Ο Χένρι Κίσινγκερ έκλεισε τα 99 του χρόνια στις 27 Μαΐου. Γεννημένος στη Γερμανία, ήταν μόλις δέκα ετών όταν ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933 και πέντε χρόνια μετά αυτός και η οικογένειά του έφθασαν ως πρόσφυγες στη Νέα Υόρκη. Θήτευσε επί χρόνια ως υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και συνεχίζει να επηρεάζει με τα λεγόμενα και τις απόψεις του ακόμη και σήμερα, 45 χρόνια αφού έχει αποχωρήσει επισήμως από την πολιτική σκηνή.

Ο «Μαύρος Μάγος της realpolitik», όπως έχει χαρακτηριστεί, έχει εκπονήσει μια ενδελεχή μελέτη έξι εθνικών ηγετών – των Konrad Adenauer, Charles de Gaulle, Richard Nixon, Anwar Sadat, Lee Kuan Yew και Margaret Thatcher – με τίτλο «Leadership:Six Studies in World Strategy» [Ηγεσία: Εξι Σπουδές στη Διεθνή Στρατηγική], καταπιάνοντας και εξετάζοντας το πώς ενήργησαν οι έξι αυτοί ηγέτες στην παγκόσμια σκηνή κατά την διάρκεια της εξουσίας τους.

«Στο επίκεντρο της οπτικής του βρίσκεται πάντα η έννοια της στρατηγικής, και αυτή με τη σειρά της βασίζεται σε μια έννοια περί εθνικού συμφέροντος και σχέσεων εξουσίας που δεν έχει αλλάξει πολύ από τα μέσα του 17ου αιώνα και την Συνθήκη της Βεστφαλίας. Φυσικά, το πώς πραγματοποιούνται πραγματικά οι στρατηγικές στον αληθινό κόσμο και σε ποιο βαθμό τα καλύτερα σχεδιασμένα σχέδια ενδέχεται να εξορθολογίζονται στην συνέχεια, είναι ένα ερώτημα που κατά τον ίδιο τον Κίσινγκερ προσφέρεται για δημιουργική ερμηνεία ή ακόμη και προς ιστορική αναθεώρηση», σημειώνει η εκτενής ανάλυση της εφημερίδας Guardian.

Οπως αναφέρεται στο άρθρο, ο κόσμος, ιδωμένος μέσα από τα μάτια του Κίσινγκερ, δεν είναι τόσο διαφορετικός από τα είδη των ενδοοικογενειακών μηχανορραφιών που δραματοποιούνται στην τηλεοπτική σειρά Game of Thrones. «Θα μπορούσατε άνετα να φανταστείτε τον ίδιο τον Χένρι ως το μακρύ και αόρατο χέρι του βασιλιά, να του ψιθυρίζει μυστικές μηχανορραφίες και σκοτεινές αλήθειες», αναφέρει το δημοσίευμα.

Λόγου χάρη, η αντιμετώπιση της Θάτσερ από τον Κίσινγκερ, την οποία αναφέρει ως «αγαπητή του φίλη», δεν περιπλέκεται δα και τόσο πολύ από τις περιρρέουσες κοινωνικές εντάσεις που άφησε ως κληρονομιά της. «Το είδος των πολιτικών της φιλελεύθερης αγοράς που η ίδια εφάρμοσε και εισήγαγε, προανήγγειλε έναν κοινωνικό ατομικισμό που παραμένει μια αντίφαση για τους παλιού τύπου συντηρητικούς -όπως ήταν και η ίδια η Θάτσερ αντιφατική, από πολλές απόψεις. Αντίθετα, επικεντρώνεται στη σύρραξη των νήσων Φώκλαντ, στη στάση της απέναντι στον Ψυχρό Πόλεμο και στον χειρισμό του IRA», τονίζει ο αρθρογράφος.

Το πιο κολακευτικά λόγια, ωστόσο, τα κρατάει για τον Γάλλο De Gaulle. «Εάν μια ζωτική πτυχή της ηγεσίας είναι η πολιτική αυτοπεποίθηση, τότε λίγοι ηγέτες έχουν ποτέ επιδείξει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση υπό τις χειρότερο δυνατές και ευνοϊκές συνθήκες όσο ο De Gaulle», επισημαίνει ο Κίσινγκερ.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Κίσινγκερ θαυμάζει το «στομάχι» του Ντε Γκωλ, αλλά και τις ίδιες του τις αποφάσεις, θεωρώντας ότι «σε κάθε σημαντικό στρατηγικό ζήτημα που αντιμετώπισε η Γαλλία και η Ευρώπη για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, ο Ντε Γκωλ έκρινε πάντα σωστά».

Τι είπε για τον Ρωσο-ουκρανικό πόλεμο

Εξάλλου, ο Κίσινγκερ, με αφορμή τα γεγονότα στην Ουκρανία, έδωσε και την γνώμη του σε μια συνέντευξή του στον Niall Ferguson, η οποία δημοσιεύθηκε στους Sunday Times.

Ο Κίσινγκερ δήλωσε ότι «η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας θα πρέπει να είναι μια επιστροφή στο status quo ante» — εννοώντας την κατάσταση πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν τμήματα του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ ήταν υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών υπέρ της Μόσχας και η Κριμαία ήταν μέρος της Ρωσίας, όπως συνέβαινε από το 2014.

Οσον αφορά στην πατρίδα του, τις ΗΠΑ, ο Κίσινγκερ θεωρεί ότι «είναι περισσότερο διχασμένες σήμερα από ό,τι την εποχή του Βιετνάμ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το εθνικό συμφέρον ήταν ένας ουσιαστικός όρος, δεν ήταν από μόνο του αντικείμενο συζήτησης. Αυτό έχει τελειώσει. Κάθε κυβέρνηση αντιμετωπίζει τώρα την αδιάκοπη εχθρότητα της αντιπολίτευσης. Η μη δηλωμένη αλλά πολύ πραγματική συζήτηση στην Αμερική αυτή τη στιγμή είναι για το εάν οι βασικές αξίες της Αμερικής έχουν ισχύ», ενώ σπεύδει να προσθέσει, για τον κάθε επίδοξο ηγέτη ότι «πλέον, η ηγεσία έχει γίνει πιο δύσκολη εξαιτίας του συνδυασμού των κοινωνικών δικτύων, των νέων στυλ δημοσιογραφίας, του Διαδικτύου και της τηλεόρασης, τα οποία εστιάζουν στη βραχυπρόθεσμη προσοχή».

Τέλος, και όσον αφορά ποια είναι αυτά τα πέντε χαρακτηριστικά που, κατά την γνώμη του, πρέπει να διαθέτει ένας σπουδαίος ηγέτης, ήταν σαφής: να λέει σκληρές αλήθειες, να έχει όραμα, να είναι τολμηρός, να είναι ικανός να περνάει χρόνο μόνος του και να μην φοβάται ότι θα διχάσει.