«Πώς θα μπορούσα να φύγω», διερωτάται η Ναταλία Τσεβτσένκο, 75 ετών. Έχει περάσει τόσο καιρό να κρύβεται στο υπόγειό της που νιώθει «σαν τυφλοπόντικας» καθώς βγαίνει έξω στο φως, κλείνοντας τα μάτια. «Μην ανησυχείτε», δηλώνει στο Γαλλικό Πρακτορείο παρά τους ήχους από οβίδες που ακούγονται στο βάθος «είναι μακριά. Τώρα ξέρω πού θα πέσουν».
Οι ρωσικές δυνάμεις επιχειρούν εδώ και μήνες να πάρουν τον έλεγχο του Μπαχμούτ, στη μεγαλύτερη σε διάρκεια και πλέον αιματηρή από τις μάχες που έχουν γίνει μετά τη ρωσική εισβολή που εξαπολύθηκε στις 24 Φεβρουαρίου της περασμένης χρονιάς.
Παρά την εισροή όπλων από τη Δύση που εστάλησαν στην Ουκρανία, η Ρωσία ισχυρίζεται ότι προελαύνει στην περιοχή τις τελευταίες ημέρες.
Το Μπαχμούτ, που πριν από τον πόλεμο είχε περίπου 75 χιλιάδες κατοίκους, έχει μεταμορφωθεί σε μια πόλη φάντασμα, σπαρμένη με αντιαρματικά οδοφράγματα και καμένα οχήματα. Δεν υπάρχει πλέον αέριο, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα ούτε τρεχούμενο νερό.
Αίμα στο χιόνι
Περίπου 7 χιλιάδες άνθρωποι, στην πλειονότητά τους ηλικιωμένοι, ζουν ακόμα εκεί παρά τις συνεχείς ανταλλαγές πυρών πυροβολικού και το βόμβο από τα drones. Ένα 12χρονο αγόρι και ένας 70χρονος σκοτώθηκαν την Τρίτη. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης στο Μπαχμούτ χθες, ομάδα του Γαλλικού Πρακτορείου είδε καπνό να υψώνεται από το βόρειο τμήμα της πόλης.
Το χιόνι είναι σημαδεμένο με αίμα εκεί όπου όχημα του ουκρανικού στρατού αποτέλεσε την προηγούμενη στόχο ρωσικού πλήγματος, στο δυτικό τμήμα της πόλης. Δίπλα σε σπασμένα γυαλιά βρίσκεται κάτι που μοιάζει με ανθρώπινη σάρκα.
Έξω από την πόλη, Ουκρανοί στρατιώτες προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Το ποτάμι που διασχίζει το Μπαχμούτ έχει γίνει η διαχωριστική γραμμή-κλειδί για τις μάχες.
Η Ναταλία Τσεβτσένκο, που ζει στην ανατολική όχθη, διακινδυνεύει κάθε μέρα τη ζωή της για να διασχίσει τη γέφυρα και να πάει να ψάξει για νερό. Αυτοί που μπορούσαν έχουν φύγει, ωστόσο άλλοι, όπως η ηλικιωμένη γυναίκα, μοιάζουν να έχουν αφεθεί στη μοίρα τους. «Το αέριο, δεν είναι τόσο σοβαρό. Εάν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, όλα θα ήταν πολύ πιο εύκολα», εξήγησε η ίδια, πριν προσθέσει: «Θα μπορούσαμε να ζεσταθούμε, να μαγειρέψουμε».
«Το χειρότερο είναι ότι δεν υπάρχει δίκτυο», είπε. «Δεν μπορώ να τηλεφωνήσω στην οικογένειά μου. Έχω δύο παιδιά, το ένα είναι στο Κίεβο και το άλλο στην Οδησσό. Τα παιδιά τους είναι μικρά, γι’ αυτό αναγκάστηκαν να φύγουν», εξήγησε.
Η Νάντια Μπουρντίνσκα, 66 ετών, δήλωσε ότι είχε ζήσει στο Μπαχμούτ όλη της τη ζωή και ότι δεν είχε καμία πρόθεση να φύγει, ακόμα κι αν, σύμφωνα με την ίδια, «μόνο ένας τρελός δεν θα φοβόταν» σε αυτές τις συνθήκες. «Όλα είναι δυνατά, εάν το θέλει ο Θεός θα μείνω ζωντανή», δήλωσε η ίδια έξω από το κτίριό της που κατασκευάστηκε τη σοβιετική εποχή.
Για να ζεσταθεί, αναγκάστηκε να αγοράσει μια σόμπα για 3.500 χρίβνια (περίπου 87 ευρώ) και να ζητήσει από τις αρχές να της δώσουν φθηνά τρόφιμα: «Έτσι ζούμε στον 21ο αιώνα».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ