Δευτέρα απόγευμα και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσα στη σκηνή του θεάτρου Νέος Ακάδημος είναι ένα ανοιχτό κλουβί που στο κέντρο του δεσπόζει ένας θρόνος. Αριστερά και δεξιά μικρότερες κατασκευές από το ίδιο υλικό μπαμπού παίζουν με την ώχρα στο σκηνικό της Μικαέλα Λιακατά.

Όταν ανακοινώθηκε η διανομή του έργου, το όνομα της Φιλαρέτης Κομνηνού υπήρξε από μόνο του αφορμή για συζήτηση. Η υποκριτική δεινότητα της ηθοποιού είναι αναμφισβήτητη. Το να ερμηνεύσεις όμως την Βάϊολετ Βέναμπλ είναι αρκετό για να κάνει ακόμα και ηθοποιούς του δικού της αναστήματος να μπουν σε μία διαδικασία διερεύνησης ενός από τους πιο σκοτεινούς γυναικείους χαρακτήρες που έχουν γραφτεί στην παγκόσμια δραματουργία.

Για τη Φιλαρέτη Κομνηνού η σχέση της με αυτό το έργο είναι μάλλον καρμική. Όταν η Λίλλυ Μελεμέ της πρότεινε να ανεβάσουν ένα άλλο έργο εκείνη αντιπρότεινε το “Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι”.

Φιλαρέτη Κομνηνού: «Το έργο που έχουμε στα χέρια μας είναι ένα διαμάντι. Όχι μόνο το λατρεύω, έχω βυθιστεί στη μαγεία του. Πως είναι όταν σκάβεις και ανακαλύπτεις νέα ευρήματα, έτσι και τώρα μου φανερώνεται ένας συγγραφέας που από τα πρώτα χρόνια της δραματικής σχολής με γοήτευε. Έχω παίξει και σε άλλα έργα του Τένεσσι Ουίλιαμς όμως αυτή τη φορά νιώθω να ξεδιπλώνονται όλες οι μικρές λεπτομέρειες της ψυχής ενός συγγραφέα που θεωρώ ότι υπήρξε από τους σπουδαιότερους. Η τρυφερότητα που η σκηνοθέτρια έχει αγγίξει αυτό το κείμενο είναι σίγουρα ένα δίχτυ ασφαλείας για όλους μας. Η Λίλλυ Μελεμέ έχει μία ευγένεια στη συνεργασία της με τους ηθοποιούς. Πάντα σου δίνει χώρο να εκφραστείς, γίνεσαι κι εσύ συνδημιουργός. Ειλικρινά, όλοι έχουμε εργαστεί πάρα πολύ σε αυτή τη δουλειά και όλοι έχουμε συγκλονιστεί από τις αποκαλύψεις της ψυχαναλυτικής γραφής του Τένεσι Ουίλιαμς».

Το έργο γράφτηκε τέλη της δεκαετίας του ΄50. Ο μακαρθισμός της Αμερικής ήταν ένας αφιλόξενος τόπος για την όμορφη και γεμάτη οδύνη ψυχή του συγγραφέα. Οιδιπόδειο, ομοφυλοφιλία, ενοχές, νοητική αιμομιξία, χειριστική μητέρα, σε έναν κόσμο βίας και ταξικής ανισότητας. Ένα μονόπρακτο τόσο σκοτεινό όσο και η ζωή του Τένεσι Ουίλιαμς. Από τον Τομ στον Σεμπάστιαν και από την Αμάντα στη Βάϊολετ και ανάμεσα τους ο απών πατέρας και η Λώρα, η Κάθριν και πάντα η Ρόουζ, η αληθινή αδερφή του συγγραφέα που υπεβλήθη σε μετωπιαία λοβοτομή.

Φ. Κ.: «Ο Τένεσι Ουίλιαμς μέσα από τους ήρωες του πάντα εξομολογείται στοιχεία της ζωή του. Ήταν ο δικός του τρόπος να μοιραστεί το βάρος που έκρυβε στην ψυχή του. Ένα βάρος συχνά σκοτεινό. Μια κραυγή όπως όλων των βασανισμένων πλασμάτων που έχουν ανάγκη να μοιραστούν. Τον έχω μελετήσει πάρα πολύ. Πρόκειται για έναν δημιουργό που έζησε τη ζωή του ανάμεσα στο φως και στη σκιά και αυτή η πυρετική αγωνία του ήταν η έμπνευση για τα έργα και τους ήρωες του».

Φωτ.: Πάτροκλος Σκαφίδας

Η Βάϊολετ Βέναμπλ είναι μία χειριστική γυναίκα που θέλει να εξουσιάζει όλους όσους σχετίζονται μαζί της. Δεν είναι διατεθειμένη να αφήσει να ακουστεί η ιστορία της Κάθριν. Δεν είναι διατεθειμένη να παραδώσει σπιθαμή από τη σχέση με το γιο της σε μία άλλη γυναίκα και μάλιστα νεότερη. Για την Βάιολετ Βέναμπλ ο Σεμπάστιαν θα είναι πάντα ο δημιουργός και εκείνη η μούσα του. Και για τον Τένεσι Ουίλιαμς η τέχνη θα είναι πάντα το καθαρτήριο του και ο μόνος θεός που θα προσφέρει το σώμα του.

Παρακολουθώντας τη Φιλαρέτη Κομνηνού πάνω στη σκηνή είναι εντυπωσιακό με πόση χειρουργική ακρίβεια διαχειρίζεται τον ρόλο της. Άλλοτε εξουσιαστική και άλλοτε ευάλωτη κεντάει κάθε λεπτομέρεια πάνω στο κείμενο αποκαλύπτοντας τον ίδιο το συγγραφέα. Οι εναλλαγές στην ερμηνεία της είναι μελετημένες μέχρι και την τελευταία παύση. Η πλαστικότητα του σώματος της και πως αυτό μεταμορφώνεται είναι εντυπωσιακή. Δεν επαναπαύεται σε μία ασφαλή προσέγγιση αλλά τολμάει να εισχωρήσει στα πιο μύχια ένστικτα του Τένεσι Ουίλιαμς και αυτό τη δικαιώνει.

Η Λίλλυ Μελεμέ έχοντας γνώση του βάρους του κειμένου που έχει στα χέρια της αγγίζει πολύ προσεκτικά τον πολυεπίπεδο κόσμο του Τένεσι Ουίλιαμς. Πρόκειται για έναν θησαυρό όπου το ψυχαναλυτικό, το πολιτικό και το φιλοσοφικό υπόβαθρο ενορχηστρώνουν έναν δραματουργικό καμβά που η σκηνοθέτρια γνωρίζει πολύ καλά πως να αναδείξει.

Λίλλυ Μελεμέ: «Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο δύσκολο αλλά πολύ γοητευτικό. Μιλάμε για έναν σπουδαίο συγγραφέα. Με συναρπάζει αυτό το έργο γιατί έχει κάτι βίαιο και ποιητικό ταυτόχρονα και είναι από τα πιο προσωπικά του κείμενα. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά πορτρέτα του Σεμπάστιαν. Διαφορετικό είναι το πορτρέτο που περιγράφει η μητέρα του και πολύ διαφορετικό αυτό που ακούμε από το στόμα της Κάθριν. Όλοι οι ήρωες αναζητούν την αλήθεια. Τη δική τους αλήθεια σε σχέση με αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο. Είναι πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα αυτό το πλάσμα. Πολύ σύνθετο και αντιφατικό. Ποιητής με έντονα πάθη, απόλυτα χειραγωγημένο, σχεδόν, ευνουχισμένο από την εξάρτηση που έχει με τη μητέρα του. Ένα πλάσμα που φλερτάρει με τα όρια αναζητώντας τον θεό με έναν προσωπικό τρόπο».

Η συγγένεια του κειμένου με τις ευριπίδειες Βάχκες κάνουν την τραγικότητα ακόμα πιο έντονη. Χελώνες που κατασπαράζονται από όρνια, πεινασμένα παιδιά τρώνε τις σάρκες ενός άλλου ανθρώπου. Ο Σεμπάστιαν δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το ποίημα του. Η απόφαση του να απομακρυνθεί από τη μητέρα του στάθηκε δαμόκλειος σπάθη πάνω από την επιθυμία του που τον οδήγησε στον αφανισμό, όπως ακριβώς και τις μικρές χελώνες.

Λ. Μ.: «Μελετώντας το κείμενο διακρίνω στοιχεία δομής αρχαίας τραγωδίας. Ο συγγραφέας στέκεται με σπαραγμό πάνω από τους ήρωες που ανυψώνονται και διαλύονται από τα πάθη τους. Είναι ένα είδος θυσίας αυτό που συμβαίνει. Αυτό που νομίζω επιδιώκουν οι ήρωες σε αυτή την οδυνηρή αναζήτηση της αλήθειας είναι ένας καθαρμός. Η Κάθριν, η οποία και η ετυμολογία του ονόματος της παραπέμπει σε κάτι αμόλυντο θέλει να μοιραστεί την αλήθεια. Θέλει να ακουστεί. Στον τελευταίο της μονόλογο αναφέρει συχνά το λευκό φως που έκαιγε τα πάντα στο τοπίο της Καμπέθα ντε Λόμπο. Η εικόνα του λευκού φωτός που καίει και εξαγνίζει είναι πολύ ισχυρή. Χωρίς να χάνει την επαφή του με τον ρεαλισμό, το «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι» είναι ένα ποίημα που πραγματεύεται πολύ σκληρές αλήθειες. Τις κρύβει μέσα του και θέλει ιδιαίτερη προσοχή στο πως θα τις αγγίξεις».

Η Αναστασία Παντούση έχει να διηγηθεί μια ιστορία που δύσκολα κάποιος την πιστεύει. Γνωρίζει πως η Κάθριν κινδυνεύει με λοβοτομή αν επιμείνει στη δική της αλήθεια. Ο ρόλος της σε αυτή την ιστορία υπήρξε καθοριστικός. Ίσως και ο Σεμπάστιαν τη χρησιμοποίησε προκειμένου να γλιτώσει από την αυταρχική του μητέρα. Ίσως ήταν και το φως της Κάθριν και η δίψα της για ζωή για ό,τι συνέβη «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι».

Αναστασία Παντούση: «Ο ενθουσιασμός μου όταν με πήρε τηλέφωνο η Λίλλυ ήταν απερίγραπτος. Δεν το πίστευα. Μετά έμαθα πως ήμουν και πρόταση της Φιλαρέτης Κομνηνού και εκεί ένιωσα ακόμα πιο τυχερή. Δεν θα κρύψω πως νιώθω μια παραπάνω ευθύνη για αυτό τον ρόλο. Είναι τόσες οι εκφάνσεις του που θέλει πολύ λεπτό χειρισμό στη διαχείριση του. Και η Λιλλύ και η Φιλαρέτη αλλά και όλοι οι συντελεστές, πάνω και κάτω από τη σκηνή, έχουμε δουλέψει πολύ και με αγάπη. Η Κάθριν επιλέγει παρά τις πιέσεις που δέχεται από την οικογένεια της να πει την αλήθεια. Γνωρίζει πως μπορεί να υποβληθεί σε επέμβαση κι όμως δεν κάνει βήμα πίσω. Θέλει να πει την αλήθεια του Σεμπάστιαν. Είναι η μόνη που γνωρίζει όμως δεν την αφήνουν. Είναι τρομαγμένη και γενναία. Δεν διαφέρει ο αγώνας της από τον αγώνα που δίνουν και στην πραγματική ζωή χιλιάδες άνθρωποι που θέλουν να πουν την αλήθεια και κάποιοι θέλουν να τους φιμώσουν. Η Κάθριν είδε το λευκό φως και είναι αποφασισμένη, με όποιο κόστος, να μιλήσει».

Το πολιτικό και ταξικό επίπεδο του έργου

H Βάϊολετ Βέναμπλ εκμεταλλεύεται την εξουσία της και επιχειρεί να εξαγοράσει όποιον είναι διατεθειμένος να εκχωρήσει την αξιοπρέπεια του. Σαφώς, πρόκειται για ένα έργο με πολιτικό υπόβαθρο. Η μητέρα (Λίλλυ Μελεμέ) και ο αδερφός της Κάθριν (Πάρης Λεόντιος) νοιάζονται μόνο για την κληρονομιά και ο Δρ Τσουκρόβιτς (Δημήτρης Τσίκλης) για την επιχορήγηση που θα του επιτρέψει να συνεχίσει τα πειράματά του. Και ανάμεσα τους η αλήθεια και μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί.

Πάρης Λεόντιος: «Ο Τζωρτζ δεν διαφέρει από τους περισσότερους ανθρώπους του χθες, του σήμερα, του αύριο, που τον έλκει η εξουσία και το χρήμα. Λίγο μετά το θάνατο του Σεμπάστιαν δεν διστάζει να φορέσει τα ρούχα του και να καμωθεί τον σπουδαίο. Είναι ένας ρόλος που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εγώ είμαι. Αυτό από μόνο του είναι μία πρόκληση. Να ψάχνει ο ηθοποιός τα σημεία του ρόλου που θα τον βοηθήσουν να έρθει πιο κοντά στον ίδιο τον συγγραφέα. Δεν είναι μόνο ένας ρόλος. Είναι η σχέση που αναπτύσσεται με εσένα τον ίδιο και με τους άλλους χαρακτήρες. Ο Τένεσι Ουίλιαμς είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να σκιαγραφεί με μαεστρία τα πρόσωπα των έργων του. Ο Τζωρτζ στην αρχή δεν πιστεύει την αδερφή του. Για να είμαι ειλικρινής δεν νομίζω πως καν τον ενδιαφέρει. Στο τέλος όμως είναι τέτοια η δύναμη της αλήθειας της Κάθριν που όλοι την πιστεύουν».

Δημήτρης Τσίκλης: «Πολλές φορές λέμε οι ηθοποιοί για το πόσο τυχεροί νιώθουμε για κάποιες συνεργασίες μας και ίσως ακούγεται επιτηδευμένο. Στα αλήθεια νιώθω πολύ τυχερός που βρίσκομαι σε αυτό το έργο, με αυτούς τους συντελεστές. Η Λίλλυ Μελεμέ είναι από τους πιο ευγενικούς και γλυκούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει κι όταν έχεις στα χέρια σου ένα τέτοιο έργο είναι σημαντικό να νιώθεις ασφαλής. Από την πρώτη στιγμή δουλέψαμε πολύ στο να κατανοήσουμε το κείμενο. Να εξερευνήσουμε κάθε λέξη και για αυτό είμαι περήφανος για το αποτέλεσμα. Είναι η δεύτερη φορά που κάνω Τένεσι Ουίλιαμς και νιώθω άγχος αλλά και μεγάλη χαρά. Την περίοδο που ο συγγραφέας έγραψε το «Ξαφνικά Πέρσι το Καλοκαίρι» έκανε ψυχανάλυση, ενώ αρχικά είχε σκοπό να γράψει κωμωδία. Επηρεασμένος έγραψε ένα από τα πιο ποιητικά και ψυχαναλυτικά έργα που έχουν γραφτεί ποτέ. Νομίζω πως κανείς δεν μπορεί να δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση για το πως πέθανε ο Σεμπάστιαν. Ο καθένας ερμηνεύει την ιστορία με τη δική του οπτική και με βάση αυτό που αντέχει να δει. Αυτό που εγώ νιώθω είναι πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο τέλος ήρθε η κάθαρση. Όχι μόνο για τον ήρωα αλλά και για τον δημιουργό του. Ίσως και να μην ήταν τόσο «Ξαφνικά» αυτό που συνέβη «Πέρσι το Καλοκαίρι». Ίσως ο Σεμπάστιαν να το επιζητούσε. Να ήταν το φως που έψαχνε για να λυτρωθεί και ποιος ο καλύτερος τρόπος από ένα ποίημα έστω και τόσο άγριο και σκοτεινό».