«Τί είναι πάνω; Τί είναι κάτω; Τί είναι πίσω ή μπροστά;
Ζω στον πάνω κόσμο τώρα ή στον κάτω είμαι σκιά;»

Η “ΝΕΚΥΙΑ” αφορά την τελετή επίκλησης των νεκρών για να μάθουν τα μελλούμενα. Επίσης, είναι και ο τίτλος που δόθηκε στην πιο γνωστή Ραψωδία της Οδύσσειας και αφηγείται την κάθοδο του Οδυσσέα στον κόσμο των νεκρών και τη συνάντηση του με τον μάντη Τειρεσία προσπαθώντας να μάθει τον τρόπο που θα επιστρέψει στην Ιθάκη. Περνώντας ο ήρωας από το νεκρομαντείο του Αχέροντα, εκτός του Τειρεσία, θα συναντήσει τη μητέρα του, Αντίκλεια -που αγνοούσε ότι έχει πεθάνει- τον Αγαμέμνονα, τον ένδοξο Αχιλλέα, τον καλό του σύντροφο στη μάχη Ελπήνορα και άλλα πρόσωπα που στην παράσταση της Στέγης δεν αναφέρονται.

Μια αποκάλυψη είναι η “Νέκυια” του Γιάννη Αγγελάκα. Ένας ύμνος στη ζωή βουτηγμένος μέσα στις σκιές και το φως. Μέσα από σκοτάδι φανερώνονται τα πρόσωπα της παράστασης μυώντας τους θεατές σε ένα σύμπαν αλλόκοτο που το ανοίκειο γίνεται δικό μας. Παρηγοριά για κάθε άνθρωπο που έχει χαθεί από τη ζωή μας. Δεν είναι μόνο οι ομηρικοί ήρωες που ζωντανεύουν μέσα από τις αφηγήσεις της Όλιας Λαζαρίδου και του Γιάννη Αγγελάκα. Μπροστά από τη σκηνή της Στέγης κάθε αγαπημένος και μακρινός έρχεται να μας συναντήσει σε 60΄λεπτά ποιητικής κάθαρσης.

Στις άκρες της σκηνής ο Νίκος Γιούσεφ παίζοντας μουσικό πριόνι και ο Ηλίας Μπαγλάνης στα πλήκτρα συνόδευαν καθ΄ όλη τη διάρκεια την αφήγηση. Πίσω δεξιά, στο στίχο που ο Οδυσσέας αναφέρεται στις ψυχές των νεκρών εμφανίζονται η Μυρτώ Σταυρακίδου-Ζάχου, η Νεφέλη Μπραβάκη, η Ειρήνη Κολιούση και η Γιώτα Κολιούση σε φωνητικά και έξοχους λαρυγγισμούς ενισχύοντας την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της Περσεφόνης.

Ο Γιάννης Αγγελάκας, ο έκπτωτος Οδυσσέας που περιφρόνησε θεούς και ανθρώπους, ζητά την επιστροφή στα άγια χώματα καταπονημένος από την περιπλάνηση. Και σίγουρα υπήρξε «πολύ μακρύς ο δρόμος» σύμφωνα με τον Αλεξανδρινό ποιητή και σίγουρα η σοφία που κόμισε πολύτιμη. Χρειάζεται ο θάνατος για να κατανοήσουμε τη ζωή και ίσως αυτή να είναι μια γνώση που θα έπρεπε να μη μένει σε σιωπηλά κοιμητήρια αλλά να γίνεται εφαλτήριο στο νου κάθε ζωντανού. Ο Αγγελάκας σαν άλλος ραψωδός, με τη βυζαντινή φωνή του, άγγιξε κάθε στίχο με τον σεβασμό και την αγωνία κάθε πλάσματος που αιωρείται ανάμεσα στον εδώ και στο εκεί. Η επανάληψη του «Τι είναι πάνω, τι είναι κάτω, τι είναι πίσω και μπροστά» με τον παράφορο μανιασμένο τρόπο του μουσικού μας θύμισε κάτι από τα παλιά, σαν επίκληση και σαν χορός.

Η ελεύθερη μετάφραση του Γιάννη Ψυχουντάκη στάθηκε αρωγός αυτής της μέθεξης που αν και υπήρξαν πρωτότυποι στίχοι σε δραματουργική επιμέλεια Θεοδώρας Καπράλου και Γιάννη Αγγελάκα, τίποτα δεν έμοιαζε παράταιρο.

Η Όλια Λαζαρίδου, έμπειρη σκηνικά, ενσάρκωσε όλα τ΄ άλλα πρόσωπα με μια απόκοσμη, αλούτερη παρουσία που με κάνει κάθε φορά να αναρωτιέμαι για την υποκριτική της δύναμη. Το ερμηνευτικό της αντάμωμα με κάθε χαρακτήρα και η εναλλαγή -όχι μόνο της τονικότητας και του μέτρου- αλλά κάθε ανεπαίσθητης κίνησης του σώματός της κατάφερε καθήμενη όχι μόνο να μην είναι στατική αλλά να πάλλεται σε κάθε λέξη και εικόνα.

Η σκηνοθεσία του Χρήστου Παπαδόπουλου και η σταθερή συνεργάτιδα του στον σχεδιασμό των φώτων, Ελίζα Αλεξανδροπούλου, διέρρηξαν το λιτό σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη αφήνοντας το φως να δημιουργήσει οπτικές υπόλευκες αναφορές που ηλέκτριζαν τη μουσική σύνθεση του Γιάννη Αγγελάκα και τον ηχητικό σχεδιασμό του ελληνοϊταλού συνθέτη Coti K. Ο ήλιος που αναδύεται στην τελευταία πράξη της τελευταίας σκηνής πέρασε σα χάδι πάνω στα πρόσωπα μας δίνοντας και ζητώντας ζωή.

Κλείνοντας, θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που αναφέρει ο Γιάννης Αγγελάκας στην εισαγωγή του κειμένου που συνοδεύει το πρόγραμμα της «Νέκυιας». Την παράσταση την παρακολούθησα με τον γιο μου που είναι μαθητής Α΄ Γυμνασίου. Είναι η τάξη που οι μαθητές και οι μαθήτριες έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με τα ομηρικά έπη. Επιστρέφοντας η απάντηση που έλαβα στην ερώτηση «Πώς σου φάνηκε» ήταν «Για ποιο λόγο στο σχολείο οι καθηγητές δεν μας μιλούν έτσι για την Οδύσσεια; Νόμιζα πως δεν είχα τίποτα να μάθω από όλα αυτά».

Στο κείμενο του ο Γιάννης Αγγελάκας αναφέρει: «Ξεκίνησα πριν δεκαπέντε χρόνια να διαβάζω, με παρότρυνση της Όλιας Λαζαρίδου, τα ομηρικά έπη και μαγεύτηκα συνειδητοποιώντας πόσο πρωτοποριακά, πόσο μπροστά, ακόμα κι από την εποχή μας είναι αυτά τα υπεράνθρωπα κείμενα. Θα μου πείτε, μετά τα 45 μου ανακάλυψα την Αμερική; Τί να κάνω; Η εμπειρία μου από το σχολείο και την ελληνική εκπαίδευση με είχαν απομακρύνει, όπως τους περισσοτέρους από εμάς, από το χρυσάφι τους».