Ομολογώ ότι φτάνοντας έξω από το Ρεξ περίμενα να δω ένα αστικό κοινό μεγαλύτερων ηλικιών. Λίγο το ότι πηγαίναμε να δούμε μιούζικαλ, λίγο το ότι θα το βλέπαμε στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του Εθνικού Θεάτρου, ήταν κάπου φυσική αυτή η πρωταρχική μου εντύπωση. Έπεσα έξω! Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου που προσερχόταν στο ιστορικό θέατρο της Πανεπιστημίου απαρτιζόταν από νέους ανθρώπους, πολλοί απ’ τους οποίους έσπευσαν να δουν επί σκηνής, σε κάτι διαφορετικό, το ίνδαλμά τους, τη Νατάσσα Μποφίλιου. Αυτό το διαπίστωσα και αμέσως μετά το τέλος της παράστασης, όταν έξω από τα καμαρίνια επί της Φειδίου, τη Μποφίλιου περίμεναν για να συγχαρούν και να φωτογραφηθούν μαζί της πολλές μικρές παρέες εφήβων. Έτερον εκάτερον. Αν η συνύπαρξη μιας δημοφιλούς τραγουδίστριας με εξίσου δημοφιλείς ηθοποιούς οδηγεί τη νεολαία στο θέατρο και, μάλιστα, σ’ ένα μιούζικαλ με ιδιαίτερο θέμα, μόνο καλό για όλους είναι αυτό!
Η παράσταση διαρκεί δυόμισι ώρες -για την ακρίβεια δύο ώρες με ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα. Ποιο είναι το θέμα του έργου που βασίστηκε στη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου (ο ίδιος υπογράφει και τη σκηνοθεσία) σε λιμπρέτο και θεατρικό κείμενο του Γιάννη Αστερή; Μέσα σε μια αίθουσα του νοσοκομείου Ευαγγελισμός, που η πλειοψηφία των Αθηναίων έχουν περάσει, είτε για δικό τους πρόβλημα υγείας, είτε συγγενικών τους προσώπων, λίγο πριν ο πατέρας ενός γιατρού ξεψυχήσει με τον δρεπανηφόρο Χάρο πάνω από το κεφάλι του, γίνεται μια μάχη κατά την οποία ο Χάρος αιχμαλωτίζεται και άρα σταματά πρόσκαιρα η δράση του, η ικανή να επιφέρει τον πόνο μεταξύ των ανθρώπων. Τι συμβαίνει από κει και πέρα; Ετοιμοθάνατοι ασθενείς ανανήπτουν, άλλοι που κανονικά δεν έπρεπε να ζουν μεταφέρονται στο νοσοκομείο όλο απορίες και ερωτηματικά για την κατάσταση τους, ενώ κάποιοι απ’ το προσωπικό, κυρίως τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, γνωρίζουν καλά τι έχει συμβεί, αλλά στέκονται κι οι ίδιοι αμήχανοι απέναντι στο επίτευγμα τους: Την αιχμαλωσία του Θανάτου. Στο τέλος, κατά την επαναφορά στους φυσικούς νόμους και την τάξη, ο Χάρος επιστρέφει, παίρνοντας όσους είναι να πάρει, μα -όπως γίνεται αντιληπτό- μόνο ένα πράγμα καταφέρνει πάντα να τον νικήσει κι αυτό δεν είναι καμία θεϊκή ή μεταφυσική παρέμβαση: Η αγάπη, το πιο ζωογόνο συναίσθημα, που παραμένει από καταβολής κόσμου και το πιο έντονο ανθρώπινο ζητούμενο!
Καθόλου κακή ιδέα, έτσι; Πόσο μάλλον όταν παρακολουθούμε μία τρομερά φορμαλιστική έναρξη δεξιοτεχνικής σκηνοθεσίας με τον Τριανταφύλλου φανερά επηρεασμένο από τις βουβές ταινίες του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Από την αρχή (μιούζικαλ γαρ) κυριαρχεί η μουσική του. Άλλοτε ως ευθεία παραπομπή σε κάποιες συνθέσεις, αδισκογράφητες και άρα άγνωστες ευρέως, του Μάνου Χατζιδάκι για το Θέατρο Τέχνης, άλλοτε με στοιχεία τζαζ και μπλουζ (προσφέρονται ως μουσικά ιδιώματα για τις φωνές των τραγουδιστών – ηθοποιών) και άλλοτε έως και με παραδοσιακά δημοτικοφανή στοιχεία. Όλα αυτά, όμως, όχι σ’ ένα μίξερ ήχων, αλλά τοποθετημένα στις κατάλληλες σκηνές, βοηθούμενα πάντα από το λιμπρέτο του Αστερή. Καθώς η παράσταση με τη μεγάλη διάρκεια προχωράει, υπάρχει μία νωχελικότητα που μοιάζει να είναι σκηνοθετική άποψη. Και, παραδόξως, εμένα μου αρέσει! Δεν βλέπω ένα μιούζικαλ «της χαράς και της ανεμελιάς», αλλά μία κατά βάθος διαφορετική πτυχή της οριακής συνθήκης, που λέγεται θάνατος. Και θα πω και κάτι άλλο: Μου είχε τύχει κάποτε να συναντήσω μια κοπέλα πεσμένη στο πάτωμα έξω από την είσοδο του Ευαγγελισμού. Μόλις της είχαν πει οι γιατροί ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα για τη μητέρα της και πως ήταν πια ζήτημα 24ώρων. Έκλαιγε, σπάραζε με λυγμούς. Πόσο ξανάστησε αυτή τη σκηνή μπροστά στα μάτια μου χθες ο Τριανταφύλλου! Το κατάλαβε άλλος κανείς αυτό ή μόνο εγώ αφέθηκα στη θέαση ενός μελαγχολικού μιούζικαλ, όπου η μουσική του αντικατόπτριζε πέραν απ’ τα συναισθήματα των ηρώων και την ψυχολογία των θεατών; Πιστεύω πως έτσι έγινε και γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται για ένα ιδιαίτερο θέαμα, απ’ αυτό που ενδεχομένως να μην περιμένουν οι θεατές της δικής μου γενιάς, των άνω των 40, όχι όμως και οι νεότεροι, οι άψογοι χειριστές της τεχνολογίας από τα γεννοφάσκια τους και οι πλέον εξοικειωμένοι με καλλιτεχνικά τολμήματα. Και υπό αυτή την έννοια το μιούζικαλ του Τριανταφύλλου είναι κάτι άλλο, εσωστρεφές, ενδοσκοπικό, απ’ αυτά, στα οποία ένας λιγότερο υποψιασμένος θεατής τους, δεν θα περάσει ιδιαίτερα καλά.
Κι αφού δέχεσαι αυτή τη θεατρική συνθήκη, απόλυτα εγκλιματισμένος στους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς με τα κινούμενα σκηνικά, που συνεχώς πηγαίνουν κι έρχονται, παρακολουθείς τις ερμηνείες των ηθοποιών, όλοι τους ένας κι ένας: Χρήστος Λούλης, Κατερίνα Παπουτσάκη, Ελένη Κοκκίδου (εξαιρετική για μια ακόμη φορά στο ρόλο μιας αδιάφορης γιατρού), Νατάσσα Μποφίλιου (νομίζω πως όλοι την περίμεναν ν’ ανοίξει τα χείλη της ως ηθοποιός, αλλά βασικά ως τραγουδίστρια), Ευαγγελία Καρακατσάνη (σχεδόν συγκλονιστική έτσι όπως απέδωσε την προϊστάμενη του Ευαγγελισμού), Ερατώ Καραθανάση, Θεοδώρα Μπάκα, Αλκιβιάδης Μαγγόνας, Χάρης Ανδριανός, Μάριος Κρητικόπουλος κ.α. Και το «ένας κι ένας» που ανάφερα πριν ισχύει απόλυτα, αφού έχουμε ένα κάστινγκ με κορυφαίους ηθοποιούς του θεάτρου, αλλά και ερμηνευτές του λυρικού θεάτρου.
Άφησα για το τέλος την Έλλη Πασπαλά που συμμετέχει ως μια φιγούρα μητρική απέναντι στον Θάνατο. Καταρχάς χάρηκα που ξανάδα μια τραγουδίστρια με τη δική της μεγάλη ιστορία (όχι μόνο ως ερμηνεύτρια μα και ως δασκάλα τραγουδιού) να στέκεται ενσωματωμένη σ’ ένα σημερινό θίασο επί σκηνής. Κι ενώ στο πρώτο μέρος την είδαμε/ ακούσαμε να αρκείται σε βοκαλισμούς, ευτυχώς στο δεύτερο μέρος ο Τριανταφύλλου την ανάδειξε ως το πλέον κομβικό πρόσωπο της αλλόκοτης ιστορίας του, χαρίζοντας της ένα δωδεκάλεπτο τραγούδι – μονόλογο. Μεγάλη η συγκίνηση, πραγματικά!
Εν κατακλείδι, αν θέλετε να δείτε ένα άλλο μιούζικαλ, όχι «μαύρο», αλλά ούτε και απλώς χαρούμενο (δηλαδή εύπεπτο), να πάτε από το Ρεξ, στον “Ευαγγελισμό” του Άγγελου Τριανταφύλλου και του επιτελείου του. Έχω την αίσθηση πως πρόκειται για μία παράσταση που μετά από χρόνια θα λένε «Ήμουν κι εγώ εκεί».
➪ Info
ΘΕΑΤΡΟ REX – ΣΚΗΝΗ «ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ»
Τετάρτη & Κυριακή | 19:00
Πέμπτη, Παρασκευή | 20:30
Σάββατο |17:30 & 20:30
Περισσότερες πληροφορίες, στο site του Εθνικού Θεάτρου