Ο Μάριος Πόντικας υπήρξε από τους πρώτους συγγραφείς που μετά τη μεταπολίτευση συνέβαλλε στην έκρηξη και διάδοση της νεοελληνικής δραματουργίας. Το θεατρικό “Ο Γάμος” γράφτηκε περίπου πριν σαράντα χρόνια και ανέβηκε για πρώτη φορά το 1981 στο Θέατρο Τέχνης. Μια ρηξικέλευθη κατάθεση του Πόντικα για τη πατριαρχία όπως αυτή αναβιώνει πίσω από κάθε κλειστή πόρτα. Οι κριτικές της εποχής δεν είδαν με καλό μάτι το τολμηρό αφήγημα του συγγραφέα. Υπήρξαν επιφυλακτικές και στη βάση τους αρνητικές. Το θέμα που πραγματεύεται στο “Γάμο” ο Μάριος Πόντικας μόνο εύκολο δεν είναι. Η αιρετική αποκαθήλωση της αγίας οικογένειας όπως αυτή διαμορφώνεται από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αποτέλεσε καθρέπτη για μια κοινωνία που η βία όσο κι αν θέλουμε να την ξεγελάσουμε το μόνο που καταφέρνουμε είναι να την κρύβουμε κάτω από το χαλί. Αν κάτι καταφέρνει η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη είναι όχι απλά να τινάξει αυτό το χαλί αλλά να μας το πετάξει στα μούτρα και μάλιστα χωρίς καμία αιδώ, όπως ακριβώς του πρέπει.

Η Ελένη Σκότη καταφέρνει μια καθαρή σκηνοθεσία χωρίς να φοβάται το έργο και χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αφηγηματικής αναπαράστασης. Δεν αντιμετωπίζει το κείμενο ως τρόπαιο, ενός σπουδαίου συγγραφέα και πρόσφατα εκλιπόντος, αλλά το φέρνει στο σήμερα ξεκινώντας έναν εκκωφαντικό διάλογο με την πραγματικότητα. Όλο το έργο είναι ένας βιασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στο προοίμιο της. Στη σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ ξεμπροστιάζεται όλος ο κοινωνικός ιστός που πάνω του έχουν θυσιαστεί τόσες και τόσες ζωές.

Ο λόγος είναι αιρετικός και έντονος και εκεί ακριβώς φαίνεται η τίμια πρόθεση της σκηνοθέτριας. Θα ήταν μέγιστο σφάλμα η δαιμονοποίηση της γλώσσας του Μάριου Πόντικα κι ακόμα περισσότερο η προσπάθεια εξυγίανσης της. Δεν είναι οι λέξεις που ενοχλούν. Αυτό που σε κάνει να νιώθεις ένα σφίξιμο καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης είναι η αλήθεια του έργου. Είναι η οικειότητα που σε κάνει να αναρωτιέσαι πόσες φορές έχεις υπάρξει θύμα και πόσες θύτης. Έξυπνο το εύρημα των οπτικών κινηματογραφικών στιγμών time stretching που “μοντάροντας” το θεατρικό χρόνο σε slow motion παρεμβαίνουν στην ροή της αφήγησης.

Σε αυτό βοηθάνε και οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου που υπογραμμίζουν τις σκηνές καδράροντας τα επιμέρους σημεία της σκηνής. Η αμήχανη γυναικολογική καρέκλα εξέτασης με τα δεμένα χέρια του κοριτσιού σαν ένας άλλος σταυρός μαρτυρίου από τον Γιώργο Χατζηνικολάου και τα συμβατά για τη δεκαετία του ΄80 κουστούμια της Μαρίας Αναματερού συμπληρώνουν το σκηνικό.

Ο Ηλίας Βαλάσης εκατό τοις εκατό μέσα στο ρόλο του πατέρα αντιπροσωπεύει όλα όσα προσπαθούμε να ξορκίσουμε. Άμεσος και προκλητικά εύστοχος σε έναν χαρακτήρα που συναντάμε σχεδόν καθημερινά. Η Μαρία Κάτσενου ως μητέρα είναι η μόνη που προσπαθεί να επιδείξει κάποια αντανακλαστικά ανθρωπιάς. Σωστές εναλλαγές από την ηθοποιό, μεστό παίξιμο ενός χαρακτήρα που ακροβατεί μεταξύ θύματος και θύτη. Η Αθανασία Κουρκάκη σε πολύ ωραία χημεία με τους υπόλοιπους ηθοποιούς βγάζει δύναμη πάνω στη σκηνή. Η Μέγκυ Σούλι καθηλωμένη και φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια του έργου φέρει όλους τους συμβολισμούς ενός θύματος που όμως δεν συνθηκολογεί. Σωματικό θέατρο από την νεαρή ηθοποιό σε έναν δύσκολο ρόλο που καταφέρνει να επιβληθεί από τη πρώτη στιγμή. Για το τέλος, άφησα το Στέλιο Δημόπουλο και υπάρχει λόγος για αυτό. Ο ηθοποιός καλείται να υπερασπιστεί πολλούς ρόλους και το κάνει περίφημα. Μεταμορφώνεται στον καθένα από αυτούς καταφέρνοντας ταχεία ερμηνευτική κλιμάκωση δημιουργώντας τις απαιτούμενες δραματουργικές γέφυρες με το κείμενο και τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Το παίξιμο του δεν είναι περιγραφικό και χωρίς ίχνος κομπορρημοσύνης καταθέτει το προσωπικό του αποτύπωμα.