Σκέψου να πας να αλλάξεις κάτι σε ένα πολυκατάστημα και να μη στο αλλάζουν επειδή έχεις ξεχάσει την απόδειξη. Την ώρα που πας να ξεπαρκάρεις το φορτηγάκι σου, χαμένος μέσα στις σκέψεις σου σε μια περίοδο που δεν είναι η καλύτερη της ζωής σου, τινάζεσαι απότομα από την παρατεταμένη κόρνα ενός λευκού SUV που παραλίγο να σε χτυπήσει. Σε δευτερόλεπτα το παράθυρο του SUV κατεβαίνει, υψώνεται το μεσαίο δάχτυλο του οδηγού και φεύγει. Μάλλον είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει. Δε θα του χαριστείς. Θα τον κυνηγήσεις ακόμα κι αν χρειαστεί να κόψεις δρόμο πατώντας το γκαζόν κήπων σπιτιών.

Σκέψου από την άλλη να κουβαλάς το στρες μιας επιχειρηματικής συνάντησης για τη συμφωνία με ένα πολυκατάστημα που πιθανό να λύσει το πρόβλημα της (μονίμως τσιτωμένης) ζωής σου. Την ώρα που πας να βγάλεις το λευκό σου SUV από το parking γλυτώνεις στο τσακ το τρακάρισμα με ένα φορτηγάκι που ξεπαρκάρει. Το τελευταίο που θες είναι να συμβεί κάτι τέτοιο. Δε θα τον αφήσεις έτσι. Πρέπει να βάλεις τον οδηγό στη θέση του. Κατεβάζεις το παράθυρο και του κάνεις τη γνωστή χειρονομία. Γκαζώνεις κι εκεί που αντιλαμβάνεσαι ότι σε έχει πάρει στο κατόπι, δεν πτοείσαι κι οδηγείς ακόμα πιο επικίνδυνα. Κάπως έτσι ξεκινά ένα beef -η λέξη που για κάποιο άγνωστο λόγο ξεκίνησε να περιγράφει τη διαμάχη μεταξύ (τ)ράπερς κι επεκτάθηκε παντού.

4 χρόνια μετά τον οσκαρικό θρίαμβο των «Παράσιτων» -εκεί που ο Bong Joon Ho ζήτησε από το αμερικάνικο κοινό να ξεπεράσει το εμπόδιο της μπάρας των υποτίτλων για να ανακαλύψει νέα έργα- και μόλις 2 από το τηλεοπτικό φαινόμενο του «Squid Game», άλλος ένας Νοτιοκορεάτης, ο Lee Sung Jin, ξαναχτυπά. Η δράση όμως αυτή τη φορά δεν τοποθετείται στην Κορέα, αλλά σε μια από τις πιο πλούσιες περιοχές του Los Angeles, το Orange County (O.C.) με πρωταγωνιστές δύο Κορεάτες δεύτερης γενιάς που (τουλάχιστον όσον αφορά το στυλ και την ομιλία) δείχνουν πιο Αμερικάνοι κι από τους Αμερικάνους.  Από τη μία ο Danny Cho (βλ. Steven Yeun – ακόμα προσπαθούμε να συνέλθουμε από το θάνατό του στο Walking Dead): ένας απεγνωσμένος μικροεργολάβος που προσπαθεί να ξαναγοράσει το μοτέλ των γονιών του για να τους φέρει πίσω και που μονίμως πατρονάρει το μικρότερο αδερφό του Paul μπας και τον κάνει να ξεκολλήσει από τα video games και τα κρυπτονομίσματα. Από την άλλη η Amy Lau (βλ. Ali Wong – γνωστή stand-up κωμικός): μια αυτοδημιούργητη επιχειρηματίας που στην ουσία είναι αυτή που συντηρεί την οικογένειά της, τον Ιάπωνα -γιο γνωστού σχεδιαστή καρεκλών και ατάλαντο wannabe καλλιτέχνη- σύζυγό της George και τη γλυκιά κόρη της June. Δυο ετερώνυμοι πόλοι που αν έρθουν σε επαφή προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις. Εκπρόσωποι δύο διαφορετικών τάξεων με κοινό παρονομαστή τo βάρος να μην πάνε χαμένες οι θυσίες των γονιών τους μελών μιας μειονότητας στην (άλλοτε;) γη της επαγγελίας.

Κι ενώ η Amy αμφισβητεί την αξία του να ανοίγεσαι κι ο Danny επιμένει ότι οι δυτικές θεραπείες δεν πιάνουν στα Ασιατικά μυαλά, αμφότεροι δείχνουν πλήρως αφομοιωμένοι στη δυτική κουλτούρα που με οδηγό τη διαρκή τελειοθηρία σε όλους τους ρόλους της σύγχρονης ζωής, του επαγγελματία, του γονιού,  του συζύγου, οδηγεί στη νεύρωση και μετέπειτα στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Από κει και πέρα με αφορμή ένα διαρκές κυνηγητό γάτας ποντικιού διαδραματίζονται σα ντόμινο κωμικοτραγικά ευτράπελα που περιλαμβάνουν εξορμήσεις α λα Hangover στο Vegas (τρομερά απολαυστικός ο απατεώνας ξάδερφος Isaac –ο ορισμός του thug life), ανεκδιήγητες διαρρήξεις από ληστές καρικατούρες βγαλμένους από το σύμπαν των Κοέν, εκτόνωση σε θρησκευτικού ροκ συναυλίες ακόμα και σπλάτερ αιματοκυλίσματα σε δωμάτια πανικού πλουσίων που κάτω από το Zen περίβλημα κρύβουν την μοχθηρή ετοιμότητά τους να πουλήσουν ακόμα και τη μάνα τους αν χρειαστεί. Όλα αυτά την ώρα που τα συναισθήματα εναλλάσσονται με καταιγιστικό ρυθμό. Γελάς (ανεμπόδιστα άνευ πολιτικής ορθότητας), σοκάρεσαι, στενοχωριέσαι, αηδιάζεις. Όλες οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της ζωής σε μια αιχμηρή σάτιρα για το σήμερα που δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω.

Εν τέλει η Amy κι ο Danny είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Νιώθουν να ακούν ο ένας τη φωνή του μέσα από το σώμα του άλλου σα να ακούν την εσωτερική φωνή της συνείδησής τους, αυτή που τους υποδεικνύει ότι ο μόνος τρόπος να απαλλαγούν από τη δυσβάσταχτη μοναξιά τους είναι να αναζητήσουν το alter ego τους ακόμα κι αν χρειαστεί να φτάσουν στο σημείο βρασμού τους. Ένας νέος Πόλεμος των Ρόουζ οδεύει στην κορύφωσή του.

Με το Beef το Netflix χτυπά στα ίσα το HBO στον τομέα της μαύρης κωμωδίας. Είναι το δικό του «White Lotus» όχι σε καρτ ποστάλ κάδρο αλλά σε αστικό (μάλλον suburbian) τοπίο. Είναι πραγματικά καλή τηλεόραση που αξίζει τις περίπου 6 ώρες από τη ζωή σου. Απλά την επόμενη φορά που θα εκνευριστείς στην οδήγηση, προσπάθησε να συγκρατηθείς γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να ακολουθήσει…