O Keanu Reeves αγαπάει όσο κανείς άλλος την ταχύτητα.

Αυτό το διαρκές «need for speed» για τον 59χρονο σήμερα Keanu Reeves ξεκίνησε από τότε που ήταν μικρός: 40 χρόνια ζωής έχει βιώσει ο Keanu μέσα στην ταχύτητα, είτε πάνω στην αγαπημένη του μοτοσυκλέτα, είτε με τους γκαζιάρηδες ρόλους του στο κινηματογραφικό πανί.

Η αγάπη του αυτή για την ταχύτητα κορυφώνεται στο σήμερα, σε μια σειρά ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων, με παρουσιαστή τον ίδιο τον Keanu – ενός ντοκιμαντέρ που αφηγείται την ιστορία της Brawn GP, την επική χρονιά του πρωταθλήματός της στη Formula 1 το 2009 και έρχεται στο Disney+.

Στη σειρά πρωταγωνιστούν επίσης οι θρύλοι της Formula 1, Ross Brawn, Jenson Button, Nick Fry, Rubens Barrichello και Christian Horner. Με παρουσιαστή και αφηγητή τον Keanu Reeves, η σειρά ακολουθεί την αξιοσημείωτη ιστορία του πώς ο Ross Brawn, το 2009, αγωνιζόμενος στο πιο ακριβό και τεχνολογικά προηγμένο πρωτάθλημα αγώνων αυτοκινήτου στη γη, πραγματοποίησε το ακατόρθωτο.

Η υποστελεχωμένη, υποχρηματοδοτούμενη και ανεξάρτητη ομάδα του, κέρδισε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, αντιμετωπίζοντας τους μεγαλύτερους τιτάνες της βιομηχανίας και όλα αυτά, αφού είχε αγοράσει την ομάδα για μόλις 1 λίρα.

Μπείτε στα παρασκήνια αυτής της επικής ιστορίας της Formula 1, μαζί με αυτούς που ήταν τότε εκεί, στην πίστα, στο γκαράζ και στην αίθουσα συνεδριάσεων, να ρίχνουν φως σε κάθε πτυχή της ιστορίας.

Με αποκλειστική πρόσβαση σε αρχειακό υλικό της F1, που δεν έχει προβληθεί ξανά στο παρελθόν, αυτή η σειρά, ακολουθεί όλη τη θαυμαστή διαδρομή προς τη νίκη, με επικεφαλής τον Βρετανό οδηγό της F1 Jenson Button και τον Ross Brawn.

Η σειρά «Brawn: Μία Απίθανη Ιστορία της Formula 1©», είναι μια παραγωγή της North One, σε σενάριο και παραγωγή του Simon Hammerson και του τρεις φορές βραβευμένου με BAFTA Neil Duncanson και σκηνοθεσία του Daryl Goodrich, με τον Keanu Reeves σε ρόλο παρουσιαστή και εκτελεστικού παραγωγού.

Keanu Reeves, αμετανόητος λάτρης της ταχύτητας

Είναι, ακόμη και σήμερα, μια τυπική εικόνα, για τον θαμώνα της διάσημης Sunset Boulevard του Λος Ανζτελες: ο Κιάνου Ριβς να σκάει μύτη, απόγευμα, με την μεγάλου κυβισμού μηχανή του, φορτωμένος με όλα τα αξεσουάρ του μοτοσικλετιστή που σέβεται τον εαυτό του: κράνος, τζάκετ και γάντια. Η ζωή του, άλλωστε, μοιράζεται εδώ κι αρκετά χρόνια ανάμεσα στις μηχανές μεγάλου κυβισμού και το συγκρότημά του (είναι μπασίστας στους Dogstar).

Δυο κατάμαυρες αγγλικές Norton Commando του 1974, 850 κ.εκ., κι αξίας 11.500 δολαρίων η κάθε μία, βρίσκονται στο γκαράζ του σπιτιού του, στο Τορόντο του Καναδά. Ο Κιανου αρνείται πεισματικά να μετακινηθεί με οποιοδήποτε άλλο μέσο, εκτός των αγαπημένων του μοτοσυκλετών, κι εκμεταλλευόμενος της αγάπη που έχει απέναντι στα μεγάλα, μακρινά ταξίδια με μηχανή, έχει κάνει τη διαδρομή Τορόντο-L.A. κάτι αντίστοιχο του Κολιάτσου-Παγκράτι.

«Κατεβαίνει» στη Δυτική Ακτή των Η.Π.Α. όποτε χρειαστεί να συμμετάσχει σε μια νέα κινηματογραφική παραγωγή, αλλιώς προτιμάει να γυρνάει τον Καναδά με τη μοτοσυκλέτα του.

Το «Life In The Fast Lane» των Eagles είναι ένα απ’ τα πιο αγαπημένα τραγούδια του Κιάνου Ριβς. Καθόλου τυχαίο, αν το καλοσκεφτείς, αφού πρεσβεύει μια ζωή γεμάτη ταχύτητα και συνεχείς εναλλαγές σε δουλειές και τόπους διαμονής.

Όπως ακριβώς δηλαδή είναι, μέχρι στιγμής, και η ζωή του 59χρονου (πάρ’τε βαθιά ανάσα) κινεζο-καναδο-αμερικανο-λιβανέζου: γεννήθηκε στη Βηρυτό του Λιβάνου, το 1964 και μέχρι τις αρχές του 1967, στα δυόμιση του χρόνια, ο μικρός Κιάνου (το όνομα του οποίου σημαίνει στα χαβανέζικα «ψυχρό αεράκι επάνω από τα βουνά»), λόγω της δουλειάς των γονιών του, είχε κάνει τον γύρο του κόσμου.

Η μητέρα του, Πατρίσια, ήταν καλλιτέχνης και ο πατέρας του, Σάμιουελ, γεωλόγος, όμως χώρισαν και, έτσι, αναγκαστικά, μετακόμισε μαζί με τη μητέρα του αρχικά στη Νέα Υόρκη και μετά στο Τορόντο.

Κάπως έτσι ξεκινάει μια εξαιρετικά άστατη περίοδος για τα παιδικά χρόνια του Ριβς: έχει ένα μεγάλο πρόβλημα δυσλεξίας -που πολλοί πιστεύουν ότι δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει μέχρι και σήμερα- και κατά συνέπεια είναι τόσο κακός μαθητής που τον διώχνουν από τέσσερα διαφορετικά γυμνάσια προτού τελικά παρατήσει το σχολείο, στα 17 του χρόνια.

Προτιμάει τα σπορ, ειδικά το χόκεϊ επί πάγου, το οποίο είναι γρήγορο, με εναλλαγές στο σκορ και προβλέπει και μπόλικο ξυλίκι, στο οποίο διακρίνεται. Μέχρι που τον κερδίζει η υποκριτική και το θέατρο.

Κάποια εποχή, εκεί γύρω στο 1994, αφού ολοκλήρωσε τα γυρίσματα του «Speed», τέθηκε το ερώτημα αν θα πάρει τη σκυτάλη από τον Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ και τον Μπρους Ουίλις ως το «πρωτοπαλίκαρο» των ταινιών δράσης.

«Το “Speed” ήταν για μένα μια δοκιμασία. Ήθελα πραγματικά να παίξω στις λεγόμενες action movies, ένα είδος που δεν ήξερα. Το ευχαριστήθηκα αλλά οι φιλοδοξίες μου έχουν σχέση με την ποικιλία», απάντησε ο ίδιος, αν και με το «Μatrix» και το ρόλο του ως «Νίο, ο Εκλεκτός» απέδειξε πως ένα από τα μεγαλύτερα (και, με κινηματογραφικούς όρους, πιο γρήγορα σε ταχύτητα) blockbuster της κινηματογραφικής βιομηχανίας μπορεί κάλλιστα να διαθέτει πάνω του και την ούγια της «ποιότητας».

Ακόμη και εκείνη την περίοδο όμως, με τις κινηματογραφικές προτάσεις να πέφτουν «βροχή» και τη δημοφιλία του να βρίσκεται στο απόγειό της, συνεχίζει να παίζει μπάσο στο συγκρότημα του, τους Dogstar, το οποίο «ανοίγει», για ένα διάστημα, τις συναυλίες των Bon Jovi.

Δυστυχώς για τον ίδιο, η σύντροφος του, Τζένιφερ Σάιμ, γεννά νεκρό το πρώτο τους παιδί και λίγο μετά σκοτώνεται και η ίδια σε ένα τρομερό αυτοκινητικό δυστύχημα, όταν εκσφενδονίζεται με δύναμη απ’ το παρμπρίζ του τζιπ της και πέφτει στην άσφαλτο, μένοντας ακαριαία στον τόπο. Η ταχύτητα παίρνει απ’ τη ζωή το πιο αγαπημένο του πρόσωπο, αλλά ο ίδιος δεν το βάζει κάτω.

Το 1998 καβαλάει με ταχύτητα τη μηχανή του με κατεύθυνση την πασίγνωστη τοποθεσία Topanga Canyon σε ένα φρενήρες ταξίδι, με αποτέλεσμα να φάει τα μούτρα του πάνω σε ένα λόφο. Νοσηλεύτηκε για μια ολόκληρη εβδομάδα στο νοσοκομείο με ρήξη σπλήνας, σπασμένο αστράγαλο και πλευρά. Το συγκεκριμένο ατύχημα του έχει αφήσει μια μεγάλη ουλή στο κάτω μέρος του θώρακα του. Μέτα από ένα δεύτερο, λιγότερο επώδυνο, ατύχημα, λίγα χρόνια μετά, δηλώνει με θράσος «δεν ξέρω αν γίνομαι ολοένα και καλύτερος στο να οδηγάω μοτοσυκλέτες, αλλά σίγουρα έχω αρχίσει να βελτιώνομαι στο να τις στουκάρω».

Ο Ριβς έχει θέσει, έκτοτε, μερικούς βασικούς κανόνες χρήσης των μοτοσυκλετών του: καταρχάς τις χρησιμοποιεί ως το κύριο και πρωταρχικό μέσο μεταφοράς του -δεν χρησιμοποιεί ποτέ τις δημόσιες συγκοινωνίες κι εξίσου σπάνια οδηγάει την Porsche Carrera 4 που έχει μέσα στο γκαράζ του («ό,τι πιο κοντινό σε μοτοσυκλέτα κυκλοφορεί που να διαθέτει 4 τροχούς», σύμφωνα με δήλωση του ιδίου).

Προτιμάει ιδιαιτέρως τους καναδέζικους και τους αμερικανικούς αυτοκινητοδρόμους και πιστεύει πως οι καλύτερες μοτοσυκλέτες για τέτοιες εμπειρίες είναι οι ακριβές, αλλά ρετρό, όπως οι Motto Guzzi και οι Harley Davidson (χωρίς να αποκλείει φυσικά την αγαπημένη του Norton Commando του 1974).

Το σημαντικότερο μάθημα ζωής που έχει μεταδώσει όμως στον Ριβς η πολύχρονη ενασχόληση του με τις vintage μοτοσυκλέτες είναι να μην το βάζει κάτω ποτέ.

Το ατύχημα είναι μέρος του ταξιδιού που ονομάζεται ζωή και το μυστικό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ποτέ να μην ξενερώνεις, αλλά πάντα να βάζεις το άσχημο περιστατικό πίσω σου και να συνεχίζεις να ζεις την περιπέτεια, με τα πνευμόνια σου να ρουφάνε τον αέρα του δρόμου, όπως κάθε αρχετυπικός Easy Rider.