Η Μιμίκα Κρανάκη είναι μία από τις γυναίκες που ταξίδεψε με το Mataroa. Το νεοζηλανδέζικο πλοίο που έγινε, κυρίως, γνωστό, για δυο ταξίδια που πραγματοποίησε το 1945. Στο ένα μεταφέροντας Εβραίους προς την Παλαιστίνη, το άλλο Έλληνες καλλιτέχνες και επιστήμονες με προορισμό τη Γαλλία.

Σε όλα τα έργα της Κρανάκη υπάρχει το αίσθημα του Νόστου. Το μυθιστόρημα “Φιλέλληνες, Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας” είναι, ίσως, ένα από τα πιο σημαντικά έργα που περιγράφουν πως νιώθει ένας άνθρωπος που από τη μία στιγμή στην άλλη βρίσκεται αποκομμένος από ό,τι γνώριζε δικό του έως τώρα.

Το μυθιστόρημα αποτελείται από 24 γράμματα, όσες και οι ραψωδίες της Οδύσσειας του Ομήρου. Επιστολές που ανταλλάσσουν εκπατρισμένοι Έλληνες στη Γαλλία με Έλληνες παραμένοντες στην Ελλάδα. Ένα πολύτιμο υλικό που ξεκινάει από τη Μεταξική δικτατορία, τη Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και τον εμφύλιο έως τη μεταπολίτευση και την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Η Ελένη Μποζά ψηλαφίζοντας με σεβασμό αυτό το σπάνιο υλικό ανέδειξε τη δεύτερη και τρίτη ανάγνωση ενός έργου που ξαναγεννήθηκε μέσα από τη δραματουργική κατάθεση της σκηνοθέτριας. Μια μετατόπιση που τοποθετώντας τον ίδιο τον άνθρωπο στο κέντρο της έρχεται να μας υπενθυμίσει πως η μεγαλύτερη εξορία είναι αυτή που ζούμε μέσα μας.

Ο μετασχηματισμός της παράστασης “Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά” είναι τόσο εύστοχος και οξυδερκής που στέκεται εφάμιλλος και αδερφοποιτός με την πρώτη πηγή έμπνευσης. Η ίδια η σκηνοθέτρια τα αποκαλεί θραύσματα. Εγώ, χωρίς διάθεση υπερβολής και οικειοποίησης θα τολμήσω να αποκαλέσω τους “Ημιανθρώπους του πουθενά” πραγματεία πάνω στον κατακερματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης όπως αυτή προκύπτει από τους επτά σπουδαίους ηθοποιούς που βρίσκονται επί σκηνής και συλλογικά ψάχνουν να βρουν ως άλλοι Οδυσσέας τόπο και ρίζωμα.

Όσο για το “Εμείς” που καταχρηστικά περιέκοψα από τον τίτλο είναι γιατί παρακολουθώντας πρόβα και μιλώντας με τη σκηνοθέτρια αρκετές φορές αναρωτήθηκα ποιοι οι εμείς και ποιοι οι άλλοι. Και, τελικά, σε μια ζωή, που νομοτελειακά καταλήγει ξένη ως προς την ίδια μας τη φύση ποιος είναι αυτός που μπορεί να ορίσει τα σύνορα μας;

Η Ελένη Μποζά με τους “Φιλέλληνες” της Μιμίκας Κρανάκη γνωρίζονται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.

“Το πρώτο έργο της Κρανάκη που έπεσε στα χέρια μου και με γνώρισε με αυτή τη σπουδαία γυναίκα ήταν το “Contre-temps”. Ήμουν στην εφηβεία τότε. Αρκετά, αργότερα κι ενώ είχε γίνει η ανατίναξη των Δίδυμων Πύργων, που θεωρώ πως επηρέασε την χαραυγή του 21ου αιώνα, ανακάλυψα τους “Φιλέλληνες”. Από τότε, νομίζω πως δεν έπαψα ποτέ να το κρυφοκοιτάζω. Με κάποιον τρόπο πάντα επέστρεφα σε αυτό. Όταν χρειάστηκε ο αδερφός μου να φύγει στο εξωτερικό είναι σαν να ένιωσα κάθε λέξη του βιβλίου από την αρχή. Κάθε εικόνα και στιγμή ήταν εκεί. Εξορία, ξένος, τόπος ξένος. Οι “Φιλέλληνες” είναι κάτι σαν προσευχή και σαν διαδήλωση για εμένα.

Το πρώτο πράγμα που αντικρύζεις στη σκηνή του Από μηχανής Θεάτρου είναι ένα τηλεσκόπιο, βιβλία, σκληροί δίσκοι κι ένα φυτό. Ένα ψεύτικο φυτό, που όμως, έχει βγάλει τα πρώτα πράσινα φύλλα του και οι επτά ένοικοι αυτού του μη τόπου το φροντίζουν.

Η παράσταση ξεκινάει με ένα παιδικό τραγουδάκι. Οι επτά παρά-ξενοι κάτοικοι γελάνε τόσο δυνατά που είναι αδύνατον να μη σε παρασύρουν. Γελάνε γλυκόπικρα για ό,τι έχει χαθεί και ό,τι προσμένουν να επιστρέψει. Η πρώτη επαφή με την καταγεγραμμένη ανθρωπότητα έρχεται με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Ιούλιου Βερν “Ο ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΑΔΑΜ”.

Στην κιβωτό του Mataroa, εκτός της Κρανάκη, ταξίδεψαν και ο Αξελός, ο Γιάννης Ξενάκης, η Έλλη Αλεξίου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης και αρκετοί άλλοι. Έφυγαν και στην Ελλάδα ήταν Γάλλοι και στη Γαλλία Έλληνες. Μα πάντα ξένοι. Σημαντικοί και διαλεχτοί, μα ξένοι.

Τι είναι αυτό που μας κάνει να νιώθουμε ξένοι ακόμα και ανάμεσα σε δικούς μας ανθρώπους; Ποιος είναι ο ξένος;

“Η ανάγκη για αποδοχή μας μιλάει από την πρώτη στιγμή που ανοίγουμε τα μάτια μας και αντικρίζουμε αυτό τον κόσμο. Αναζητούμε μια σαφή ταυτότητα που την έχουμε ανάγκη όχι μόνο σε σχέση με εμάς αλλά και σε σχέση με τους άλλους. Από τη στιγμή που είμαστε κοινωνικά όντα έχουμε ανάγκη να καθρεφτιζόμαστε και εμείς πάνω στους άλλους. Αναζητούμε τον τόπο και τον χρόνο μέσα κι έξω μας. Ποιος είναι ο ξένος; Μα αυτός που είτε συνειδητά, είτε ερήμην του είναι αποκομμένος από τους άλλους μα ακόμα πιο πολύ από τον ίδιο του τον εαυτό. Από τις αξίες του. Από το γίγνεσθαι του. Είμαστε ξένοι ως προς τους ανθρώπους που προδώσαμε και μας προδώσανε. Ως προς τις μνήμες που φοβηθήκαμε. Είμαστε ξένοι απέναντι στα όνειρα μας που τα ξεχάσαμε για να γίνουμε και εμείς σαν τους άλλους.

Παρατηρώ τους επτά ηθοποιούς πάνω στη σκηνή. Επτά χαρακτήρες Φαντάσματα ασάλευτα που βρίσκονται εγκλωβισμένα σε μια αναμονή ζωής. Αγωνιούν να υπάρξουν μέσα από μνήμες για άλλους ευχάριστες και για άλλους επώδυνες. Κλείνουν τα αυτιά τους ή τραγουδούν όσο πιο δυνατά μπορούν. Την ίδια στιγμή. Σώμα αδιαίρετο. Μικροί Χριστοί που ξεχάστηκαν σε μια χρονική βλάβη. Κι όμως, θέλουν να ζήσουν. Θέλουν να γνωριστούν με το παρελθόν και το μέλλον. Πάντα ανυπάκουη η ανθρωπότητα επιμένει να κάνει το δικό της. Θέλουν να ζήσουν και να φτιάξουν από την αρχή τον δικό τους τόπο.

Η αποξένωση είναι μία λέξη που η Ελένη Μποζά επαναλαμβάνει συχνά κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας. Αυτήν και τη λέξη όνειρα.

“Κλείσε τα μάτια σου και πες μου τι νιώθεις. Όταν τα ανοίγεις τι βλέπεις; Φτάνει να παρατηρήσουμε τις ανθρώπινες κοινωνίες και όλοι μας θα νιώσουμε πως στην πραγματικότητα δεν ανήκουμε πουθενά. Έχουμε αποξενωθεί. Όχι μόνο από το σπίτι, τη γειτονιά μας, την πόλη ή τη χώρα μας. Έχουμε αποξενωθεί από τον ίδιο μας τον εαυτό. Είμαστε ξένοι ως προς τον φυσικό μας χώρο, τον ίδιο μας τον πλανήτη. Όμως οι “Ημιάνθρωποι” δεν ξεχνούν. Δεν θέλουν να ξεχάσουν κι ούτε να παραδοθούν σε καμία μικρονοική, ανίατη εξουσία. Συνεχίζουν από όπου και να βρίσκονται, σε όποιον τόπο ή μη τόπο να νοσταλγούν την εγγύτητα, την αποδοχή. Αγαπάνε από απόσταση την πατρίδα -την όποια πατρίδα- και την φυλάνε στην ψυχή τους. Για αυτό και όλοι μας είμαστε “Εμείς, οι ημιάνθρωποι του πουθενά”.