Σάββατο βράδυ και ανεβαίνοντας τα σκαλιά για τη σκηνή του θεάτρου Μικρό Γκλόρια προσπαθώ να συνοψίσω πόσα περιστατικά ρατσιστικής βίας έχουν επίσημα καταγραφεί από το 2009 έως και σήμερα που γράφτηκαν τα “Ορφανά”.

Η προβολή μου σε μία από τις τρεις καμπίνες-δωμάτια του σκηνικού της Αρετής Μουστάκα με τα στόρια καθρέπτες να αντικατοπτρίζουν το είδωλο μου με επαναφέρουν στο τώρα και κυρίως μου υπενθυμίζουν πόσο τραγικά επίκαιρος είναι ο λόγος του Ντένις Κέλι. Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος, η Ελένη Στεργίου και ο Χρήστος Παπαδόπουλος είναι τα “Ορφανά” μιας εποχής που λαχανιασμένη προσπαθεί να βρει τις αιτίες και τις αφορμές της. Ένα παιχνίδι ενηλίκων που σέρνει μαζί του όλα όσα έχουν θέση στο οικογενειακό τραπέζι. Απωθημένα, ματαιώσεις, ευθύνες και μια αγάπη που βυζαίνει το δάχτυλο των ενοχών βρίσκοντας δικαιολογίες για να κρατήσει το κακό έξω από τη φούσκα της αγίας οικογένειας.

Σε όλες τις παραστάσεις του Κωνσταντίνου Μάρκελλου ο ρυθμός έχει βασικό ρόλο. Η εναλλαγή μακρών και βραχέων φωνηέντων χαρίζει μια μουσικότητα που κάνει το λόγο καθαρό και διαυγή. Ο σκηνοθέτης μου εξηγεί πως: «Τίποτα δεν μπορεί να ισχύσει, τίποτα δεν μπορεί να μεταδώσει συγκίνηση στο θεατή αν δεν υπάρχει βιορυθμός. Μη ξεχνάμε πως ο ρυθμός είναι η αρχή της ζωής. Η καρδιά χτυπάει με ένα συγκεκριμένο tempo. Αν διαταραχθεί αυτή η αρχή κάτι αρχίζει να χαλάει. Οπότε, βασιζόμαστε στη μουσικότητα και ρυθμολογία του λόγου. Ξοδεύουμε αρκετές ημέρες-εβδομάδες δοκιμάζοντας μέσα στο κείμενο πολλούς διαφορετικούς ρυθμούς μέχρι να καταλήξουμε σε αυτόν που αναδεικνύει κάθε κρυμμένο λόγο. Το κείμενο που έρχεται πρώτο στο χέρια μας είναι η κορυφή ενός παγόβουνου που περιμένει να το ανακαλύψουμε».

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος έχοντας την ευθύνη και της μετάφρασης συνδέει τα ευρήματα της δραματουργικής ανάλυσης και των προθέσεων του συγγραφέα σκιαγραφώντας κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά. Παίρνει μια ιστορία που αρχικά μοιάζει απλή και την απελευθερώνει αφηγηματικά τοποθετώντας την από το ειδικό στο γενικό. Δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μια οικογενειακή τραγωδία. Ούτε με την παραβατικότητα ενός ανθρώπου. Μέσα από συγκρούσεις και άμυνες αποκαλύπτεται ένας κόσμος με όλες του τις απολήξεις που βήμα βήμα μεταμορφώνεται σε ό,τι φοβάται. Οι τρεις χαρακτήρες του έργου μπλέκονται σε ένα παιχνίδι χειραγώγησης κι ενοχών προσπαθώντας να περιχαρακώσουν την ηθική τους ζητώντας απεγνωσμένα τη λύτρωση.

Υπάρχει μια σκηνή στο έργο που ο Λίαμ -αφού, έχει επιδοθεί σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα- καυχιέται πως εκείνος δεν είναι ρατσιστής. Σε έναν απαλλακτικό διονυσιακό χορό ομολογίας ο θύτης αυτό αθωώνεται αδυνατώντας να παρακολουθήσει την εκτροπή του. Με αφορμή αυτή τη σκηνή μου έρχονται στο νου εικόνες ανθρώπων που στο όνομα κάθε στρεβλού καθαρόαιμου δικαιωματισμού δε διστάζουν να βρίσουν, να χτυπήσουν ακόμη και να σκοτώσουν. Παρατηρώντας τους και ενώ περιμένεις να δεις τέρατα η αλήθεια είναι πως πρόκειται για απλούς καθημερινούς ανθρώπους που όμως είναι ικανοί για τα τερατώδη προκειμένου να ανήκουν κάπου. Τελικά έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία αποδοχής, μίσους και ποια είναι τα όρια που διαχωρίζουν το θύτη από το θύμα; Ο Χρήστος Παπαδόπουλος βρίσκει συνδηλώσεις του έργου με την άνοδο της Χ.Α.: «Διαβάζοντας και αποκρυπτογραφώντας το έργο βλέπουμε μια προσέγγιση για το πως εισήχθη ο νεοφασισμός στις μέρες μας. Πως η οικονομική κρίση και η φτωχοποίηση συνέβαλλαν στην εξαθλίωση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων που έψαχναν να βρουν υπαίτιους για τη δυστυχία τους. Ενδεχομένως, άνθρωποι χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό πλαίσιο ή ακόμα και χωρίς ηθική να είναι πιο εύκολο να επηρεαστούν από το περιβάλλον τους. Ο Λίαμ είναι μια τέτοια περίπτωση. Δεν έχει προσανατολισμό και ψάχνει να βρει να ανήκει κάπου. Θέλει να τον αποδεχτούν και όπως φαίνεται είναι ικανός για τα πάντα. Τον κοροϊδεύουν, τον αμφισβητούν κι ενώ είναι ένα παιδί που κουβαλάει τραύματα και έχει δεχτεί την κοινωνική απαξίωση επιλέγει από θύμα να γίνει θύτης. Ίσως για να επιβιώσει. Δεν έχει σημασία. Γίνεται αυτό που φοβάται».

Αν η αγάπη είναι το πρώτο που κρατάει ενωμένη μια οικογένεια το δεύτερο είναι αναμφισβήτητα η ενοχή. Σε ένα κοινωνικό ιστό που όλοι θέλουμε να είμαστε αρεστοί οι ενοχές και το χρέος είναι αυτά που μπορούν να περισώσουν κάθε πράξη που θα μας πετάξει έξω από την αγέλη. Είναι η αγάπη ένας φόρος που πληρώνουμε, καμιά φορά δυσβάστακτος, για να εξασφαλίσουμε το δικαίωμα του ανήκειν; Η Ελένη Στεργίου σε ένα ρόλο με έντονες κλιμακώσεις θεωρεί πως όλοι οι άνθρωποι θέλουν να ανήκουν κάπου και ίσως και με όποιο κόστος: «Το φοβερό με το παιχνίδι της αποδοχής είναι η πεποίθηση πως ό,τι κάνουμε είναι σωστό. Δεν βλέπουμε πέρα από αυτό. Δεν μπορούμε να δούμε γιατί τότε θα αποκαλυφθεί η ασχήμια μας. Χρειαζόμαστε αυτή τη δικαιολογία. Χρειαζόμαστε να ανήκουμε κάπου. Ο φασισμός βρίσκεται παντού. Κρύβεται σε κάθε -εμείς και οι άλλοι-. Σε κάθε ομάδα που κατασπαράσσει όποιον είναι διαφορετικός. Μιλάμε όλοι για μια υποτιθέμενη διαφορετικότητα και στην ουσία δεν ακούμε ο ένας τον άλλον. Όσο για την αγάπη αυτή είναι μεγάλη κουβέντα. Τα πάντα έχουν να κάνουν με την αγάπη. Υπάρχει μια αφετηρία σε όλες αυτές τις πράξεις. Η έλλειψη αποδοχής. Όλοι μας θέλουμε να αγαπηθούμε κι όταν αυτό δεν το παίρνουμε άμα τη εμφανίσει τότε υψώνουμε τείχους. Έτσι, γινόμαστε ευάλωτοι».

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος -κάνοντας αναφορά στο Σάββα Πατσαλίδη και στον υπερ νατουραλισμό που επισήμανε ο ίδιος ο καθηγητής με αφορμή το κείμενο του Ντένις Κέλι- ισχυρίζεται πως: «Ο συγγραφέας μας καλεί να εξετάσουμε και να αναλύσουμε όλες τις παραμετρους του έργου και τους χαρακτήρες με μία όχι αμιγώς νατουραλιστική πλοκή. Η πρόθεση του βρίσκεται στο πεδίο των αρχετύπων. Στο έργο μιλάει συχνά για την έλλειψη αγάπης, για τις διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις. Για την ταξική ανισότητα. Ο Λίαμ, σχεδόν, κατηγορεί το Ντάννυ επειδή όλα του πήγαν καλά ενώ εκείνος ήταν πάντα ένας παρίας. Μια μητέρα αδιάφορη και απούσα. Μια αδερφή που πρέπει να θυσιάσει το δικό της μέλλον για να προστατεύσει τον αδερφό της. Ένας σύζυγος και πατέρας που πρέπει να αποδείξει τη δύναμη του. Όλα είναι αρχέτυπα. Όλα έχουν να κάνουν με σχηματικές σχέσεις. Διαβάζοντας πρώτη φορά το έργο ένιωσα πως ένα κομμάτι του συγγραφέα θέλει να μιλήσει για τη θυματοποίηση. Πώς αυτοπεριθωριοποιούμαστε δημιουργώντας λόγους και κατ΄επέκταση δικαιολογίες για τις συμπεριφορές μας. Πρόκειται για ένα σύμπτωμα της εποχής που εύκολα σε κάνει θύμα και θύτη».

Φεύγοντας, σχεδόν, ξημερώματα από το θέατρο αφήνοντας πίσω μου τους ήχους του Διαμαντή Αδαμαντίδη (Inner D) και τη βεβαιότητα μιας πολύ δυνατής παράστασης έστριψα στην Ακαδημίας όπου πολύχρωμα αγόρια και κορίτσια χόρευαν έξω από το Θέατρο Μαρία Κάλλας (πρώην Ολύμπια) και ορκιζόντουσαν σε έναν καλύτερο κόσμο όπου θα χωράμε όλοι!