Μπορεί ημερολογιακά ο χειμώνας να ξεκινά τον Δεκέμβριο, μπορεί ως τότε οι χώρες του βορείου ημισφαιρίου να έχουν δει ήδη αρκετά εκατοστά χιόνι, αλλά ο χειμώνας στην Ελλάδα, στην Αθήνα ειδικά, αργεί πάντοτε να έρθει. Σπάνια ξεκινούν να μοιάζουν χειμωνιάτικα τα πρωινά μας πριν τον Γενάρη. Ο χειμώνας μοιάζει να ’ρχεται μαζί με τη νέα χρονιά, πιασμένοι χέρι-χέρι, κι ακριβώς από πίσω – σαν κοντό και ύπουλο παρανυφάκι – η χειμωνιάτικη μελαγχολία να κρατά την ουρά του πέπλου του χειμώνα.
Μέχρι η ιδιόρρυθμη αυτή ακολουθία να κάνει την προδιαγεγραμμένη της πορεία, ωσότου να περάσει τη σκυτάλη στο γλυκύτατο έαρ, ένα από τα πράγματα που απολαμβάνω όσο τίποτα είναι κάτι χουχουλιάρικες βραδιές στο σπίτι με το πανί του προτζέκτορα να ξεδιπλώνει τις ωραιότερες χειμωνιάτικες ιστορίες.
Τέτοια είναι και η ιστορία της νέας ταινίας που έκανε την εμφάνισή της στο Netflix τις προηγούμενες μέρες. Το «The Pale Blue Eye» μπορεί να θυμίζει τίτλο τραγουδιού του Lou Reed, όμως στην πραγματικότητα είναι η νέα – διαποτισμένη με ζοφερή βαρυχειμωνιά – ταινία του Scott Cooper.
Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Louis Bayard του 2006, το «The Pale Blue Eye» είναι από εκείνες τις ταινίες που στα πρώτα κιόλας λεπτά σε γραπώνουν από τον καρπό με την ψυχρή λαβή τους και σε βυθίζουν την τρομερή παγωνιά τους. Οι χιονισμένες, γεμάτες γυμνά δέντρα, ράχες της κοιλάδας Hudson του 1830 ποτέ δεν έμοιαζαν τόσο απειλητικές όσο στο «The Pale Blue Eye» του Scott Cooper, μια ταινία μυστηρίου που έχει να κάνει περισσότερο με την ατμόσφαιρα παρά με την εφευρετικότητα, αφού η παγωνιά που νιώθεις ως θεατής να σου τρυπά τα κόκαλα ενισχύει την αγωνία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο.
Η ψυχρότητα ταιριάζει φυσικά με την ιστορία. Tο «The Pale Blue Eye» ακολουθεί έναν βετεράνο ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης, τον Augustus Landor (Christian Bale), που ζει μόνος του σε ένα ξυλόσπιτο στο δάσος, ο οποίος αφήνει για λίγο την ήσυχη ζωή του ως συνταξιούχος για να ερευνήσει τον φρικτό θάνατο ενός δόκιμου στη Στρατιωτική Ακαδημία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο νεαρός δόκιμος Leroy Fry (Matt Helm) έχει βρεθεί απαγχονισμένος με μια βαθιά τομή στο στήθος και την καρδιά του άφαντη, και κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ακριβώς έχει συμβεί. Ήδη από τη στιγμή που τον καλούν να αναλάβει την υπόθεση, ο βλοσυρός Landor αναπτύσσει μια σιωπηλή σχέση αντιπαράθεσης με τη σχολή, αλλά αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο πάραυτα.
Σύντομα, ο επιρρεπής – παρά το στεγνό του πνεύμα – στη μελαγχολία Landor βρίσκει έναν απρόσμενο βοηθό στο γεμάτο αλλόκοτες γωνίες πρόσωπο ενός υπερβολικά μικρόσωμου δόκιμου που ακούει στο όνομα Edgar Allan Poe (Harry Melling). Τη σκληρή, όλο αιχμηρά ζυγωματικά, χλωμή φυσιογνωμία του πολύ διαφορετικού, αλλά και αλλόκοτα οικείου, νεαρού Poe μαλακώνουν τα γεμάτα γοητευτική αγωνία και ευφυή ευαισθησία, ολοστρόγγυλα μπλε μάτια του.
Ως θεατής αδυνατείς να καταλάβεις πού ακριβώς το πηγαίνει ο Melling με τον υπέροχο Poe του, καθώς προσδίδει σε αυτόν τον νεαρό outsider μια φευγαλέα, στοιχειωμένη αυτοπεποίθηση. Εναλλάσσεται ανάμεσα σε κύματα θλίψης και μεγαλοστομίας, σήμα κατατεθέν ενός ειλικρινούς ρομαντικού. Νιώθεις την τραγωδία της κατάληξής του σε ένα μέρος όπως το West Point. Στην πραγματικότητα, ο Poe άντεξε μόνο λίγους μήνες στη σχολή. Αισθάνεσαι επίσης, στους τρόπους και την ομιλία του, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που είτε θα αφήσει το στίγμα του στον κόσμο είτε θα καταλήξει νεκρός σε ένα χαντάκι. Όπως αποδείχθηκε, συνέβησαν και τα δύο.
Αυτό το επίμονα μουντό, συγκρατημένο, αργόσυρτο φιλμ είναι ένα είδος ιστορίας καταγωγής του πατέρα της γοτθικής λογοτεχνίας. Στο «The Pale Blue Eye» ο Poe είναι ένας νεαρός δανδής που αυτοσυστήνεται ως ρομαντικός ποιητής και θεμελιώνει τα διαπιστευτήριά του ως πρώιμος εγκληματολόγος υπό το φως των κεριών μιας σκοτεινής παμπ, στο πυκνό σκοτάδι της Βικτωριανής εποχής, που μοιάζει να ξεπήδησε από την «Πτώση του Οίκου των Άσερ», και κόντρα στα εκτυφλωτικά λευκά τοπία.
Όμως, κάτω από την εύθραυστη επιφάνεια της ταινίας και την αργόσυρτη πλοκή της, αναβλύζουν η τρέλα και η υστερία. Μόνο αφού λυθεί το υποτιθέμενο μυστήριο, η ταινία αφοσιώνεται πλήρως στην ουσία της, ξεδιπλώνοντας μια ιστορία απώλειας. Ο Christian Bale, διακριτικός και αινιγματικός καθ’ όλη τη διάρκεια, εδώ στρέφει το βλέμμα μας στις πιο σκοτεινές εσχατιές της ανθρώπινης καρδιάς.
Εκείνο που μένει στο τέλος είναι μια καθηλωτική ιστορία μυστηρίου, όχι μόνο λόγω του Bale, του Melling και της αποπνικτικής ατμόσφαιρας, αλλά κυρίως επειδή τα υπό διερεύνηση εγκλήματα είναι άγρια σε ένα εντελώς υπαρξιακό επίπεδο.