Αυτό ήταν το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ακρόπολις» που συγκλόνισε την Ελλάδα την 7η Ιανουαρίου 1931.

Η σορός ενός άνδρα βρέθηκε τεμαχισμένη στην κοίτη του Κηφισού ποταμού, στο ύψος του Βοτανικού. Ο Δημήτρης Αθανασόπουλος και η Φούλα Κάστρου παντρεύτηκαν το 1921 και έμειναν μαζί μέχρι να τους χωρίσει -στην κυριολεξία- ο θάνατος.

Έκτοτε πολλά γράφτηκαν άλλα τόσα ψιθυρίστηκαν και έτυχε ένα τραγούδι να διηγηθεί την ιστορία. Στα Καμίνια και στον Κορυδαλλό, όπου μεγάλωσα, δεν υπάρχει παιδί που να μην έχει ακούσει τη φράση «Καημένε Αθανασόπουλε τί σου έμελλε να πάθεις». Ενίοτε αποτελούσε κακό αστείο σε γάμους ή ανέκδοτο σε κυριακάτικα οικογενειακά τραπέζια. Αυτά τα τραπέζια που μαζεύονται οι συγγενείς και θυμίζουν καρμανιόλες.

Αργότερα η ιστορία του Αθανασόπουλου ενέπνευσε τηλεοπτικές εκπομπές και σήριαλ. Ακόμα διδάσκεται στο Πάντειο. Πάντα ο Αθανασόπουλος ένας κακομοίρης που τον «έφαγαν» η γυναίκα και η πεθερά του. Ένα αιώνιο σύμβολο τίμιου άντρα που έπεσε θύμα της γυναικείας πονηριάς. Ποτέ κανείς όμως δεν είπε την ιστορία από την πλευρά των γυναικών. Ποτέ κανείς δεν ρώτησε τί στα αλήθεια συνέβη. Ούτε στο δικαστήριο τις άκουσαν. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως το πιστόλι δεν το κρατούσε ούτε η σύζυγος ούτε η πεθερά αλλά ένας άντρας. Ελάχιστοι γνωρίζουν την κόλαση που καθημερινά ζούσαν οι γυναίκες της οδού Χαροκόπου 101, στη Νέα Σμύρνη, που όπως μου εξήγησε η Νεφέλη Μαϊστράλη έχει γίνει πια βενζινάδικο.

«Την αρχική ιδέα για την συγγραφή του έργου την είχε ο σκηνοθέτης Θανάσης Ζερίτης. Είχε ακούσει την ιστορία του ομώνυμου δημοφιλούς τραγουδιού, σε στίχους και μουσική του Ι. Μοντανάρη, από την Μάρθα Φριτζήλα που το ερμηνεύει συχνά, και με προέτρεψε να την ψάξω, γιατί έχει πολύ ενδιαφέρον και συνομιλεί με τις θεματικές που με ιντριγκάρουν. Άρχισα να σκαλίζω την ιστορία, και όσο προχωρούσα, ήθελα όλο και περισσότερο να γράψω γι’ αυτήν και να τη φέρω στο σήμερα. Αυτό προσπάθησα να κάνω. Να εμπνευστώ από τα πεπραγμένα του 1931 και να γράψω μια ιστορία, προϊόν μυθοπλασίας, που επαναδιαπραγματεύεται τον ρόλο της γυναίκας-δράστη, με τους όρους του τότε και του σήμερα. Ξεκίνησα να δουλεύω την ιδέα στα πλαίσια ενός διαδικτυακού σεμιναρίου του Gothe-Institut Θεσσαλονίκης για νέους δραματουργούς απ’ τα Βαλκάνια, με συντονιστές τον Jens Hillje και τον Πρόδρομο Τσινικόρη και σιγά-σιγά, προέκυψε ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο που πρώτη φορά, το μοιράστηκα με συναδέλφους, στο Σεράγεβο, όπου ταξιδέψαμε στα πλαίσια του εργαστηρίου. Αυτό ήταν μια ανεκτίμητη εμπειρία, διότι εκεί αντιλήφθηκα τη διαχρονικότητα της θεματικής του».

Η στέρηση ζωής αναμφίβολα πρόκειται για μια πράξη που δεν έχει θέση σε μια κοινωνία που πιστεύει στη δικαιοσύνη. Αναρωτιέμαι όμως πώς μπορεί η ίδια κοινωνία να κωφεύει σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, βιασμών, εξευτελισμού και συστηματικής κακοποίησης. Η Φούλα ή Βούλα αν προτιμάτε, όπως μας συστήνεται στο κείμενο της Νεφέλης Μαϊστράλη δεν διαφέρει από την οποιαδήποτε κακοποιημένη γυναίκα του τότε

και του σήμερα που καθημερινά παλεύει να υπάρξει σε μια πατριαρχική κοινωνία. Σε μια κοινωνία που η δικαιοσύνη είναι άλλο πράγμα από τη δικαίωση και όσο κάποιοι θα επιλέγουν να κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά τους τόσο πένες σαν της Νεφέλης Μαϊστράλη θα επιμένουν να μας θυμίζουν πως πάντα οι ιστορίες κρύβουν πολλές αλήθειες.

«Το ζήτημα των έμφυλων διακρίσεων συνεχίζει να είναι παρόν, ακόμη κι αν μετασχηματίζεται ο τρόπος εκδήλωσής του. Μια ιστορία απ’ τα παλιά που μιλά για τη δολοφονία ενός συζύγου-αφέντη, δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο να μιλήσουμε για την έννοια του θύματος και του θύτη, το αίτιον και το αιτιατό μιας πράξης, που γεννιέται στα πλαίσια μιας πατριαρχικά δομημένης κοινωνίας. Πρόκειται για ένα πολύ γνωστό έγκλημα, που συγκλόνισε την Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Είναι εντυπωσιακό πόσοι γνωρίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι, ακόμη κι απ’ την νεότερη γενιά. Η κακιά Πεθερά, ως σύμβολο, έχει επιβιώσει μες τα χρόνια, κι αυτό είναι πολύ ερεθιστικό καλλιτεχνικά. Να αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη που μπορεί να έχει στο συλλογικό ασυνείδητο ένα τραγούδι που γράφτηκε στις αρχές του ’30. Στο επίκεντρο του έργου είναι η Ενδοοικογενειακή βία σε βάρος της γυναίκας, η αντιμετώπισή της από την ίδια την πάσχουσα και η ταμπέλα που της βάζει ο κοινωνικός περίγυρος. Αυτό το τι θα πει ο κόσμος, που δημιουργεί τη φήμη και εντυπώνεται στη μνήμη, φτιάχνοντας την ιστορία όπως θέλει».

Κάθε φορά που παρακολουθώ δουλειάς της Νεφέλης Μαϊστράλη και του Θανάση Ζερίτη ξέρω πως το αποτέλεσμα κρύβει πολλές ώρες δουλειάς και μελέτης. Ένα σύμπαν συγγραφικό και σκηνοθετικό που δεν εφησυχάζει στο δημοσιογραφικό πλαίσιο της έρευνας, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μελέτης τους. Οι χαρακτήρες, η πλοκή μετατοπίζονται και ξαναγεννιούνται μέσα από την καλοδεχούμενη τρυφερή αλήθεια της συγγραφέως και την τολμηρή ανάγνωση του σκηνοθέτη. Η σκηνή του εγκλήματος τρεμοπαίζει μέσα από το σκηνικό της Γεωργίας Μπούρδα κάνοντάς μας μάρτυρες και συνένοχους. Όπως συνένοχοι ήταν όλοι όσοι άκουγαν τις φωνές της συζύγου και έβλεπαν τα σημάδια στο σώμα της. Κι όμως στην πολύ εύστοχή σκηνή του δικαστηρίου η κοινή γνώμη δίκασε αυτές τις γυναίκες όχι γιατί σκότωσαν αλλά επειδή ήταν γυναίκες. Για αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία η απόφαση της Νεφέλης Μαϊστράλη και του Θανάση Ζερίτη να μην περιοριστούν σε ένα θέατρο ντοκουμέντο αλλά με αφορμή την ιστορία να καταθέσουν μια παράσταση γροθιά για την ενδοοικογενειακή βία και για το πόσο δύσκολο είναι να μαρτυρήσεις την αλήθεια.

«Το διαδίκτυο, ο τύπος της εποχής και σύγχρονες μελέτες που έχουν γραφτεί για το γεγονός, μου ήταν πολύ χρήσιμες, ως αρχική έμπνευση για να καθαρίσουν στο κεφάλι μου, οι χαρακτήρες και να πάρω αποφάσεις ως προς την ιστορία που θέλω να γράψω. Στόχος μου ήταν να απομακρυνθώ εντελώς από το δημοσιογραφικό κομμάτι του γεγονότος, προκειμένου να γράψω όχι ένα ερευνητικό-ντοκουμενταρίστικο έργο αλλά να αφεθώ στη δική μου αίσθηση για τα πράγματα και να φτιάξω την ιστορία, όπως την καταλαβαίνω εγώ. Γι’ αυτό και τα ονόματα είναι αλλαγμένα, διότι δεν πρόκειται για μια μεταφορά του Εγκλήματος της Χαροκόπου, με πρόταξη κάποια ιστορική αλήθεια, αλλά είναι ένα νέο έργο «αποκατάστασης» της Γυναίκας θύτη-θύμα, μέσα απ’ το φίλτρο του σήμερα. Δεν πάει πολύ καιρός από την καραντίνα, που τα ποσοστά αυξήθηκαν ραγδαία ενώ οι γυναικοκτονίες καλά κρατούν. Πρόκειται δυστυχώς για ένα επίκαιρο θέμα, που όσο περισσότερο το θίγουμε στο θέατρο, τόσο καλύτερα, κατά τη γνώμη μου. Κι ας γίνουμε λίγο βαρετοί, δεν πειράζει. Όσο τα ποσοστά μένουν ψηλά, εμείς οφείλουμε να απαντάμε με τη δουλειά μας».

Μετά το τέλος της πρόβας οι ηθοποιοί ήταν φανερά καταπονημένοι. Ζόρικο έργο με αλήθειες δύσκολες. Οι Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, Εριέττα Μανούρη, Νεφέλη Μαϊστράλη, Ελένη Ουζουνίδου και ο Γιώργος Παπανδρέου κατάφεραν σε 90΄ λεπτά να γίνουν θύτες και θύματα. Ερωτεύτηκαν, μίσησαν, σκότωσαν, είπαν ψέματα και αλήθειες. Θέλω να σταθώ στον συγκλονιστικό μονόλογο της Ελένης Ουζουνίδου. Αν τον Αθανασόπουλο τον είχε σκοτώσει ο πατέρας ή ο αδερφός της νύφης τότε τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν λόγο για έγκλημα τιμής. Μια γυναίκα, μια μάνα δεν μπορεί να υπερασπιστεί ούτε τον εαυτό της ούτε το παιδί της. Μια γυναίκα γεννιέται γυναίκα που θα πει λίγη, θα πει κόρη και σύζυγος ενός άντρα. Η Εύα φταίει που έδωσε το μήλο στον Αδάμ. Η Ελένη που σκοτώθηκαν τόσοι άνθρωποι στην Τροία. Φταίει η μήτρα που γεννάει κορίτσια και όχι παιδιά. Φταίμε και όλοι εμείς που ακόμα ψιθυρίζουμε πίσω από κλειστές πόρτες!

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Νεφέλη Μαϊστράλη

Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης

Σχεδιασμός Φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Σκηνογράφος: Γεωργία Μπούρδα

Ενδυματολόγος: Γεωργία Μπούρδα

Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Τσιμπρικίδου

Επιμέλεια κίνησης: Κατερίνα Φώτη

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Μακιγιάζ: Κατερίνα Μιχαλούτσου

Επιμέλεια κομμώσεων/περούκες: Κατερίνα Μιχαλούτσου

Μουσική: Ερατώ Α.Κρεμμύδα

Παίζουν: Ιώκο Ιωάννης Κοτίδης, Εριέττα Μανούρη, Νεφέλη Μαϊστράλη, Ελένη Ουζουνίδου, Γιώργος Παπανδρέου

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00

ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΤΑ: Μεσογείων 59, από 4.12.2023 έως 13.2.2024