Μια περιπλάνηση από στόμα σε στόμα, από λέξη σε λέξη, από ήχο σε ήχο. Δυο στόματα σαν ένα και λίγο πιο πέρα, δεμένος με ένα κόκκινο νήμα με τα στόματα που μιλούν ένας ακροατής. Ήσυχος. Σχεδόν βουβός. Κρατιέται από το νήμα. Πλησιάζει, απομακρύνεται, πέφτει, σηκώνεται, κλαίει. Κρατιέται από τα λόγια – ατάκτως ειπωμένα. Ίσως να προσπαθεί να πει κι εκείνος κάτι. Επαναλαμβανόμενες λέξεις, κραυγές, ήχοι, μουσική. Κι από πίσω η ορχήστρα. Παίρνει τον λόγο όταν ο λόγος σταματά. Καμιά φορά συνδιαλέγεται με τα στόματα. Δίνει ακόμα περισσότερη ένταση στις λέξεις. Είναι στιγμές που δεν καταλαβαίνεις αν η μουσική βγαίνει από τα στόματα ή από τα όργανα. Μια ώρα ατάκτως ερριμμένων λέξεων, ήχων, σκέψεων, συναισθημάτων – συστηματικά δουλεμένων, αριστοτεχνικά υλοποιημένων.

Κάπου διάβασα ότι η παράσταση του συνθέτη Ζήση Σέγκλια και του σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπου προσεγγίζει το μπεκετικό υλικό ως ιδιόμορφο, σύγχρονο μουσικό θέατρο που ερευνά τα όρια της θεατρικής δυνατότητας. Αυτό ακριβώς είναι και κάνει το Όχι εγώ (Not I, 1972), ο εμβληματικός μονόλογος του Σάμιουελ Μπέκετ, που βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.

Κι αν εμείς ως θεατές φτάνουμε στο σημείο εκείνο να μην ξεχωρίζουμε αν οι ήχοι που μας κατακλύζουν βγαίνουν από τις ηθοποιούς ή την ορχήστρα, ο ίδιος ο συνθέτης Ζήσης Σέγκλιας μιλώντας για τη διαδικασία της μουσικής σύνθεσης του έργου λέει ότι «το ερμηνευτικό προκύπτει από το συνθετικό, αλλά και το συνθετικό αναδιαμορφώνεται από το ερμηνευτικό». Ο δε σκηνοθέτης και ιδρυτής της Ομάδας Σημείο Μηδέν Σάββας Στρούμπος, που συνυπογράφει τη μπεκετική παράσταση, επισημαίνει:

«Στον τρόπο δουλειάς μας, το σώμα είναι ο βασικός τόπος δημιουργίας. Το σώμα όχι μόνο ως σάρκα και κόκκαλα, αλλά ως αγωγός ενέργειας. Το στοιχείο της ενέργειας είναι πολύ σημαντικό· είναι ο αέρας που κυκλοφορεί ελεύθερα μέσα στο σώμα και, κυκλοφορώντας, γεννάει άξονες: σωματικούς, ηχητικούς, λεκτικούς, ενεργειακούς. Έτσι, στους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργαζόμαστε – με την Έβελυν [Ασουάντ] και την Έλλη [Ιγγλίζ] για εννιά χρόνια, με τον Μπάμπη [Αλεφάντη] για τρία–, χωρίς εγώ να τους δίνω μια κατεύθυνση, η ίδια η φύση της δουλειάς αποκαλύπτει το δυναμικό που βρίσκεται μέσα στο φωνητικό, ηχητικό υλικό του κάθε ατόμου.

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Ακόμα και σε παραστάσεις που δεν είναι, όπως αυτή, συναντήσεις με έναν συνθέτη, με ορχήστρα, παρτιτούρα κ.λπ., το στοιχείο της μουσικότητας, του ρυθμού και της απελευθέρωσης και ανάπτυξης ηχητικών αξόνων μέσα από τη σωματικότητα και την ενέργεια είναι κεντρικό. Πριν καταπιαστούμε με το Όχι εγώ του Μπέκετ προηγήθηκαν οι Ευτυχισμένες μέρες και το Περιμένοντας τον Γκοντό. Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι το ίδιο το μπεκετικό κείμενο αποτελεί μια παράξενη αρχιτεκτονική χρόνου και ρυθμού, έγινε μια πολύ ιδιαίτερη, ενδιαφέρουσα συνάντηση».

Και, πράγματι, το Όχι εγώ που παρουσιάζει στην Εναλλακτική Σκηνή είναι αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, αυτής της επεξεργασίας και μιας δουλειάς σε εξέλιξη πάνω στο μπεκετικό έργο, και εν προκειμένω πάνω σε ένα κείμενο που και το ίδιο κατατάσσεται στα όψιμα έργα του Ιρλανδού δραματουργού, όταν οι παραδοσιακοί αντι-ήρωές του έχουν γίνει ένα στόμα, μια φωνή, που, όπως γράφει και ο μεταφραστής του έργου και μελετητής του Μπέκετ, Θωμάς Συμεωνίδης, «[είναι] μια φωνή που τείνει περισσότερο στον ήχο, μια φωνή που αδυνατεί να εκφραστεί επαρκώς». Μια γυναικεία φωνή που αδυνατεί να εκφραστεί επαρκώς – θα συμπληρώσουμε εμείς. Ένα γυναικείο στόμα που προσπαθεί να μιλήσει «για ένα τραυματικό γεγονός που έλαβε χώρα κάποτε στις εκτάσεις του Κρόκερ».

Λίγα λόγια για το έργο

Γραμμένο το 1972 με την ηθοποιό Μπίλι Ουάιτλω κατά νου, το Όχι εγώ του Σάμιουελ Μπέκετ είναι ο λεκτικός χείμαρρος μιας γυναίκας που πυροδοτείται στον απόηχο ενός τραυματικού γεγονότος, εγγεγραμμένου στο σώμα και απωθημένου χρόνια από τη μνήμη. Μέσα από την αφαιρετική σκηνική ποιητική του, ο Ιρλανδός δραματουργός αποτυπώνει τη χειμαρρώδη λογοδιάρροια ενός αιωρούμενου γυναικείου στόματος στον απόηχο ενός απροσδιόριστου συμβάντος, υπό το βλέμμα της φιγούρας ενός μυστηριώδους ακροατή χωρίς ιδιότητες. Στην απογυμνωμένη θεατρική του απόδοση, η διάρκεια του μονολόγου είναι μόλις δεκαπέντε λεπτά, ενώ η οδηγία του συγγραφέα είναι η ηθοποιός να τον αποδώσει απνευστί. Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1972 στο θέατρο Forum του Κέντρου Λίνκολν της Νέας Υόρκης και, από κάθε σκοπιά, σωματική, διανοητική ή συναισθηματική, αποτελεί έναν από τους πιο απαιτητικούς μονολόγους του παγκοσμίου θεάτρου.

Στα καθ’ ημάς, «αντί για ένα στόμα, δυο σώματα σε φωνητική και κινητική αντίστιξη, δυο φωνές από τον ίδιο πυρήνα αναβλύζουν την μπεκετική άβυσσο, η οποία παραμένει συμπυκνωμένη αλλά, αντί για μια στιγμή, καταλαμβάνει έναν χώρο άχρονο, με την ορχήστρα (την οποία διευθύνει ο Νίκος Βασιλείου) να προσφέρει σε αυτόν παλμό χωρίς πορεία, ήχο χωρίς αιτία, βάθος χωρίς όρια».

Κι αν ως θεατής χαθείς ανάμεσα στις λέξεις και στους ήχους, αν ανακαλέσεις τα δικά σου τραύματα, ή νιώσεις ότι θέλεις να φωνάξεις το Όχι εγώ που ποτέ δεν φτάνει να ειπωθεί τελικά, το Όχι εγώ των Σέγκλια και Στρούμπου παρουσιάζει μια συναρπαστική εικαστική αρτιότητα που σκέφτεσαι για μέρες. Σαν όνειρο. Χωρίς λεπτομέρειες. Μόνο συναισθήματα. Μόνο ζωή. Γιατί όσο ιδιόρρυθμα κι αν μοιάζουν και έμοιαζαν πάντα τα κείμενα, τα νοήματα και οι άνθρωποι (αντι-ήρωες) του Μπέκετ ήταν και είναι όλα τους αποκυήματα «μιας αδιαπραγμάτευτης επιμονής της ζωής». Κι αυτός είναι ένα σοβαρός λόγος για να επιστρέφουμε ξανά και ξανά στα κείμενά του.

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

(Σχεδόν) όλα για τον Μπέκετ

Γεννημένος μια (Μεγάλη) Παρασκευή και 13 (Απριλίου) το 1906 σε ένα προάστιο του Δουβλίνου, ο Σάμιουελ Μπάρκλεϋ Μπέκετ είναι δευτερότοκος γιος μιας ευκατάστατης προτεσταντικής οικογένειας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν πολύ ευτυχισμένα. Η μητέρα του έψελνε και και μάθαινε τους δυο γιους της να ψέλνουν ύμνους και προσευχές, ο Μπέκετ όμως παραδέχεται, χρόνια αργότερα και ως ενήλικoς πια, πως δεν διακατέχεται από κανένα θρησκευτικό αίσθημα. «Μια μέρα ένιωσα μια θρησκευτική συγκίνηση: ήταν κατά την πρώτη μου κοινωνία. Τίποτα περισσότερο. Η μητέρα μου ήταν βαθύτατα ευσεβής, ο αδελφός μου με μετριοπάθεια και ο πατέρας μου καθόλου. Ήμασταν προτεστάντες στην οικογένεια, ωστόσο για μένα ήταν μονάχα μπελάς, τα παράτησα». Η χριστιανική μυθολογία, ωστόσο, έμελλε να στοιχειώνει τα γραπτά του, απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη, σημειώνει ο John Fletcher στο έργο «About Beckett: the Playwright & the Work», κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στο Περιμένοντας τον Γκοντό.

To 1920 τον βρίσκει εσώκλειστο στο Portora Royal School στη βόρεια Ιρλανδία, στο ίδιο σχολείο όπου είχε φοιτήσει αρκετές δεκαετίες πριν ο Όσκαρ Ουάιλντ, να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα γαλλικά και τον αθλητισμό (κυρίως κρίκετ και ράγκμπυ), ενώ τρία χρόνια αργότερα συνεχίζει τις σπουδές του στο Trinity College του Δουβλίνου. Στην πρωτεύουσα της Ιρλανδίας σπουδάζει γαλλικά και ιταλικά, μελετάει με πάθος τον Δάντη και συχνάζει στο Abbey Theatre. Το 1926 ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Γαλλία και την επόμενη χρονιά στην Ιταλία. Το 1928 διδάσκει δυο τρίμηνα στο Cambell College στο Μπέλφαστ και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους αναχωρεί για το Παρίσι, όπου αρχίζει να διδάσκει αγγλικά στη Σορβόννη, ενώ γνωρίζει τον Τζόυς, με τον οποίο συνδέεται φιλικά. Από το 1929 και μετά αρχίζει να γράφει και να δημοσιεύει τα πρώτα του πεζά και ποιήματα, ενώ αναλαμβάνει και μεταφράσεις. Τον Σεπτέμβριο του 1930 γίνεται επιμελητής των γαλλικών στο Trinity College και είναι εκείνη η εποχή που καταπιάνεται με τη μελέτη του Σοπενάουερ, του Καντ, αλλά και του Βέλγου καρτεσιανού φιλοσόφου Arnold Geulincx (1624-1669). Ύστερα από αυτούς δεν θα διαβάσει παρά λίγους φιλοσόφους: «Ελάχιστα προικισμέσμένος για τη φιλοσοφία», όπως παραδέχεται ο ίδιος αργότερα. Την ίδια εποχή συνειδητοποιεί ότι δεν του αρέσει να διδάσκει στο πανεπιστήμιο «δεν μπορούσα να αντέξω τον παραλογισμό να διδάσκω κάτι που δεν ήξερα», έλεγε και πράγματι στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών του 1931, και ενώ έχει επισκεφθεί κάποιους φίλους του στη Γερμανία, τηλεγραφεί την παραίτησή του.

Τα επόμενα χρόνια είναι αρκετά μοναχικά, ταξιδεύει ωστόσο αρκετά στην Ευρώπη και έρχεται σε επαφή με τις εικαστικές τέχνες, τις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες και τη λογοτεχνία της εποχής. Βρίσκεται σε Παρίσι και Λονδίνο εναλλάξ (το 1933 πεθαίνει ο πατέρας του, γεγονός που τον αγγίζει βαθιά), ενώ προχωράει στη δημοσίευση του More Pricks than Kicks και του Echo’s Bones and other Precipitates. Το 1936 ταξιδεύει στη Γερμανία, απ’ όπου επιστρέφει απογοητευμένος, εκδηλώνοντας την απέχθειά του για τη δράση των Ναζί, και το καλοκαίρι του 1937 εγκαθίσταται και πάλι στο Παρίσι, όπου συντηρείται από μεταφράσεις. Τότε είναι που γράφει και τα πρώτα κείμενά του στη γαλλική γλώσσα. Πρόκειται για σύντομα ποιήματα που θα δημοσιευτούν μετά τον πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1938 δέχτηκε επίθεση με μαχαίρι σε κάποιο δρόμο του Παρισιού και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο γίνεται ζευγάρι με την Suzanne Deschevaux-Dumesnil. Η σχέση τους θα κρατήσει σχεδόν πενήντα χρόνια. Την ίδια χρονιά, δημοσιεύει στο Λονδίνο τον Μάρφυ.

Η κύρηξη του πολέμου βρίσκει τον Μπέκετ στην Ιρλανδία, ο οποίος, όμως, επιστρέφει αμέσως στη Γαλλία: «Προτιμούσα την εμπόλεμη Γαλλία από την ειρηνική Ιρλανδία. Και μόλις που πρόλαβα», λέει αργότερα ο ίδιος. Η δε συνέχεια, εν μέσω γερμανικής κατοχής, τον βρίσκει να συμμετέχει ενεργά στη Γαλλική Αντίσταση, κινδυνεύοντας αρκετές φορές να συλληφθεί από την Γκεστάπο, αλλά και μισθωτό αγρότη έπειτα (μαζί με τη σύντροφό του) στη νότιανατολική Γαλλία. Εκεί συνθέτει στα αγγλικά τον Watt (Βατ).

Το 1945, με την απελευθέρωση, ο Μπέκετ (ο οποίος τιμήθηκε με το Μετάλλιο Αντίστασης και τον Σταυρό του πολέμου από τη γαλλική κυβέρνηση) ξαναγυρίζει στο παριζιάνικο διαμέρισμά του, το οποίο έχει καταφέρει να διατηρήσει, και αρχίζει ξανά να γράφει στα γαλλικά «ποθώντας να φτωχύνω ακόμα περισσότερο. Αυτό ήταν το αληθινό μου κίνητρο», λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος μιλώντας πολύ αργότερα για τη ζωή και την τέχνη του. Πράγματι το 1946 γράφει το Μερσιέ και Καμιέ, την Πρώτη αγάπη, τον Αποδιωγμένο, τη Συνέχεια που θα γίνει Το Τέλος και το Ηρεμιστικό. Το 1947 συνθέτει το θεατρικό έργο Eleutheria.

Ακολούθως, το 1948 συνθέτει τον Μολλόυ, το Ο Μάλον πεθαίνει, το Περιμένοντας τον Γκοντό και κάποια ποιήματα, ενώ ζει από μεταφράσεις. Το 1950 συνθέτει τα δεκατρία Κείμενα για το τίποτα. Στις 5 Ιανουαρίου 1953 κάνει πρεμιέρα το Περιμένοντας τον Γκοντό στο θέατρο Baby-lone του Παρισιού σε σκηνοθεσία Roger Blin. Το 1954 αρχίζει να γράφει το Τέλος του παιχνιδιού, το οποίο ολοκληρώνει το 1956, οπότε συνθέτει επίσης στα αγγλικά το ραδιοφωνικό έργο Όλοι αυτοί που πέφτουν, κατόπιν παραγγελίας από το BBC, αλλά και την πρώτη παντομίμα του, ονόματι Πράξη χωρίς λόγια Ι.

Στις 3 Απριλίου 1957 κάνει πρεμιέρα στο Royal Court Theatre του Λονδίνου το Τέλος του παιχνιδιού. Το έργο ανεβαίνει στη γαλλική γλώσσα σε σκηνοθεσία Roger Blin και ο Μπέκετ παρακολουθεί όλες τις πρόβες. Την επόμενη χρονιά συνθέτει και δημοσιεύει τα έργα Η τελευταία μαγνητοταινία του Κραπ και Πώς είναι, και το 1959 συνθέτει τις Στάχτες, οι οποίες προορίζονται για το ραδιόφωνο, καθώς και τη δεύτερη παντομίμα του: Πράξη χωρίς λόγια ΙΙ. Το 1961 ολοκληρώνει και δημοσιεύει στη Νέα Υόρκη το έργο Ευτυχισμένες μέρες, το οποίο και κάνει πρεμιέρα στην αμερικανική μητρόπολη τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Το 1961, επίσης, παντρεύεται στην Αγγλία τη Σούζαν. Πλέον ο Μπέκετ ζει από τα πνευματικά δικαιώματα των θεατρικών έργων του και κυρίως από το Περιμένοντας τον Γκοντό.

Το 1962 μεταφράζει τις Ευτυχισμένες μέρες στα γαλλικά, ενώ συνθέτει και το ραδιοφωνικό έργο Λόγια και μουσική, σε πρωτότυπη μουσική του εξαδέλφου του Τζον Μπέκετ (1927-2007). Το 1963 συνθέτει το Cascado και το Play και το 1964 γράφει το σενάριο του Film, της πρώτης και μοναδικής κινηματογραφικής ταινίας που γράφει και σκηνοθετεί, τα γυρίσματα της οποίας ολοκληρώνονται την ίδια χρονιά στη Νέα Υόρκη με πρωταγωνιστή τον Μπάστερ Κίτον.

Ακολούθως, η δημιουργική παραγωγή του συνεχίζεται το 1965 με το Πήγαιν’ έλα (μικρό δράμα λίγων λεπτών) και το Ε, Τζο, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το 1967 υπογράφει την πρώτη του πρωτότυπη σκηνοθεσία στο Βερολίνο και συγκεκριμένα στο Τέλος του Παιχνιδιού. Το 1969 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ το 1984 εκλέχθηκε επικεφαλής της Ιρλανδικής Ένωσης Καλλιτεχνών Aosdana. Από το 1970 και έπειτα ασκεί σχεδόν κάθε χρόνο τη σκηνοθετική δραστηριότητά του σε Βερολίνο, Λονδίνο, Στουτγάρδη, Παρίσι.

Ο Μπέκετ πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου 1989. Λίγους μήνες νωρίτερα, στις 17 Ιουλίου, φεύγει από τη ζωή η σύζυγός του Σούζαν. Οι τάφος του βρίσκεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς στο Παρίσι, δίπλα στη Σούζαν. «Υπήρξαμε πενήντα χρόνια φίλοι», είχε σχολιάσει λίγο πριν τον θάνατό του.

Ταυτότητα παράστασης

Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30), – Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Μετάφραση: Θωμάς Συμεωνίδης

Μουσική: Ζήσης Σέγκλιας

Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου

Σκηνοθεσία: Σάββας Στρούμπος

Σκηνική εγκατάσταση, κοστούμια: Κατερίνα Παπαγεωργίου

Σχεδιασμός φωτισμών: Κώστας Μπεθάνης

Ερμηνεύουν: Έλλη Ιγγλίζ, Έβελυν Ασουάντ, Μπάμπης Αλεφάντης

Μουσικοί: Άνα Κίφου (φλάουτο), Παναγιώτης Σκύφτας (σαξόφωνο), Γιώργος Κρίμπερης (τρομπόνι), Καζούγιο Τσουνεχίρο (κρουστά), Μίσλαβ Ρέζιτς (ηλεκτρική κιθάρα), Κώστας Ράπτης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Μποτίνης (βιολοντσέλο Ι), Φαμπιόλα Οχέδα (βιολοντσέλο ΙΙ), Γιώργος Κοκκινάρης (κοντραμπάσο)

Για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου χρησιμοποιήθηκαν αρκετές πληροφορίες από το πρόγραμμα της παράστασης, καθώς και από το βιβλίο του Λουντοβίκ Ζανβιέ, ονόματι «Μπέκετ» (εκδ. Θεμέλιο, 1987). n