Μπορούν οι προσλήψεις να προκαλέσουν πονοκέφαλο σε μια εταιρεία; Ναι.

Δεκάδες χιλιάδες ευρώ υπολογίζεται ότι χάνουν ετησίως οι εργοδότες και στην Ελλάδα, κάθε φορά που κάνουν μια κακή πρόσληψη. Για την ακρίβεια, όταν προσλαμβάνεται ένας ακατάλληλος για τη θέση άνθρωπος, η είσοδος και παραμονή του στην εταιρεία υπολογίζεται ότι φτάνει να στοιχίζει στον εργοδότη δύο ή και τρεις φορές τον ετήσιο μισθό του. Με άλλα λόγια, για έναν μισθωτό με αποδοχές 30.000 ευρώ ετησίως, οι απώλειες μπορεί να φτάσουν σε έναν χρόνο τις 60.000 ή 90.000 ευρώ.

Μόνο στις ΗΠΑ οι εταιρείες υπολογίζεται ότι χάνουν περισσότερα από 550 δισ. δολάρια τον χρόνο, εξαιτίας κακών προσλήψεων. Την ίδια στιγμή, πάνω από οκτώ στους δέκα υποψήφιους και υποψήφιες (ποσοστό 81%) παραδέχονται πως δεν είναι ειλικρινείς στις απαντήσεις τους όταν δίνουν μια συνέντευξη για δουλειά, ενώ έξι στους δέκα «κυνηγούς ταλέντων» (57%) θεωρούν ότι ο λόγος που η διαδικασία δεν είναι επαρκώς επιτυχημένη είναι οι προκαταλήψεις των ανθρώπων που κάνουν τις συνεντεύξεις. Αν προστεθεί σε όλα τα παραπάνω ότι για κάθε ανοιχτή θέση εργασίας μια μέτρια ή μεγάλη εταιρεία θα δεχτεί γύρω στα 150-200 βιογραφικά υποψηφίων, γίνεται σαφής η πολυπλοκότητα του προβλήματος. Το σίγουρο είναι ένα. Οι κακές προσλήψεις στοιχίζουν διπλά: είτε επειδή ο κατάλληλος εργαζόμενος/η δεν θα εντοπιστεί, είτε επειδή ο ακατάλληλος/η θα προτιμηθεί.

Μπορεί η λύση για πιο εύστοχες προσλήψεις να βρίσκεται σε εικονικά «δωμάτια απόδρασης» (escape rooms), που λειτουργούν με χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), με τη λογική του παιχνιδιού σοβαρού σκοπού (serious game);

Μπορούν αυτά τα ίδια «δωμάτια» να βοηθήσουν δεκαεξάχρονα παιδιά να εντοπίσουν την κλίση τους και να διερευνήσουν επαγγέλματα, που πιθανώς ταιριάζουν περισσότερο στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους; Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα φαίνεται πως είναι θετική, καθώς -με βάση δεδομένα από τους πρώτους 250 χρήστες του- το ψυχομετρικό εργαλείο αξιολόγησης προσωπικότητας «MindEscape», που βασίζεται ακριβώς σε εικονικά δωμάτια απόδρασης, δείχνει να αξιολογεί την προσωπικότητα καλύτερα από τα παραδοσιακά και πολύ πιο χρονοβόρα τεστ. Το «MindEscape» δημιουργήθηκε από ερευνητές της εταιρείας- τεχνοβλαστού «RealMint» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), μέσα στο Εργαστήριο Ευφυών Συστημάτων του Τμήματος Πληροφορικής, υπό τον καθηγητή Ιωάννη Βλαχάβα.

Πώς λειτουργεί και πώς βοηθά σε πιο εύστοχες προσλήψεις

Παρότι ο σχεδιασμός του εργαλείου είναι περίπλοκος, η λογική είναι απλή. Ο υποψήφιος/α μπαίνει από τον υπολογιστή του (χρησιμοποιώντας το πληκτρολόγιό του) σε πέντε διαφορετικά δωμάτια, μέσα στα οποία προσπαθεί να λύσει διαφορετικούς γρίφους, ώστε να «αποδράσει». Αν δεν τα καταφέρει να βγει από το δωμάτιο, αυτό δεν θεωρείται αποτυχία, αφού στόχος του παιχνιδιού δεν είναι η απόδραση καθεαυτή, αλλά το να αξιολογηθούν -κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στον χώρο- πέντε διαφορετικοί πυλώνες της προσωπικότητάς του: η διαύγεια του πνεύματος (openness), η ευσυνειδησία (conscientiousness), η εξωστρέφεια (extroversion), η προσήνεια (agreeableness) και ο νευρωτισμός (neuroticism).

«Σήμερα τα ερωτηματολόγια αξιολόγησης προσωπικότητας που χρησιμοποιούν τα τμήματα ανθρώπινου ταλέντου των εταιρειών για προσλήψεις έχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, βασίζονται στην αυτοαξιολόγηση. Δεύτερον, είναι συνήθως κουραστικά, αφού οι υποψήφιοι χρειάζεται να απαντήσουν σε περίπου 100 ερωτήσεις. Τρίτον, είναι χρονοβόρα, αφού διαρκούν κατά μέσο όρο μία ώρα.

Στην περίπτωση του “ MindEscape”, η διαδικασία διαρκεί 10 λεπτά για κάθε δωμάτιο. Στη συνέχεια, ανάλογα με τα πατήματα των πλήκτρων που κάνουν και τον τρόπο που οι υποψήφιοι κινούνται στον χώρο, συλλέγονται αυτόματα δεδομένα, τα οποία αξιολογούνται από αλγορίθμους ΤΝ με μεγάλη ακρίβεια. Η ακρίβεια αυτή έχει τεσταριστεί με τη χρήση δύο γενιών πρακτόρων ΤΝ (ΑΙ agents), που αναπτύχθηκαν στο ΑΠΘ, επιτρέποντάς μας να έχουμε στη διάθεσή μας τεράστιο όγκο δεδομένων για αυτούς τους πυλώνες της προσωπικότητας» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο εμπνευστής του εγχειρήματος, Γεώργιος Λιάπης, game developer με πτυχίο εφαρμοσμένης πληροφορικής από το ΠΑΜΑΚ, μεταπτυχιακό στην Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) στο ΑΠΘ και εν εξελίξει διδακτορικό στην ΤΝ και τα παίγνια σοβαρού σκοπού.

Κατά τον Γιώργο Λιάπη, το εργαλείο βοηθά στην καλύτερη και ταχύτερη ταξινόμηση των βιογραφικών και των χαρακτηριστικών προσωπικότητας των υποψηφίων. «Έτσι μειώνεται ο χρόνος screening (ελέγχου) των υποψηφίων και ο αριθμός των απαιτούμενων συνεντεύξεων» σημειώνει.

Αντίστοιχα, επειδή οι εταιρείες συχνά αναζητούν για προσλήψεις νέους εργαζόμενους/ες, που ταιριάζουν με το πνεύμα και τη λογική όσων ήδη εργάζονται στον οργανισμό, οι μάνατζερ ΗR μπορούν να παραμετροποιήσουν, τρόπον τινά, τα ζητούμενα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, αν οι ήδη υφιστάμενοι εργαζόμενοι έχουν ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό την εξωστρέφεια, ο εργοδότης μπορεί να μετακινήσει τη σχετική μπάρα του «MindEscape», ώστε να θέσει την εξωστρέφεια ως κυρίαρχο ζητούμενο προσόν, και αμέσως η κατάταξη των βιογραφικών αναπροσαρμόζεται αυτομάτως, με βάση το πόσο εξωστρεφείς είναι οι υποψήφιοι.

Το συγκεκριμένο εργαλείο έχει μέχρι στιγμής δοκιμαστεί από 190- 200 Έλληνες και περίπου 50-60 Ιταλούς φοιτητές και η πιστοποίηση των πρώτων αποτελεσμάτων, που έγινε από το ΑΠΘ και το Πανεπιστήμιο της Πάδοβα, έδειξε -κατά τον Γ.Λιάπη- ότι με τη μέθοδο αυτή επιτυγχάνονται αποτελέσματα έως και κατά 30% ακριβέστερα, σε σχέση με τα παραδοσιακά ερωτηματολόγια. Μάλιστα, ήδη εκκρεμεί κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας, ώστε το προϊόν να βγει δυναμικότερα στην αγορά. Ήδη έχουν γίνει οι πρώτες επαφές και παρουσιάστηκαν «demo» του εργαλείου σε έξι εταιρείες (δύο λιανεμπορίου και καταναλωτικών αγαθών, μια εμπορίας πετρελαίου, δύο συμβούλων και μία εξειδικευμένων προϊόντων πληροφορικής) ενώ η ομάδα προσέγγισε και 25 μάνατζερ ανθρώπινου δυναμικού στην Ελλάδα και το εξωτερικό μέσω linkedin, ώστε να ενσωματώσουν το MindESCAPE στα αρμόδια τμήματα, με ετήσια συνδρομή.

Μελλοντικά, η ομάδα σκέφτεται να εντάξει στο εν λόγω εργαλείο και δυνατότητες αξιολόγησης της ηγετικότητας, ώστε να γίνονται πιο εύστοχες προαγωγές, αλλά και δυνατότητες «multiplayer», δηλαδή πολλαπλών παικτών, ώστε να αξιολογούνται και χαρακτηριστικά αλληλεπίδρασης και ανταγωνιστικότητας. Καθοδόν προς το 2025, η ομάδα διερευνά ακόμα τη χρήση της Εικονικής Πραγματικότητας (VR) με «κάσκες» για μια ακόμα πιο εμβυθιστική εμπειρία.

Εκτός από τον Γιώργο, ο οποίος ήδη από το 2016-2017, ως δευτεροετής φοιτητής στο ΠΑΜΑΚ ήθελε να κάνει κάτι που σχετίζεται με τα «δωμάτια απόδρασης», στην ομάδα συμμετέχουν σήμερα οι: Κατερίνα Ζαχαρία, game developer και απόφοιτος πληροφορικής, που τώρα κάνει το μεταπτυχιακό της στην ΤΝ στο Πανεπιστήμιο του Λάιντεν στην Ολλανδία, η Κασσιόπεια Ράσα, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και ο Παναγιώτης Γκορέζης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών του ΑΠΘ, με μεγάλη εμπειρία σε θέματα HR. Η ομάδα συνεργάζεται ακόμα με την καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βικτώρια Μπέλλου, η οποία ειδικεύεται στη συμπεριφορά εργαζομένων και καταναλωτών, τη διοίκηση ανθρώπινου παράγοντα, δημόσιων οργανισμών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν προτιμούν προϊόντα ελληνικών spinoff

Το MindEscape δεν είναι το μοναδικό παιδί της «RealMint», η οποία ακόμα έχει αναπτύξει -και έχει βραβευτεί για αυτό- το MasRFS, ένα σύστημα ΤΝ για την πρόβλεψη ζήτησης προϊόντων, το οποίο έχει εγκατασταθεί σε 30 καταστήματα της αλυσίδας σούπερ μάρκετ «Μασούτης». Οι εταιρείες-τεχνοβλαστοί που έχουν ήδη ιδρυθεί στο ΑΠΘ ανέρχονται σε 15 και άλλες πέντε αναμένεται να μπουν σύντομα στην αφετηρία.

Έχουν γενικά ζήτηση τα προϊόντα τους στην αγορά;

«Δυστυχώς», παρατηρεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Ιωάννης Βλαχάβας, «οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν δείχνουν να εμπνέονται από τις spinoff των ελληνικών πανεπιστημίων. Παρότι οι καθηγητές βρισκόμαστε σε υψηλές θέσεις της διεθνούς κατάταξης, παρότι τα προϊόντα μας είναι άκρως ανταγωνιστικά, οι ελληνικές επιχειρήσεις προτιμούν στις περισσότερες περιπτώσεις ν΄ αγοράσουν οτιδήποτε από τον οποιονδήποτε στο εξωτερικό, από το να αγοράσουν κάτι από μια ελληνική spinoff. Νομίζω πως δεν είναι ενημερωμένες για την κορυφαία ποιότητα των αποτελεσμάτων στα ελληνικά πανεπιστήμια. Κι ακόμα όταν υπάρχει ενδιαφέρον για κάποιο προϊόν ή υπηρεσία, συνήθως θέλουν να το πάρουν δωρεάν…»