Ένας τίτλος με την λατρευτή (μου) λέξη ”Γαϊτανάκι”-με προϊδεάζει θετικά, με κάνει να ανυπομονώ. Ένα κατάμεστο θέατρο μού δίνει πάντα θάρρος για την ποιότητα της παράστασης-αν και αυτό, συχνά αποδεικνύεται παγίδα. Μια γεμάτη σκηνή, με την σκηνογραφία να θέλει να κλέψει a priori την παράσταση με τρομάζει σταθερά. Δεν ανέχομαι εύκολα την απόπειρα των υλικών αντικειμένων και της τεχνολογίας να κλέψουν δάφνες από Κείμενο, Ερμηνείες και Σκηνοθεσία. Το θέατρο μού αρέσει ζωντανό, ρευστό, παλλόμενο.

Όταν εμφανίστηκαν οι τέσσερις ηθοποιοί επί σκηνής, επιδιδόμενοι σε ένα αέναο σχεδόν κυνήγι μεταξύ τους, ήμουν βέβαιη ότι θα έβλεπα κάτι που θα άξιζε τον χρόνο μου: πείτε το ένστικτο. Και θα είχα πέσει απολύτως μέσα, αν η παράσταση διαρκούσε κανένα δεκάλεπτο-τέταρτο λιγότερο, προτού με πιάσω να αναρωτιέμαι αν ‘’έχει κι άλλο’’. Φυσικά, στο τέλος, το χειροκρότημα ήταν θερμό και, έξω από το θέατρο, οι συζητήσεις έντονες. Αυτό είναι: είχαμε να κάνουμε με μια παράσταση της προκοπής, μια παράσταση που δεν μας ξόδεψε αδίκως τον πολύτιμο, δύσκολο χρόνο μας.

Η παράσταση είχε διαφημιστεί ιδανική και κατάλληλη ‘’για όσους δε φοβούνται να ακούσουν, αλλά κυρίως να πουν τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα’’. Το Γαϊτανάκι του Πόθου μοιάζει έργο σημερινό, όμως δεν είναι. Είναι έργο Μεγάλο, εξ ου και διαχρονικό, με το ίδιον να μοιάζει ότι μπορεί και να γράφτηκε χθες. «Το Γαϊτανάκι του Έρωτα» γράφτηκε από τον Άρτουρ Σνίτσλερ, πρωτοπαρουσιάστηκε στην Αυστρία στα τέλη του 19ου αιώνα. Προκάλεσε σκάνδαλο, αποτέλεσε προϊόν λογοκρισίας και απαγορεύτηκε! Πράγματι, πρωτοποριακό να εμφανίζεται σε εκείνη την εποχή μια τόσο ανάγλυφη, ειλικρινής και τολμηρή απεικόνιση των ανθρώπινων σχέσεων, του ερωτισμού, της σεξουαλικότητας σε όλα της τα φάσματα: η απιστία, η λαγενία, το ξέφτισμα του πόθου, το ξανάναμμά του.

Η ιστορία ξεκινά με μια νυχτερινή συνάντηση με μια πόρνη και ακολούθως το γαϊτανάκι του πόθου αρχίζει να ξετυλίγεται. Δέκα χαρακτήρες, τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους, μπλέκονται σε μια αγωνιώδη αναζήτηση του έρωτα και της ηδονής. Δοκιμάζουν τα όρια της επιθυμίας τους, φωτίζουν, αλλά και ξεπερνούν τη σοβαροφάνεια της αστικής ηθικής, της κοινωνικής θέσης και της συζυγικής αφοσίωσης. Τους δέκα χαρακτήρες ενσαρκώνουν με πάθος και συνέπεια τέσσερις ηθοποιοί της νέας γενιάς.  Ο Απόστολος Καμιτσάκης εντυπωσιάζει με την ερμηνευτική του παλέτα, ο Γιώργος Πατεράκης μάς κάνει να μην μπορούμε να πάρουμε τα μάτια μας από πάνω του-αλλά οι δυο εκπλήξεις είναι και οι βασικές συντελέστριες αυτής της δουλειάς: η πλθωρική, ”παλαιάς κοπής” ερμηνεύτρια Θάλεια Συκιώτη και η αιθέρια Μάγδα Τασούλα, που διασχίζει την σκηνή και τους χαρακτήρες που καλείται να ενασρκώσει με τον τρόπο του αιλουροειδούς. Όλοι τους, σκηνοθετημένοι από την διαπιστευμένη, πλέον, στα θεατρικά πράγματα σκηνοθέτιδα Αικατερίνη Παπαγεωργίου. Μια σκηνοθεσία ευρηματική, ευαίσθητη, καλοφωτισμένη και κουρδισμένη μέχρι τελευταίας ρανίδας, ώστε να μην χάνεται η αίσθηση του ρυθμού και να διατηρείται, επίσης, μια ρευστότητα, μια συνεχής, μαυλιστική ροή στην ομιλία και στην κίνηση καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης.

Μέσα από δέκα κωμικές συναντήσεις, η παράσταση θέτει ερωτήματα γύρω από την ενοχή που συχνά γεννά η σεξουαλική επιθυμία. Γιατί, όμως, από όλες τις «φυσικές» ανάγκες, κλίσεις και προδιαθέσεις του ανθρώπου, η σεξουαλική επιθυμία δεν είναι μόνο ατομικό ζήτημα, αλλά παίρνει κοινωνικές προεκτάσεις; Πόσο μπορείς να εμπιστευτείς τον σύντροφό σου και πόσο μπορείς να εμπιστευτείς τον εαυτό σου; Μέσα από την παράσταση αυτή «φωτίζεται» η ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μέσω της γλώσσας του σώματος και την ερωτική πράξη, αλλά και ο φόβος της μοναξιάς που κάνει τις νύχτες να μοιάζουν ατέλειωτες και τις ημέρες μια επαναλαμβανόμενη ρουτίνα.

Το «Γαϊτανάκι του Πόθου» επιστρέφει στο θέατρο Σταθμός επίκαιρο όσο ποτέ. Με υπόγειο χιούμορ και παιχνιδιάρικη διάθεση, τέσσερις ηθοποιοί επί σκηνής μιλούν, παίζουν, ερωτεύονται, «φτάνουν» στο σεξ ή και δε… «φτάνουν». Η απεικόνιση της σεξουαλικής πράξης είναι άκρως πρωτότυπη και εμπνευσμένη-δεν σας κάνω spoiler επί του θέματος, όμως.

Ο έρωτας και τα παιχνίδια του είναι διαχρονικά, ή καλύτερα, άχρονα. Σε μια εποχή που όλα αλλάζουν ραγδαία, ο τρόπος που ερωτευόμαστε, που διεκδικούμε, που ζηλεύουμε, που επιθυμούμε, μάλλον παραμένει ακέραιος, έστω στον σκληρό του, βασικό πυρήνα. Η παράσταση στο θέατρο Σταθμός το καταδεικνύει με τον πιο φρέσκο και σύγχρονο τρόπο που μπορείτε να φανταστείτε, χαρίζοντάς μας γέλιο, συγκίνηση και, εννοείται, άφθονες σκέψεις οι οποίες μάς ακολουθούν ώρες και μέρες μετά την αναχώρησή μας από την θεατρική αίθουσα…

Info:

Κείμενο: Άρτουρ Σνίτσλερ
Μετάφραση: Θάλεια Συκιώτη, Μάγδα Τασούλα
Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Λίνα Μότσιου
Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα
Σχεδιασμός ήχου: Δημήτρης Ροΐδης
Κινησιολογία: Χρυσηίς Λιατζιβίρη
Σχεδιασμός φωτισμού: Κωστής Μουσικός
Βοηθός σκηνοθέτη: Αλεξάνδρα Μαρτίνη
Βοηθός ενδυματολόγου – Ενδυματολογικές κατασκευές: Νικολέτα Αναστασιάδου
Γλυπτικές εφαρμογές: Κωνσταντίνος Χαλδαίος
Οπτικά εφέ: Πέτρος Πρίντεζης
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Τεό Ζωγραφάκι

Παίζουν (αλφαβητικά)

Απόστολος Καμιτσάκης
Γιώργος Πατεράκης
Θάλεια Συκιώτη
Μάγδα Τασούλα

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Γραφιστική επεξεργασία: Indigo Creative
Επικοινωνία: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Εταιρεία παραγωγής: Naif ΑΜΚΕ
Εκτέλεση παραγωγής: Θάλεια Συκιώτη – Μάγδα Τασούλα