Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε την πώληση πυρομαχικών ύψους 619 εκατ. δολαρίων στην Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένοων εκατοντάαδων πυραύλων για τα αεροσκάφη F-16 της Πολεμικής Αεροπορίας, ανακοίνωσε χθες Τετάρτη το Πεντάγωνο.
Η νέα δυνητική πώληση, που αναμένεται να πυροδοτήσει περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου, αναμένεται να συμπεριλάβει μεταξύ άλλων, 100 πυραύλους κατά ραντάρ (HARM) AGM-88B και 200 προηγμένους πυραύλους αέρος μέσου βεληνεκούς (AMRAAM) AIM-120C-8
Να σημειωθεί ότι η κινέζική κυβέρνηση διεκδικεί την Ταϊβάν, ένα δημοκρατικά διοικούμενο νησί 24 εκατομμυρίων κατοίκων, ως μέρος της κυρίαρχης επικράτειάς του. Σε μία προσπάθεια άσκησης στρατιωτικής πίεσης, το Πεκίνο στέλνει στρατιωτικά αεροσκάφη και πλοία στα στενά της Ταϊβάν σε καθημερινή βάση.
Η κυβέρνηση της Ταϊβάν έσπευσε να χαιρετίσει τη νέα πώληση όπλων, την πρώτη που ανακοινώθηκε από τις ΗΠΑ φέτος και ένατη επί των ημερών του Τζο Μπάιντεν στην αμερικανική προεδρία. «Μπροστά στη συνεχιζόμενη στρατιωτική επέκταση και την προκλητική συμπεριφορά της Κίνας, η Ταϊβάν θα συνεχίσει να αυξάνει ενεργά τις δυνατότητές της να αμυνθεί», δήλωσε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών στην Ταϊπέι. «Εκτός του ότι μας επιτρέπει να υπερασπιστούμε αποτελεσματικά τον εναέριο χώρο μας από προκλήσεις από τον κομμουνιστικό στρατό , μας βοηθά επίσης να ενισχύσουμε την αμυντική μας ανθεκτικότητα».
Η πώληση θα ενισχύσει «τη δυνατότητα της Ταϊβάν να εγγυάται την υπεράσπιση του εναερίου χώρου της, την περιφερειακή ασφάλεια και θα βοηθήσει στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, της στρατιωτικής ισορροπίας και της οικονομικής προόδου στην περιοχή», ανέφερε σε δελτίο Τύπου που δημοσιοποίησε η αρμόδια υπηρεσία του αμερικανικού Πενταγώνου.
«Η υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ταϊβάν και τα μέτρα που λαμβάνει η χώρα αυτή για να ενισχύσει τις δυνατότητές της ως προς τη νόμιμη άμυνα συμβάλλουν στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο στενό της Ταϊβάν και στην περιοχή», έκρινε το αμερικανικό ΥΠΕΞ.
Υπογράμμισε επίσης ότι «η πώληση των όπλων που ανακοινώθηκε από το Πεντάγωνο συμμορφώνεται προς τις παραδοσιακές θέσεις της Ουάσιγκτον όσον αφορά το Πεκίνο και την Ταϊπέι καθώς και με τη μακροχρόνια πολιτική μας για τη Μία Κίνα», σύμφωνα με την οποία «οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν στην Ταϊβάν αμυντικά εφόδια και υπηρεσίες, απαραίτητα για να μπορέσει να διατηρήσει μια επαρκή ικανότητα αυτοάμυνας ».
Η πολιτική της Μίας Κίνας (την οποία αναγνωρίζει και η Ε.Ε.) υιοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1949 στο τέλος του κινεζικού εμφυλίου πολέμου. Το ηττημένο Εθνικιστικό Κόμμα ( Κουομιτάνγκ) αποσύρθηκε στην Ταϊβάν την οποία και όρισε ως έδρα της κυβέρνησης, ενώ οι νικητές Κομμουνιστές άρχισαν να κυβερνούν την κυρίως Κίνα ως Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Και οι δύο πλευρές υποστήριζαν ότι εκπροσωπούν ολόκληρη την Κίνα.Τόσο για το Πεκίνο όσο και για την Ουάσιγκτον, την ΕΕ αλλά και την διεθνή κοινότητα υπάρχει μια Κίνα. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Ωστόσο πολλές χώρες συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ διατηρούν de facto σχέσεις με την Ταϊβάν η οποία παραδόξως θεωρεί και η ίδια πως υπάρχει μια Κίνα, την οποία εκπροσωπεί νομίμως έναντι του «κατοχικού Πεκίνου» με την κυβέρνηση της Ταϊπέι να θεωρεί πως βρίσκεται σε εξορία ως η νόμιμη κυβέρνηση. Στον αντίποδα, το Πεκίνο θεωρεί την Ταϊβάν την 21η επαρχία της που έχει παρανόμως αποσχιστεί.
Με πληροφορίες από: ΑΠΕ-ΜΠΕ, CNN