηλαδή που συνέβη στις παγκόσμιες αγορές όταν το αραβικό εμπάργκο πετρελαίου οδήγησε στη δημιουργία μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομικής δυσπραγίας. Ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε διψήφια νούμερα και οι οικονομίες σε όλο τον κόσμο έμειναν στάσιμες για πολλά χρόνια.

Και το «φάντασμα» αυτό επιστρέφει. Δριμύτερο και πολύ πιο απειλητικό.

«Η βρετανική κατασκευαστής παιδικών ποδηλάτων Frog απολάμβανε -μέχρι πρόσφατα- αύξηση των πωλήσεών της κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αν και η εταιρεία έχει επεκταθεί σε 50 διεθνείς αγορές από την ίδρυσή της το 2013, τώρα καλείται να αντιμετωπίσει την αύξηση των λογαριασμών ενέργειάς της κατά 333%», αναφέρει το προ ημερών ρεπορτάζ του Bloomberg.

Ο συνιδρυτής της εταιρείας, Jerry Lawson, τονίζει πως η επιχείρηση έχει αναγκαστεί να αυξήσει τις τιμές των προϊόντων της κατά 14% και προσπαθεί απεγνωσμένα να μειώσει τα λειτουργικά της έξοδα. Ο Lawson τόνισε πως η επιχείρηση μελετά ακόμα και απόλυση μέρους των μόλις 90 εργαζομένων της.

«Η βρετανική βιομηχανία είναι ξεκάθαρο πως έχει «λυγίσει» υπό το ζυγό των αυξημένων τιμών ενέργειας. Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα, η βιομηχανική παραγωγή έχει μειωθεί σε χαμηλά συγκρίσιμα με αυτά της αρχής της πανδημίας και των αυστηρών lockdowns», σημειώνει το Bloomberg, αναφέροντας μια πρόσφατη ανάλυση της S&P Global και του Chartered Institute of Procurement and Supply, ότι «οι εταιρείες καλούνται πλέον να αντιμετωπίσουν μια απότομη μείωση των νέων παραγγελιών».

Τα εμπορικά αυτά εμπόδια, συνδυασμένα με τις αυξημένες τιμές ενέργειας, την ύφεση και τις μαζικές απεργίες έχουν επαναφέρει το «φάντασμα» της κρίσης της βρετανικής βιομηχανίας της δεκαετίας του 1970 στη χώρα, τότε που η χώρα μαστιζόταν από απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους κατά της αύξησης των τιμών των αγαθών και της ανεργίας -κάπως έτσι, προέκυψε μέχρι και το οργισμένο νεολαιίστικο κοινωνικό κίνημα του πανκ.

Εντωμεταξύ, τα ενδεχόμενα blackouts του ρεύματος ενδέχεται να πολλαπλασιαστούν τη στιγμή που η βρετανική κυβέρνηση προσπαθεί πυρετωδώς να «ανανήψει» τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού μέσω καύσης άνθρακα ενώ παράλληλα προετοιμάζεται για σημαντικές ενεργειακές ελλείψεις -blackouts τα οποία θα αποτελέσουν τεράστιο πλήγμα για τις βρετανικές βιομηχανίες οι οποίες βασίζονται στη συνεχή και απροβλημάτιστη παροχή ενέργειας.

Το πλαφόν στις τιμές ενέργειας ναι μεν ισχύει για τα νοικοκυριά αλλά όχι για τις επιχειρήσεις, οι οποίες παραμένουν απροστάτευτες ενώπιον της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, με πολλές εργοστασιακές μονάδες να έχουν ήδη «βάλει λουκέτο».

Απαισιόδοξος εμφανίζεται και ο Νάιαλ Φέργκιουσον, μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC. Ο κορυφαίος ιστορικός της οικονομίας κάνει λόγο για έναν «δράκο που δαγκώνει τα πάντα στο πέρασμά του».

Ο Φέργκιουσον υποστηρίζει πως «ως αποτέλεσμα της αντίδρασης στην πανδημία – με παρόμοιο τρόπο όπως στην παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008 -, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αντιμετωπίζουν τώρα μια νέα πρόκληση που έχει την μορφή του αυξανόμενου πληθωρισμού και του στασιμοπληθωρισμού».

«Αυτό που είναι ενδιαφέρον στις καταστροφές είναι ότι το ένα μπορεί να οδηγήσει σε ένα άλλο. Μπορείτε να μεταβείτε από μια καταστροφή δημόσιας υγείας σε μια δημοσιονομική, νομισματική και δυνητικά πληθωριστική καταστροφή», δήλωσε πρόσφατα ο Φέργκιουσον στο φόρουμ Ambrosetti στην Ιταλία.

Και μπορεί η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα ή FED να υποστηρίζει ότι η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού θα είναι «προσωρινή», αλλά ο Φέργκιουσον το αμφισβητεί. «Πόσο καιρό ακριβώς είναι το “παροδικό”; Σε ποιο σημείο αλλάζουν ριζικά οι προσδοκίες, ειδικά αν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ λέει στον κόσμο «αλλάξαμε το καθεστώς στόχευσης του πληθωρισμού και δεν μας πειράζει αν ο πληθωρισμός υπερβεί τον στόχο για λίγο»; διερωτάται.

«Έχω την αίσθηση ότι δεν κατευθυνόμαστε προς τη δεκαετία του 1970, αλλά θα μπορούσαμε να ξαναδούμε ό,τι συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ο τότε πρόεδρος της FED τότε, ο McChesney Martin, έχασε παντελώς τον έλεγχο των προσδοκιών για τον πληθωρισμό», επεσήμανε εμφατικά ο Φέργκιουσον τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «ο υψηλός πληθωρισμός της δεκαετίας του ’70 ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’60».

Για τον Λάρι Ελιοτ, επικεφαλής οικονομικό αναλυτή της Guardian, το γκρίζο αυτό τοπίο του στασιμοπληθωρισμού δεν είναι παρά «μια επιστροφή στον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970, μια περίοδος αδύναμης ανάπτυξης, ταχέως αυξανόμενων τιμών και υψηλής ανεργίας».

«Το 1973, ήταν ο [αραβο-ισραηλινός] πόλεμος του Γιομ Κιπούρ που οδήγησε σε πληθωρισμό 25% ώς τα μέσα του 1975, αυτή τη φορά είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, η Τράπεζα της Αγγλίας είναι ακόμη πιο απαισιόδοξη: αναμένει νέα αύξηση 40% στο ανώτατο όριο τιμών ενέργειας μέσα στον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, που θα ανεβάσει τον μέσο ετήσιο οικιακό λογαριασμό στις 2.800 λίρες. Διαμηνύει ότι δεν μπορεί να κάνει πολλά για τη ζημιά που θα υποστούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και ότι καθήκον της είναι να επιτύχει τον στόχο για πληθωρισμό 2%, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τη ζημιά στην οικονομία», συνοψίζει με νόημα ο Ελιοτ.

Αλλά και στα δικά μας, η κατάσταση περιγράφεται ως το, λιγότερο, ζοφερή: «Ο συνδυασμός των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης και κυρίως του πληθωριστικού σοκ στο μακροοικονομικό σύστημα, καθώς και η αποτελεσματικότητα της διαχείρισής τους θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την προοπτική της οικονομίας για τη διετία 2022-2023. Είναι πολύ σημαντικό για την πολιτική οικονομία της χώρας να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εγκλωβισμού της σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Μια τέτοια εξέλιξη θα αυξήσει όχι μόνο το οικονομικό, αλλά και το πολιτικό και το γεωπολιτικό ρίσκο της Ελλάδας», αναφέρεται ρητά στην ετήσια έκθεσή του «Η Ελληνική Οικονομία και η Απασχόληση» από το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, θεωρώντας ότι «η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει βάσιμο κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού».

Η επενδυτική τράπεζα UBS σε μια πρόσφατή της έκθεση, επιχειρεί να αναλύσει τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού για 45 οικονομίες συνδυάζοντας 10 σύγχρονες και μελλοντικές μεταβλητές ανάπτυξης και πληθωρισμού. Σύμφωνα με αυτές τις μεταβλητές, οι πιέσεις είναι πιο αυξημένες στη Γερμανία, τις ΗΠΑ, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τουρκία και τη Ρωσία, ενώ είναι χαμηλές στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Κίνα, το Μεξικό, την Ινδία, αλλά και την Ελλάδα.

Στην έκθεση τονίζεται ότι, σύμφωνα με το ισχύον μοντέλο, θα χρειαστούν 29 μήνες στις ΗΠΑ και 20 μήνες στη Γερμανία για να μειωθεί στο μισό η σημερινή πίεση στασιμοπληθωρισμού.

Αυτό συγκρίνεται με περισσότερα από 10 χρόνια στη δεκαετία του ’70. Οπότε, η παγκόσμια οικονομία, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και εμείς μαζί, έχουμε ακόμη πολύ «κουπί» να τραβήξουμε μέχρι να βγούμε ξανά σε αβαθή οικονομικά νερά.