Ο Γιώργος Καφετζόπουλος κρατά ένα νεράκι ή ένα ποτάκι στο χέρι και μιλάει με τους φίλους του, μετά την λήξη της επίσημης πρεμιέρας του «Τάο» στις 22 Φλεβάρη. Έχει πιάσει λίγο κρύο, μετά από μια ηλιόλουστη μέρα, ο κόσμος χαμογελά και μαζεύεται σε μικρά πηγαδάκια στην μαγική αυλή του θεάτρου Επί Κολωνώ.

Κάποιοι, ανάμεσά τους κι εγώ, είναι λίγο στα χαμένα μετά από το δυνατό φινάλε (όχι και παντελώς απρόσμενο) της παράστασης.

Ένας νέος συγγραφέας, με δυνατό επώνυμο φυσικά, με αξιοπρόσεχτα θεατρικά βήματα, ένας καλός ηθοποιός έχει αυτό το αίσθημα ανακούφισης λίγο πριν την έναρξη της αγωνίας, ξανά στην επόμενη παράσταση. Γιατί το θέατρο έχει αγωνία. Για φαντάσου, να έχεις γράψει ένα έργο, να παίζεις μαζί με τον καλό και διάσημο ηθοποιό πατέρα σου έναν δύσκολο ρόλο, να έχεις πάει να το ξεκινήσεις όλο αυτό από το 2020 και να σε κόβει η καραντίνα, για φαντάσου ζόρι…

Ο Γιώργος Καφετζόπουλος μοιάζει να μην μασάει. Αεικίνητος επί σκηνής, αεικίνητος εκτός αυτής, γνήσια cool, χωρίς φιοριτούρες, ούτε βέβαια την μαλακισμένη, αποστασιοποιημένη ψευτοευγένεια που πιθανώς θα του φέρει η επιτυχία τα επόμενα χρόνια. Μας χάρισε μια παράσταση για την οποία θα συζητάμε καιρό.

Τι είναι το Τάο

Η ιστορία μιας σκληρής ενηλικίωσης. Ναι, τα παιδιά στην εποχή μας ενηλικιώνονται και στα 30 και στα 35 και στα 40 ακόμα. Τα υλικά της συνταγής όχι σπάνια, ούτε παρμένα με κανένα ιδιαίτερο ρίσκο: νύχτα, ελληνική οικογένεια, λίγη πολιτική και καλλιτεχνική επικαιρότητα (προσφυγικό, τραπ), ρεαλισμός, βρισίδι. Το θέμα είναι πώς μαγειρεύτηκαν τα υλικά αυτά, πώς έδεσαν, πώς χύλωσαν. Η σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη έδωσε γεύση και άρωμα στο καλό, ρυθμικό και σπαρταριστό κείμενο του Καφετζόπουλου-το οποίο θα μπορούσε, ανά σημεία, να ήταν κάπως πιο σύντομο, να μην άπλωνε έτσι.

Η λαχτάρα του, ως νέου δημιουργού, να τα πει όλα, (μου) δημιούργησε μικρές ναυτίες στην εξέλιξη της υπόθεσης. Πολλά θέματα μαζί, ορμή να τα θίξουμε όσο μπορούμε, να μην μας πουν  και αναίσθητους κοινωνικά, αλλά να μην γίνουμε και διδακτικοί. Κατανοητή η αγωνία του Καφετζόπουλου να το πετύχει, είναι βέβαιο ότι στα επόμενα κείμενά του θα είναι πιο οικονόμος στα νοήματα, κι αυτό θα τον κάνει ακόμα πιο στακάτο και θα τον οδηγήσει στο να βρει και το συγγραφικό του στιλ.

Είναι ωραίος ο δρόμος των σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων που φωτίζουν τους περιθωριοποιημένους, τους λούμπεν και τους αντιήρωες, αλλά εύχομαι ο Καφετζόπουλος να μην εγκλωβιστεί σε αυτή τη νόρμα-η οποία και εισιτήρια κόβει και βραβεία αποσπά και έχει βρει ήδη έναν ισχυρό κύκλο ηθοποιών από όλες τις γενιές που κρίνονται (από το συνάφι και από το κοινό) οι πλέον κατάλληλοι να την υπηρετήσουν. Τη νόρμα εννοώ. Αξίζει η πένα του να εκφραστεί στην πληρότητά της, να γράψει ακόμα και μια ιστορία αγάπης, να πειραματιστεί με τον μαγικό ρεαλισμό, να αφήσει την ξεκάθαρη ποιητικότητά του να αναπνεύσει ακόμα κι άλλο, να κάνει ό, τι γουστάρει στο τέλος τέλος.

 

Και ίσως τα πρώτα θύματα της πατριαρχίας να είναι οι ίδιοι οι «πατριάρχες»…

 

Ο Γιώργος Καφετζόπουλος έχει ένα ευφυές εύρημα στο έργο του αυτό: τον ταοϊσμό. Πού κολλάει το τάο μέσα σε μια ιστορία με μπράβους, κοκαϊνέμπορους και παρανομίες; Έξυπνη, ωραία μόντα, καταπληκτική η αντίθεση ήρεμων, φιλοσοφημένων Κινέζων πλάι σε ποτάμια και ολότρελων, συγκρουσιακών Βαλκάνιων κι Ελλήνων να χορεύουν ζεϊμπέκικο στα μπουζούκια και να καπνίζουν σαν τρελοί.

Ο Αντρέας Καραμούτσος (Αντώνης Καφετζόπουλος)  προγραμματίζει τη συνταξιοδότηση του μετά από εννέα χρόνια στη φυλακή. Ο αλλοπρόσαλλος, έξαλλος γιος του (Γιώργος Καφετζόπουλος) ονειρεύεται να κληρονομήσει το πατρικό θωρηκτό της νύχτας και των παράνομων, εύκολων κερδών και ο Ιωσήφ Μωυσίδης (Θοδωρής Σκυφτούλης) που πάτησε πάνω στις γνωριμίες του Αντρέα, όσο εκείνος ήταν φυλακή, φέρεται σαν μονάρχης της νύχτας και ελίσσεται σαν φίδι με πονηριά και θράσος.

Τον ρόλο του Θοδωρή Σκυφτούλη τον έπαιξε για ελάχιστες παραστάσεις, στο θέατρο Ριάλτο, πριν πλακώσει ο κόβιντ, ο Στάθης Σταμουλακάτος. Είναι το μόνο βέβαιο, από όσα ξέρουμε κι έχουμε δει από εκείνον, ότι θα ήταν εξαιρετικός. Όμως, ο Σκυφτούλης, με το χαρακτηριστικό του φιζίκ, την ελαφράδα της κίνησης και το αέρινο στοιχείο στα χέρια και στα πόδια του, έδωσε πολύ καλό περίγραμμα στον χαρακτήρα που οραματίστηκε ο Γιώργος Καφετζόπουλος. Και αν ο Σκυφτούλης δεν υπέκυπτε σε μια μικρή υπερβολή που κόντεψε να καταστήσει τον χαρακτήρα του καρικατούρα, τότε θα είχε κλέψει σίγουρα την παράσταση με τη νευρώδη ερμηνεία του.

Αυτό δεν κατάφερε-ευτυχώς!- να το κάνει κανείς από τους τρεις ηθοποιούς. Την παράσταση έκλεψε η ίδια η παράσταση και αυτό είναι καλό και σπάνιο, να υπάρχει δηλαδή μια αρμονία, μια ισορροπία και μια καλοκουρδισμένη ρυθμική αγωγή που κάνει μια δουλειά να λειτουργεί στο όλον της-όποιο και να είναι αυτό-καλύτερα από ό, τι θα λειτουργούσε αν προσέθετες ή αν αφαιρούσες κάτι.

Μου άρεσε πολύ ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Πάντα μου άρεσε και πάντα θα μου αρέσει, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι τον βρήκα κάπως υποτονικό και κουρασμένο. Υπηρέτησε άριστα τον διαβασμένο περί ταοϊσμού πρώην έγκλειστο, στην δύση της ζωής του και με μια γνήσια απαξίωση για το ερεθιστικό και ναρκισσιστικό κομμάτι της εμπλοκής με τον κόσμο της νύχτας. Είναι ίσως ο πιο κυνικός από τους τρεις, τον ενδιαφέρουν τα χρήματα και μπορεί, γι’ αυτόν τον σκοπό, να φτάσει μέχρι τα άκρα. Αντιπροσωπεύει την πιο παλιά γενιά νυχτόβιων, εκείνων που μεγάλοι σταρ (βλ. Βοσκόπουλος) τους έκλειναν το μάτι από το πάλκο. Ο γιος του είναι το νεούδι, το ψάρι, με τους χιλιάδες followers και ο «φίλος» του ο Μωυσίδης είναι το τώρα: όλοι εκείνοι οι πενηντάρηδες που από τη νύχτα την κακή εκβάλλουν στα κανάλια, στην πολιτική, στην έκφραση απόψεων στο δημόσιο και μηντιακό στίβο. Πόσους τέτοιους δεν ξέρουμε…

Ο Γιώργος Καφετζόπουλος υποκριτικά έδωσε ρέστα. Έχει μελετήσει την κινησιολογία και την εκφορά του λόγου μια ολόκληρης γενιάς ανθρώπων που δεν γράφουν ούτε κάνουν θέατρο, αλλά σκάνε στα κλαμπ με γυαλί ηλίου, φλεξάρουν τα λεφτά των γονιών τους ή τα παράνομα(;) δικά τους, μεθοκοπούν και είναι τίγκα στην κόκα ή και σε άλλα ναρκωτικά, γαμάνε γκόμενες, βρίσκονται σε μια μετέωρη εφηβεία συνεχώς.  Ο ρόλος του υιού Καραμούτσου διέρχεται από μια πλούσια παλέτα συναισθημάτων, ισορροπώντας άριστα ανάμεσά τους. Ο Καφετζόπουλος είναι ένας εναλλακτικός ζεν πρεμιέ, ένας ταλαντούχος δραματουργός και ηθοποιός με αξέχαστο παίξιμο και φωνή. Θα μας απασχολήσει σίγουρα τα επόμενα χρόνια, έχοντας ήδη γλιτώσει από τυχόν συγκρίσεις με την, σε άλλες εποχές, καριέρα του μπαμπά του, πλάι στον οποίο στέκεται παλικαρίσια.

Τα γέλια καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης διαδέχονταν την απόλυτη σιωπή. Ψυχρολουσία, ωμότητα, αλλά και τρυφερότητα ακόμα. Και μια άριστη απόδοση της σχέσης πατέρα-γιου, με ένα δυνατό χαστούκι για εμάς τους θεατές στο τέλος του έργου, κάτι που αφορά την σχέση τους και μας σφίγγει την καρδιά.

Δείτε την παράσταση, απολαύστε την, αξίζει. Τη συστήνω ανεπιφύλακτα. Και περιμένω να δω τον Γιώργο Καφετζόπουλο στις επόμενες δουλειές του με ανυπομονησία.

 

Εξαντλημένες από τη νύχτα, τρεις γενιές ανδρών που παλεύουν με την ίδια την ψυχή τους

Ταυτότητα Παράστασης

Διάρκεια: 80′
Κείμενο: Γιώργος Καφετζόπουλος
Σκηνοθέτης: Δανάη Σπηλιώτη
Σκηνογραφία: Γιώργος Χατζηνικολάου, Δανάη Σπηλιώτη
Κοστούμια: Μαρία Αναματερού
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Ερμηνεύουν: Αντώνης Καφετζόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γιώργος Καφετζόπουλος

Από 17.1.2023 εώς 12.3.2023

στο Θέατρο ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

κάθε Σάββατο στις 18.15 και κάθε Κυριακή στις 21.15