«Πολύ λάδι και από τηγανήτα τίποτα».

Αυτή η ελληνικότατη παροιμία ταιριάζει γάντι στην 5η σεζόν της – πολυαγαπημένης από κοινό και κριτικούς – σειράς του Netflix, η οποία αισίως φτάνει σύντομα στο τέλος της.

Στην πέμπτη σεζόν πάντως βρισκόμαστε, πλέον, με τα μπούνια μέσα στην δεκαετία του 1990, καθώς η αφήγηση των τεκταινομένων ξεκινάει από το καλοκαίρι του 1991, τότε που φάνηκαν οι πρώτοι πολύ σοβαροί τριγμοί στον γάμο του Καρόλου και της Νταϊάνας.

Γιατί, προφανώς και η πριγκίπισσα βρίσκεται στο απόλυτο επίκεντρο της πέμπτης σεζόν, καθώς, θέλοντας και μη, η ίδια όρισε και καθόρισε με πράξεις και παραλείψεις της την βρετανική Μοναρχία καθ’ όλη την διάρκεια των ’90s και μέχρι το τραγικό δυστύχημα που είχε ως κατάληξη τον θάνατό της, το 1997.

Δευτεραγωνιστής της πέμπτης σεζόν είναι ο ίδιος ο Κάρολος: ένας άνθρωπος που παρουσιάζεται επισήμως και μετά βαϊων και κλάδων ως ο «ανανεωτής του Στέμματος» και ο άνθρωπος που θέλησε, επεδίωξε και έδωσε μάχες προκειμένου το Μπάκιγχαμ να γίνει πιο μοντέρνο και να έρθει πιο πολύ στο σήμερα.

Το κατά πόσο τις έδωσε όντως ο Κάρολος (τον οποίο υποδύεται ο Ντόμινικ Ουέστ) αυτές τις μάχες, δεν το γνωρίζουμε, ωστόσο ο επίδοξος θεατής σίγουρα θα νιώσει κάποιου είδους ετεροντροπή – ίσως και να «κριντζάρει» – από το ενσταντανέ εκείνο που τον παρουσιάζει «δίπλα στη νεολαία» (σαν τον μπάρμπα ή τον θείο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι), να τους μιλάει για «το πόσο ξεχωριστοί είναι, ο καθένας από αυτός» και στην συνέχεια να χορεύει μπρέικ-ντανς κάνοντας φιγούρες στην πίστα μιας ντίσκο – αμφιβάλλω αν ο πραγματικός Κάρολος τα έκανε ποτέ αυτά, θα είχε πάθει μετατόπιση μεσοσπονδυλίου δίσκου και θα τον έτρεχαν στους ορθοπεδικούς, οπότε τα εκλαμβάνω ως μια ανερυθρίαστη απόπειρα «αγιογραφίας» του, άλλωστε μην ξεχνάμε ότι η σειρά προβλήθηκε δυο ακριβώς μήνες μετά την ενθρόνισή του ως Καρόλου Γ’ και βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το διαζύγιό του πάντως με την Νταϊάνα (μια πραγματικά συγκλονιστική Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι) είναι στο επίκεντρο της σειράς, όπως αντίστοιχα και τα «γκομενίσματα» (ή μη) του πρίγκιπα Φιλίππου (ο σπουδαίος καρατερίστας ηθοποιός Τζόναθαν Πράις) με μια γυναίκα κατά 32 χρόνια μικρότερή του, την Λαίδη Ρόμσεϊ, η οποία (θρυλείται ότι) βρίσκει καταφύγιο στην «φιλία» της με τον σύζυγο της Ελισάβετ Β’ μετά τον θάνατο, από καρκίνο, της πεντάχρονης κόρης της, Λεονόρα.

Από το 1991 περνάμε στο 1992, το annus horribilis της μοναρχίας, όταν η βασίλισσα (δωρική μέσα στην πληθωρικότητα των εκφράσεών της η Ιμέλντα Στόντον) ενημερώνεται διαδοχικά από τα παιδιά της, ότι οι γάμοι τους «καταρρέουν» σαν τραπουλόχαρτα, το παλάτι του Ουίνσδορ παίρνει φωτιά και σχεδόν καταστρέφεται ολοσχερώς και η ίδια μαθαίνει για την «φιλία» και τις αμέτρητες ώρες που περνάνε μαζί ο πρίγκιπας Φίλιππος και η Λαίδη Ρόμσεϊ (η πανέμορφη Νατάσα Μακέλχον του «Truman Show»).

Σταδιακά, το ενδιαφέρον του κάθε επεισοδίου μετατοπίζεται στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του Καρόλου και της Νταϊάνα Σπένσερ, κυρίως της τελευταίας και των «δορυφόρων» της ζωής της: π.χ. παρακολουθούμε την γνωριμία της με τον Ντόντι Φαγέντ, τον Αιγύπτιο παραγωγό ταινιών όπως το «Οι Δρόμοι τη Φωτιάς» [Chariots Of Fire] και γιο του ιδιοκτήτη των Harrods, Μοχάμεντ Φαγέντ, ο οποίος ανήλθε πολύ προσεκτικά και με κινήσεις χειρουργικής ακριβείας μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια της βρετανικής κοινωνίας, για να μπει μέχρι στο Μπάκιγχαμ -ποιος, αυτός, ένας φτωχός Αιγύπτιος από την Αλεξάνδρεια που το 1947 πουλούσε,ως έφηβος, αναψυκτικά στους δρόμους.

Τόσο ο Κάρολος, όσο και η Νταϊάνα παρουσιάζονται, ενίοτε, και ως πραγματικοί άνθρωποι με σάρκα και οστά και όχι «θεοί», όπως τους απαιτεί η Μοναρχία (και επαναλαμβάνει σχεδόν σε κάθε της επεισόδιο η Ελισάβετ Β’): π.χ. παρουσιάζεται η ιστορία της υποκλοπής μιας τηλεφωνικής συνομιλίας του Καρόλου με την Καμίλα Πάρκερ-Μπόουλς, στην οποία κάνουν κανονικό τηλεφωνικό σεξ, λέγοντάς της ότι θα ήθελε να είναι… το ταμπόν της και να κατοικεί διαρκώς μέσα στο σώμα της [το γνωστό «σκάνδαλο Tampongate»].

Ή το κανονικό «πέσιμο» που κάνει η πριγκίπισσα σε ένα Πακιστανό γιατρό ενός μεγάλου λονδρέζικου νοσοκομείου, με τον οποίο μάλιστα πηγαίνει, τεχνηέντως μεταμφιεσμένη ως μελαχρινή, έως και σινεμά (για την ιστορία, είδαν μαζί το «Apollo 13» με τον Τομ Χανκς, το καλοκαίρι του 1995).

O σεναριογράφος Πίτερ Μόργκαν καταπιάνεται και με τον (αυξημένο, λόγω κουτσομπολίστικου ενδιαφέροντος) ρόλο των ΜΜΕ της εποχής εκείνης και της ανήθικης σκανδαλοθηρικής φύσης της νέας γενιάς δημοσιογράφων, όπως π.χ. του Μάρτιν Μπασίρ του BBC ο οποίος εμφανίζεται να καταφέρνει να εισχωρήσει στο περιβάλλον της Νταϊάνα με πολύ «πούστικο» τρόπο – και τελικά, όντως κατάφερε να τής πάρει την περίφημη εκείνη συνέντευξη του 1995 που την είδε όλη η Βρετανία και η μισή υφήλιος και όπου η πριγκίπισσα άνοιξε την καρδιά της αναφορικά με το διαζύγιό της (και έκανε την… καρδιά περιβόλι στο Μπάκιγχαμ).

Πάντως, στην ούγια, η όλη αντιμετώπιση της κατάστασης από Κάρολο και Νταϊάνα θυμίζει λίγο φθηνό reality εκ μέρους τους, με την σειρά να μην αρνείται να μας παρουσιάσει όλες τις αλλεπάλληλες δημόσιες αλληλοκατηγορίες και τα διάφορα χτυπήματα «κάτω από τη μέση» που έδωσαν ο ένας στον άλλον και παραβλέποντας πάντα τις έντονες νουθεσίες της Ελισάβετ Β΄ αλλά και του Φιλίππου ότι «παιδιά, βρείτε τα ιδιωτικά και μην ξεκατινιάζεστε δημοσίως, είστε το πριγκιπικό ζεύγος της Ουαλίας, γαμώ το κεφάλι μου μέσα».

Ενδιάμεσα, κυκλοφορούν και κάποια ιστορικά πρόσωπα που φωτίζουν, άθελά τους ή μη, και κάποιες πλευρές της Ιστορίας (και ιστορίας): π.χ. η απεικόνιση του Τζον Μέιτζορ από τον ηθοποιό Τζόνι Λι Μίλερ (τον «Sick Boy» του «Trainspotting») είναι πραγματικά καταπληκτική, έστω και αν ο πραγματικός Μέιτζορ ούτε τόσο συναρπαστικός ήταν ως προσωπικότητα, όσο τον παρουσιάζει ο Μίλερ, ούτε τόσο γοητευτικός εν γένει, να δίνει τόσο ωραίες συμβουλές σε κοτζάμ Ελισάβετ Β’.

Είναι, ωστόσο, μια όμορφη και κάπως πιο ανθρώπινη τηλεοπτική «παρέκκλιση» από την πολιτική ωμότητα της Μάργκαρετ Θάτσερ που είχαμε δει στον τέταρτο κύκλο.

Φυσικά, υπάρχουν και διάφορες ιστορικές ανακρίβειες: π.χ. η σκηνή όπου ο πρίγκιπας Κάρολος πιέζει τον Μέιτζορ σε μια προσπάθεια να εξαναγκάσει την παραίτηση της μητέρας του από το θρόνο, ουδέποτε συνέβη και ο βρετανός πρωθυπουργός δεν ενεπλάκη ποτέ στα της Μοναρχίας.

Επίσης, το επεισόδιο με την ιστορική εμπλοκή των Ρομανόφ – του τελευταίου Τσάρου της Ρωσίας, Νικολάου, και της οικογένειάς του, οι οποίοι δολοφονήθηκαν από τους Μπολσεβίκους – είναι ιστορικά ακριβές κατά ένα μέρος του: λόγου χάρη, είναι αλήθεια ότι ο Νικόλαος είχε στείλει το καλοκαίρι του 1918 ένα γράμμα στον πρώτο του ξάδελφο, βασιλιά Γεώργιο του Ηνωμένου Βασιλείου, προκειμένου να στείλει ένα βρετανικό πλοίο και να μεταφέρει τον ίδιο και την οικογένειά του στο Λονδίνο, προκειμένου να γλυτώσουν από τον ρεβανσισμό των Μπολσεβίκων.

Ο ξάδελφός του δεν το έκανε, ωστόσο, και η οικογένεια Ρομανόφ δολοφονήθηκε στο Γεκατερίνμπουργκ στις 18 Ιουλίου του 1918. Κάπως έτσι, ξετυλίγεται το κουβάρι μιας ιστορίας, κατά το οποίο ο Μπόρις Γιέλτσιν επισκέπτεται το Λονδίνο και κατόπιν καλεί την Ελισάβετ Β΄και τον Φίλιππο στη Μόσχα, για την πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) επίσκεψη βρετανού μονάρχη στην ρωσική πρωτεύουσα.

Η Ελισάβετ υποτίθεται ότι είπε στον Γιέλτσιν ότι «θα έρθω, αρκεί να αποκατασταθεί η μνήμη των προγόνων μου, της οικογένειας Ρομανόφ», απαιτώντας στην συνέχεια την ανεύρεση των πτωμάτων όλης της οικογένειας και την κανονική ταφή που τούς άρμοζε, μετά από 75 χρόνια.

Ο Γιέλτσιν υποτίθεται ότι δέχτηκε και κίνησε τις διαδικασίες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά όλα αυτά είναι μόνο μέσα στο κεφάλι του Μόργκαν, καθώς ουδέποτε η Ελισάβετ Β’ έθεσε τέτοιο θέμα στον Γιέλτσιν – παρόλο που όντως επισκέφτηκε, μαζί με τον Φίλιππο, την Μόσχα, το 1994.

Για την ιστορία δε, να πούμε ότι όντως ο Φίλιππος, ως συγγενής του βασιλιά Γεωργίου, έδωσε αίμα και δείγμα DNA για την εξακρίβωση των οστών των Ρομανόφ, αλλά αυτό συνέβη εκτός του χωροχρονικού πλαισίου της σειράς, το 1998 και στην πραγματικότητα το Μπάκιγχαμ δεν είχε καμία απολύτως ανάμειξη στο ζήτημα της αποκατάστασης της μνήμης των Ρομανόφ, το οποίο ήταν ένα πάγιο αίτημα ενός μεγάλου μέρους του ρωσικού λαού, αμέσως μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, το 1991.

Την «έθαψαν» οι κριτικές

Πάντως, οι κριτικές και οι κριτικοί έσπευσαν αμέσως να κατηγορήσουν την σειρά και τον Μόργκαν, προσωπικά, ότι με αυτή την πέμπτη σεζόν παρέδωσε ένα «μνημείο τηλεοπτικής αδιαφορίας». Π.χ., ο Jack Seale του Guardian δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου με την πέμπτη σεζόν της σειράς, αποκαλώντας την «άσχετη» και αξιολογώντας την με δύο από τα πέντε αστέρια.

«Ήρθε η ώρα γι’ αυτό το βαρετό σόου να τελειώσει για πάντα», έγραψε. «Το καστ του είναι καρτουνίστικο, η πλοκή είναι γεμάτη με βαρετές ομιλίες και πολλά επεισόδια θα μπορούσαν να είχαν απορριφθεί εντελώς».

Ο Daniel D’Addario του Variety τοποθετείται κάπου στη μέση, λέγοντας ότι η πέμπτη σεζόν της σειράς «είναι η πιο αδύναμη έξοδός της μέχρι τώρα», περιγράφοντάς την «γενικά διάσπαρτη και μη εστιασμένη». Παρ’ όλα αυτά, επαίνεσε την ερμηνεία της Στόντον, σε αντίθεση με την αξιολόγησή του για τον Ουέστ, τον οποίο χαρακτήρισε «απλά λάθος».

Η Anita Singh της Telegraph, από την άλλη, γράφει ότι αυτό το «δράμα οδεύει προς την άχρηστη τηλενουβέλα» με τις ιστορίες αυτής της σεζόν, δίνοντάς της δύο από τα πέντε αστέρια. «Το δράμα του Peter Morgan στο Netflix ξεκίνησε ως ένα γράμμα αγάπης προς την αείμνηστη Βασίλισσα. Αυτές τις μέρες κρατάει το δηλητηριώδες στυλό του», έγραψε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι «ποτέ δεν ήταν πιο ξεκάθαρο ότι ο συγγραφέας δεν νοιάζεται καθόλου για τα συναισθήματα των ανθρώπων που απεικονίζει».

Είναι καυστική και για το καστ, λέγοντας ότι ο Ουέστ «φέρνει έναν ελαφρύ αέρα», ενώ η Ντεμπίκι «δεν έχει τίποτα από την πραγματική λάμψη της Νταϊάνα».

Από την άλλη, η Carol Midgley αξιολόγησε τη νέα σεζόν με 4/5 αστέρια στους Times, επαινώντας ιδιαίτερα την Ντεμπίκι για τον ρόλο της Diana, χαρακτηρίζοντάς την ως την «απόλυτη σταρ» της σειράς.

Ο βασιλικός φωτογράφος Ken Lennox, που γνώριζε προσωπικά την Diana, έγραψε στο «The Metro» ότι συγκινήθηκε με την πέμπτη σεζόν, την οποία αξιολόγησε επίσης με 4/5 αστέρια. «Η Diana θα έβγαζε τα παπούτσια της, θα πηδούσε στον καναπέ και θα λάτρευε κάθε λεπτό αυτού της πλούσιας βασιλικής σαπουνόπερας», ενώ παράλληλα αναφέρθηκε στην Ντεμπίκι ως «το αστέρι που λάμπει».

Στην «The Evening Standard», η Melanie McDonagh έδωσε στη νέα σεζόν τέσσερα από τα πέντε αστέρια, λέγοντας ότι «δεν έχει σημασία που μερικά από αυτά που προβάλλονται είναι καθαρά εικασίες. Το θέμα του “The Crown” δεν είναι αυτά που επινόησε, αλλά ότι πολλά από αυτά που προβάλλει είναι ορισμένα πραγματικά απαίσια πράγματα που όντως συνέβησαν».