Μέσα από τη πυκνή ομίχλη των λόφων του Τεράι, στο πεδινό Νεπάλ, η 18χρονη Χίμα Κουσούντα, βγαίνει από το σχολείο tτης για να μιλήσει στο BBC για κάτι σπάνιο: τη μητρική της γλώσσα και τις διάφορες ιδιομορφίες της.

Η 18χρονη είναι από τα τελευταία εναπομείναντα μέλη της φυλής Κουσούντα, μιας μικρής ομάδα ιθαγενών που τώρα ζει διάσπαρτη στο κεντρικό και δυτικό Νεπάλ. Η γλώσσα τους, που ονομάζεται επίσης Kusunda είναι μοναδική καθώς οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι όχι μόνο δεν σχετίζεται με καμία άλλη γλώσσα στον κόσμο, αλλά επίσης είναι η μοναδική στον κόσμο που δεν διαθέτει την λέξη «όχι».

Στην γλώσσα των Κουσούντα δεν χωράνε λοιπόν… αρνητισμοί; Όπως φαίνεται, ναι, με τους μελετητές να μην είναι ακόμη σίγουροι για την προέλευσή της, όπως αναφέρει το εκτενές και αναλυτικό δημοσίευμα του BBC.

«Πριν έρθω στο σχολείο, δεν γνώριζα καθόλου τη γλώσσα», δήλωσε η ίδια η Χίμα. «Αλλά τώρα είμαι περήφανη που τη γνωρίζω, παρόλο που δεν την έμαθα από μικρή. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό για μένα, και για άλλους, να προστατεύσουμε αυτή τη γλώσσα», πρόσθεσε.

Δεν έχει άδικο η 18χρονη Νεπαλέζα. Και αυτό γιατί οι «άλλοι» που αναφέρει, δεν είναι δα και πολλοί: Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της απογραφής του Νεπάλ από το 2011, έχουν απομείνει μόνο 273 Κουσούντα. Αλλά μόνο μία γυναίκα, η 48χρονη Καμάλα Κάτρι, μιλάει άπταιστα τη γλώσσα. Και όλοι προστρέχουν σε αυτήν, για να μάθουν τα απαράιτητα. Και όταν λέμε τα «απαραίτητα», το εννοούμε, καθώς οι γλωσσολόγοι έχουν εντοπίσει πολλά σπάνια χαρακτηριστικά, όπως το ότι δεν υπάρχει κανένας τυπικός τρόπος άρνησης μιας πρότασης.

Ο γλωσσολόγος Bhojraj Gautam υποστηρίζει ότι η γλώσσα έχει απειροελάχιστες λέξεις που να υπονοούν κάτι το αρνητικό. Αντίθετα, χρησιμοποιείται ένα ευρύτερο πλαίσιο για να αποδώσει το ακριβές νόημα. «Λόγου χάρη, αν θέλετε να πείτε “δεν θέλω τσάι”, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το ρήμα πίνω, αλλά σε μια μορφή που υποδηλώνει πολύ χαμηλή πιθανότητα να πιείτε τσάι». Επίσης, η Κουσούντα δεν έχει λέξεις για κατευθύνσεις όπως αριστερά ή δεξιά, με τον ομιλητή να χρησιμοποιεί σχετικές φράσεις όπως «σε αυτή την πλευρά» και «σε εκείνη την πλευρά».

Περιθωριοποιημένοι και φτωχοποιημένοι

«Οι Κουσούντα είναι περιθωριοποιημένοι και φτωχοποιημένοι στην κοινωνία του Νεπάλ. Σήμερα, οι περισσότεροι ζουν στο Ντανγκ του δυτικού Νεπάλ, μια περιοχή με κίτρινα χωράφια μουστάρδας και ομιχλώδεις πράσινους λόφους. Εδώ, η Επιτροπή Γλώσσας του Νεπάλ παραδίδει μαθήματα Κουσούντα από το 2019 σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τη γλώσσα. Την τελευταία δεκαετία, καθώς η κυβέρνηση του Νεπάλ δρομολογεί προγράμματα για να βοηθήσει τις αυτόχθονες ομάδες που ζουν στη χώρα, ξεκίνησε να χρηματοδοτεί την εκπαίδευση της Χίμα και άλλων παιδιών της φυλής που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές», αναφέρει το αφιέρωμα του βρετανικού δικτύου.

Αρχικά ημινομαδικός λαός, οι Κουσούντα ζούσαν στις ζούγκλες του δυτικού Νεπάλ μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Καθώς όμως ο πληθυσμός του Νεπάλ αυξανόταν και η γεωργία επεκτεινόταν όλο και περισσότερο μέσα στις ζούγκλες της χώρας, η πίεση στους Κουσούντα αυξανόταν για να εγκαταλείψουν τα δάση που ήταν οι πατρογονικές τους εστίες. Τη δεκαετία του 1950, η κυβέρνηση εθνικοποίησε μεγάλες εκτάσεις δασών, γεγονός που δυσκόλεψε ακόμη περισσότερο τον τρόπο ζωής της φυλής.

Ο μικρός αριθμός της ομάδας και η ανομοιογένεια του πληθυσμού τους σήμαινε ότι παντρεύονταν κυρίως γειτονικές εθνοτικές ομάδες, οπότε από τις προσμέιξεις αυτές, σχεδόν όλοι σταμάτησαν να μιλούν τη γλώσσα τους και να μιλούν εκείνη των συντρόφων τους, που ήταν πιο δημοφιλείς μεταξύ των αυτοχθόνων πληθυσμών.

Αγνώστου προελεύσεως

Ο Μάνταβ Πόκαρελ, ομότιμος καθηγητής γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Tribhuvan στο Κατμαντού, επιβλέπει την τεκμηρίωση της γλώσσας των Κουσούντα τα τελευταία 15 χρόνια. Η υπάρχουσα γλωσσολογική θεωρία είναι ότι η διάλεκτος των Κουσούντα προέρχεται από μια αρχαία αυτόχθονη γλώσσα που μιλιόταν σε όλες τις περιοχές των υπο-Ιμαλαΐων πριν από την άφιξη των θιβετιανών-βουρμανικών και ινδοαριανών φυλών.

Ο Πόκαρελ επισημαίνει ότι αρκετές μελέτες έχουν επιχειρήσει να τη συνδέσουν με άλλες απομονωμένες γλώσσες, όπως η Burushaski από το βόρειο Πακιστάν και η Nihali από την Ινδία. Όμως όλες απέτυχαν να καταλήξουν σε σε ισχυρά συμπεράσματα. «Ακόμη λοιπόν δε γνωρίζουμε την προέλευση της Κουσούντα», πρόσθεσε ο γλωσσολόγος, ανατρέχοντας και πάλι στην βοήθεια της Καμάλα Κάτρι.

«Οι άνθρωποι κορόιδευαν τη γλώσσα μας και έλεγαν ότι δεν είναι φυσιολογική και οι διάφοροι ομιλητές της στιγματίζονταν. Αλλά τώρα νιώθω λύπη που δεν μπορώ να συνομιλήσω με τα ίδια μου τα παιδιά στη δική μας γλώσσα. Οπότε σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να μάθουν τη Νεπαλική γλώσσα γιατί είναι χρήσιμη», εξηγεί η ίδια η Κάτρι, η οποία εργάζεται με την Επιτροπή Γλώσσας, διδάσκοντας την γλώσσα των Κουσούντα σε συνολικά δέκα μέλη της κοινότητας.

«Μόνο η συνεργατική μάθηση μεταξύ των εναπομεινάντων Κουσούντα μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για τη διατήρηση της γλώσσας τους», καταλήγει εμφατικά ο Πόκαρελ.