Το έργο ”Vita Nova” καταπιάνεται με ένα δύσκολο θέμα, του πένθους και της απώλειας. Αφηγείται τα μεικτά συναισθήματα και τις σκέψεις που αναδύονται κατά την επίσκεψη στο οικογενειακό σπίτι του παρελθόντος. Αποτελεί μία θεατρική παράσταση – performance, που έχει ντύσει η Αλίκη Στενού με εικόνες γεμάτες νοήματα, μέσα από την ευρηματική της σκονοθεσία και σκηνογραφία. Απόφοιτος της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Royal Academy of Dramatic Art (RADA) του Λονδίνου οι σπουδές της έχουν υφάνει μία ιδιαίτερη οπτική που της επιτρέπει να δρα συνθετικά, δημιουργώντας την κατάλληλη ατμόσφαιρα που κάθε έργο απαιτεί για να σε βυθίσει και να σε παρασύρει στο μαγικό του κόσμο. Η σκηνοθετική και σκηνογραφική της ματιά έρχεται να συμπληρωθεί βέβαια και από το υποκριτικό της ταλέντο που συμπληρώνει και «αποσαφηνίζει τις προθέσεις του συνόλου».

– Τι σας εμπνέει όταν δουλεύετε; Τι έχετε ως επίκεντρο όταν ξεκινάτε να δομήσετε ένα έργο;
Όταν ξεκινάω να δουλεύω έμπνευση και ταυτόχρονα επίκεντρο της δουλειάς είναι το θέμα του έργου, ο χώρος στον οποίο θα το δομήσω και οι άνθρωποι με τους οποίους θα συνεργαστώ. Το θέμα θέλω να με αφορά άμεσα, να με προβληματίζει, να με αγγίζει. Ο χώρος θέλω να έχει στοιχεία αρχιτεκτονικά που να μπορούν να συνομιλούν με το έργο και τα βασικά θέματά του και να αποτελούν μέρος της σκηνογραφίας. Το Μπάγκειον π.χ. αποτέλεσε τον τέλειο καμβά για το έργο “Vita Nova” μιας και ταίριαζε απόλυτα με το θέμα της ‘απώλειας’, της ‘απουσίας’, της ‘εγκατάλειψης’. Τέλος οι συνεργάτες παίζουν μεγάλο ρόλο, μια καλή συνεργασία αποτελεί σίγουρα έμπνευση, όπως ήταν οι άνθρωποι που δουλέψαμε τώρα μαζί. Όταν υπάρχει εμπιστοσύνη και υποστήριξη νιώθω ότι μπορούμε να πλουτίσουμε τον κόσμο του έργου και να υπερβούμε τις όποιες δυσκολίες προκύπτουν κατά τη δημιουργική διαδικασία.

– Τι σας συναρπάζει, τι σας τραβάει σε ένα έργο και επιλέγετε να το σκηνοθετήσετε;
Η ένταση των λέξεων και οι εικόνες που υπάρχουν πίσω από αυτές. Και όπως είπα κ παραπάνω το θέμα του έργου που θέλω να με αφορά προσωπικά και να με ωθεί να το μοιραστώ με ένα ευρύτερο κοινό που πιστεύω ότι θα το αφορά εξίσου πολύ. Για να επιλέξω να σκηνοθετήσω ένα έργο θέλω κατά βάση να με συγκινεί, να κινεί την φαντασία και το συναίσθημά μου ώστε αυτό εγώ μετά να μπορώ να το φέρω σε λόγο και κίνηση πάνω στη σκηνή. Το ‘Πεθαίνω σαν Χώρα’ π.χ. που ήταν η προηγούμενη σκηνοθεσία μου, είχε αυτό τον καταπληκτικό μονόλογο προς τη χώρα στο τέλος που με συνέπαιρνε κάθε φορά. Το ‘Vita Nova’ έχει έναν εξομολογητικό χαρακτήρα γύρω από την απώλεια, που με αγγίζει πολύ σαν θέμα και με παρακινεί να μιλήσω με ποιητικές εικόνες γύρω από αυτή, φτιάχνοντας μια παράσταση που προσπαθεί να απαλύνει την ψυχή του ανθρώπου που πονάει.

– Εκτός από το θέατρο θα μπορούσατε να δείτε τον εαυτό σας στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο;
Ναι παραμένω ανοιχτή και στους δύο χώρους. Μάλιστα αυτή την περίοδο βρισκόμαστε σε γυρίσματα για μια ταινία μεγάλου μήκους σε σκηνοθεσία του Ιωάννη Κωνσταντινίδη.

– Πώς είναι η θεατρική πραγματικότητα στην Ελλάδα; Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε; Πώς ήταν η μετάβασή σας από το εξωτερικό;
Η θεατρική πραγματικότητα είναι παντού δύσκολη νομίζω, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται εμένα όσον αφορά την οικονομική υποστήριξη των παραστάσεων. Τόσο εδώ όσο και έξω τα πολλά χρήματα δίνονται στις μεγάλες παραγωγές που γίνονται πάνω κάτω απ’ τους ίδιους ανθρώπους. Και οι μικρότερες παραγωγές με το περίσσευμα της ενέργειας και της αγάπης τους για το θέατρο προσπαθούν να φέρουν εις πέρας έναν μικρό άθλο. Η διαφορά που είδα ωστόσο στο εξωτερικό με την Ελλάδα είναι οι χρόνοι στους οποίους ανεβαίνουν παραστάσεις. Στην Αγγλία σε έξι βδομάδες μπορεί να δει κανείς να ανεβαίνει μια μεγάλη παραγωγή. Η πυκνότητα του χρόνου είναι άλλη, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, και όλα τρέχουν. Ωστόσο αυτό που έμαθα τόσο από την σχολή που σπούδασα (Royal Academy of Dramatic Art) όσο και από τις συνεργασίες που έκανα εκτός, είναι ότι ο χρόνος είναι ελαστικός, ότι όλα είναι πιθανά και όλα μπορείς να τα τολμήσεις μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Βέβαια εμένα μου αρέσει να γεννιέται ένα έργο σιγά σιγά, να χτίζονται οι εικόνες μέρα με τη μέρα, ωστόσο επηρεασμένη κι από έξω έχω μάθει να δουλεύω με αρκετά έντονους ρυθμούς.

Φωτ.: Ιωάννης Κωνσταντινίδης

– Πώς συνδυάζονται σκηνοθεσία και υποκριτική στο ίδιο έργο; Είναι πρόκληση να σκηνοθετείτε έργο στο οποίο παίζετε κιόλας;
Είναι πρόκληση ναι αλλά και χαρά ταυτόχρονα. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που θέλω να δω το εκάστοτε ‘κάδρο’, τις σκηνές, απ’ έξω για να καταλάβω τις ισορροπίες και τις μετακινήσεις που χρειάζονται. Εκεί είναι που χρησιμοποίησα πολύ τη βιντεοσκόπηση των προβών, τις οποίες και μελετούσα μετά. Από την άλλη παίζοντας, ούσα πάνω στην σκηνή και μέσα στον κόσμο του έργου, μου γεννιόνταν συχνά ιδέες, δράσεις ή εικόνες ‘πάνω στην πράξη’ που μετά όταν έβγαινα απ’ έξω προσπαθούσα να τις καθαρίσω και να αποσαφηνίσω τις προθέσεις του συνόλου.

– Χρησιμοποιείτε τη μουσική αρκετά στα έργα σας. Πώς γίνεται η επιλογή του ύφους και του στυλ που ντύνει την κάθε παράσταση και πώς εξυπηρετεί στο όλο εγχείρημα;
Για εμένα η μουσική είναι μια επιπλέον φωνή, ένα αναπόσπαστο στοιχείο στη συνολική θεατρική σύνθεση. Η μουσική μπορεί να δώσει χρώμα, ατμόσφαιρα, ρυθμό με τρόπο άμεσο που ενισχύει τη δύναμη του έργου. Το ύφος και το στυλ εξαρτάται από το θέμα, και ειδικά ο Νίκος Τουλιάτος αντιλαμβάνεται πολύ καθαρά τις διαφορετικές απαιτήσεις της κάθε δουλειάς και συνθέτει live ήχους κρουστών σε απόλυτη σχέση με τις ανάγκες και τη θερμοκρασία της εκάστοτε σκηνής. Επιλέγει προσεκτικά τα όργανα με τα οποία θα ‘μιλήσει’, γι’ αυτό και κάθε φορά συζητούσαμε γύρω απ’ το τι θέλει να πει με τη μουσική του. Ειδικά μάλιστα σε αυτή την παράσταση που παραμένει βουβός καθ’ όλη τη διάρκεια όντας το πρόσωπο που βιώνει την απώλεια, τα κρουστά του γίνονται η φωνή του, οι ήχοι που βγαίνουν από εκείνον ως ανταπόκριση σε αυτά που ακούγονται από τις υπόλοιπες φωνές επί σκηνής (Κορίνα Κόκκαλη, Δήμητρα Νταντή, Αλίκη Στενού).

Φωτ.: Ιωάννης Κωνσταντινίδης

– Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης και του θεάτρου στην απώλεια και το πένθος;
Η τέχνη γενικά και το θέατρο πιο συγκεκριμένα μπορεί να απαλύνει τον πόνο, να μαλακώσει την ψυχή του ανθρώπου που πενθεί. Η εξωτερίκευση αυτής της απόλυτης εσωτερικότητας βοηθάει το άτομο να νιώθει λιγότερο μόνο, το μοίρασμα και η επικοινωνία μπορούν να φέρουν μια ένωση ανάμεσα στους μάρτυρες της θεατρικής πράξης και εν δυνάμει μια συμφιλίωση με το γεγονός ότι η ζωή περιλαμβάνει και το θάνατο, με τον οποίο άλλωστε συνδιαλέγεται η τέχνη εδώ και χιλιάδες χρόνια.

– Ποιο είναι το πιο τρελό καλλιτεχνικό σας όνειρο;
Θα μου άρεσε πολύ είτε να παίζω είτε να σκηνοθετώ σε χώρους μεγάλης ιστορικής αξίας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μου φαίνεται συναρπαστική η συνομιλία με διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Επίσης, μιας κ μιλάμε για τρελά καλλιτεχνικά όνειρα θα μου έδινε μεγάλη χαρά η συνεργασία στον κινηματογράφο με κάποιους αγαπημένους σκηνοθέτες όπως ο David Lynch, ο Wong Kar-Wai κ.α.

Φωτ.: Ιωάννης Κωνσταντινίδης

➪ Το έργο «Vita Nova» που υπογράφουν οι  Simon Gleave και Αλίκη Στενού ανεβαίνει στο Μπάγκειον Ξενοδοχείο, κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9 μ.μ. (πλατεία Ομονοίας 18, Αθήνα).