Ο φωτογράφος που φύτεψε ένα ολόκληρο δάσος σε μια κατεστραμμένη και αποψιλωμένη έκταση στην πατρίδα του, την Βραζιλία, επιστρέφει. Και επιθυμεί να προσφέρει ακόμη περισσότερα στο περιβάλλον, στην χώρα που τον γέννησε, στις εκτάσεις γης μέσα στις οποίες μεγάλωσε, σε αυτόν τον πλανήτη που αποκαλεί «σπίτι του» και που σταδιακά καταστρέφεται.

Ο Σεμπαστιάο Σαλγκάδο δεν ξεκουράζεται στιγμή, παρά τα 78 του χρόνια. Παρά το ότι, σε διάστημα 50 ετών, ταξίδεψε σε περισσότερες από 120 χώρες, διατηρώντας για πάντα με τις εικόνες του γεγονότα όπως οι πυρκαγιές στο Κουβέιτ και η γενοκτονία της Ρουάντα.

Παρά το ότι ο φωτογραφικός του φακός και η δεινή φωτογραφική του ματιά αποτύπωσαν κοινότητες εργατών, μεταναστών και ιθαγενών κοινοτήτων σε όλο τον κόσμο. Και παρά το ότι, μετά από τόσα ταξίδια και τόσες περιπέτειες, φωτογραφικές και μη, έπεσε σε τέτοια κατάθλιψη από όσα είχε δει, που ένιωσε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο να κάνει το επάγγελμα αυτό.

Η ζωή του Σαλγκάδο ήταν, θαρρείς, βγαλμένη από την παραμυθική φαντασία του πιο φαντασμένου συγγραφέα: γεννήθηκε το 1944 στην πόλη Αϊμουρές της Βραζιλίας και σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Βιτόρια. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, εγκατέλειψε όμως το 1969 τη χώρα μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας για να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε στον Διεθνή Οργανισμό Καφέ, εργασία η οποία του έδωσε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Αφρική σε αποστολές της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Όμως, λίγο πριν τα 40 του χρόνια, ένα «καμπανάκι» χτύπησε μέσα του: το 1973 εγκατέλειψε την καριέρα του οικονομολόγου για να αφιερωθεί στη φωτογραφία και επέστρεψε στο Παρίσι. Εργάστηκε αρχικά ως φωτογράφος για αθλητικά γεγονότα και το 1979 εντάχθηκε στο φωτογραφικό πρακτορείο Magnum, από το οποίο αποχώρησε το 1994 ιδρύοντας, μαζί με τη γυναίκα του, Λέλια Ουάνικ, το φωτογραφικό πρακτορείο «Amazonas Ιmages».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανέλαβε να αναγγενήσει το δάσος δίπλα από το ράτζο της οικογένειας του στη Βραζιλία φυτεύοντας 2,5 εκατομμύρια δέντρα. Η επιτυχία του προγράμματος αυτού τον οδήγησε, το 1998, μαζί με τη σύζυγο του να ιδρύσουν το «Ιnstituto Terra» με αποκλειστικό σκοπό την αναδάσωση και την προστασία του περιβάλλοντος μέσω της σωστής εκπαίδευσης.

Τώρα, πραγματοποιεί μια μεγάλη φωτογραφική έκθεση φιλοδοξώντας να συγκεντρώσει χρήματα για το περιβαλλοντικό του πρότζεκτ. Η έκθεση «Sebastião Salgado: Magnum Opus» διοργανώνεται από τον οίκο Sotheby’s και φιλοξενείται στα κεντρικά γραφεία του στη Νέα Υόρκη μέχρι τις 12 Οκτωβρίου.

«Κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας στη Ρουάντα έκανα ένα φωτογραφικό λεύκωμα για την έξοδο, τη μετανάστευση. Αυτό που είδα εκεί ήταν τόσο βίαιο, που αρρώστησα. Έπαθα κατάθλιψη, η υγεία μου δεν ήταν καλή. Πήγα να δω έναν γιατρό-φίλο, ο οποίος μου είπε “πεθαίνεις, πρέπει να σταματήσεις αυτό που κάνεις”. Eτσι σταμάτησα, πήγα στη Βραζιλία και πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω τη φωτογραφία, να γίνω αγρότης και να δουλεύω τη γη», είπε ο Σαλγκάδο στην Βερόνικα Εσποζίτο του Guardian, που επισκέφθηκε την έκθεσή του στη Νέα Υόρκησχετικά με τις κρίσιμες εκείνες ώρες και ημέρες του 1994 που τον ώθησαν στην δημιουργία του ινστιτούτου του, ενός οικολογικού κέντρου σε ένα κατεστραμμένο ράντσο στην πολιτεία Μίνας Ζεράις της Βραζιλίας.

«Το ίδρυμά μας πρέπει να συνεχίσει. Ο Sotheby’s μας πρόσφερε ένα καταπληκτικό δώρο και το 100% αυτών των χρημάτων πηγαίνει στο κληροδότημα για το Instituto. Ελπίζουμε ότι όλες τις φωτογραφίες θα πουληθούν και τα έσοδα θα φτάσουν τα περίπου 2,6 εκατ. δολάρια», λέει ο ίδιος ο 78χρονος φωτογράφος για την συγκεκριμένη περίσταση, που είναι η μεγαλύτερη ατομική έκθεση φωτογραφίας που έχει πραγματοποιήσει ποτέ ο Sotheby’s, συγκεντρώνοντας έργα από την 40χρονη καριέρα του Σαλγκάδο.

Στην έκθεση, ο επισκέπτης θα δει συγκεντρωμένες μερικές από τις σπουδαιότερες φωτογραφίες του Βραζιλιάνου: το εντυπωσιακό πλάνο ενός λασπωμένου εργάτη που σκύβει από εξάντληση καθώς τραβάει ένα βαρύ φορτίο από το χρυσωρυχείο Σέρα Πελάντα, τα δύο μέλη της κοινότητας των ιθαγενών Μίξε στην πολιτεία Οαξάκα του Μεξικού που έχουν τα χέρια τους απλωμένα κοιτάζοντας τα σύννεφα ή τους πρόσφυγες από τον λιμό της Αιθιοπίας του 1983-85 να συνωστίζονται γύρω από έναν τεράστιο κορμό δέντρου, ενώ οι ακτίνες του ήλιου διεισδύουν γύρω τους.

Όπως επισημαίνει ο ίδιος στην βρετανική εφημερίδα, η έκθεση προέκυψε από τον ενθουσιασμό που τού προκάλεσε το «Amazônia», το πιο πρόσφατο project του Σαλγκάδο, για το οποίο πέρασε έξι χρόνια περπατώντας μέσα στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου και έζησε ανάμεσα σε 12 διαφορετικές φυλές φωτογραφίζοντας μέλη τους.

«Οταν πρωτοπήγα στην Αμαζονία, φοβόμουν λίγο. Πώς θα μπορούσα να συνεργαστώ με αυτές τις κοινότητες χωρίς να καταλαβαίνω τη γλώσσα; Ηταν μάλλον 2.000 ή 3.000 χρόνια μακριά μου, εντελώς απομονωμένοι σε αυτό το δάσος. Ηταν καταπληκτικό. Φτάνοντας εκεί, σε λιγότερο από δύο ώρες ένιωσα σαν στο σπίτι μου, γιατί βρισκόμουν στη δική μου κοινότητα, την κοινότητα του homo sapiens», θυμάται ο ίδιος.

Κάπως έτσι, η έκθεση “Magnum Opus” περιλαμβάνει φωτογραφίες και από αυτή του την περιπλάνηση: το συναρπαστικό πορτρέτο της Μπέλα Γιαβαναουά από το χωριό Μούτουμ, με το πρόσωπό της να είναι βαμμένο με οδοντωτές γραμμές ή το οικογενειακό πορτρέτο μελών της φυλής Πίνα Κορούμπο. «Για να φωτογραφίσεις χρειάζεσαι χρόνο, πρέπει να πας στις κοινότητες, πρέπει να συζητήσεις πράγματα μαζί τους, πρέπει να ενσωματωθείς. Ζεις με τους ανθρώπους και γίνεσαι μέρος της κοινότητας», επισημαίνει εμφατικά ο ίδιος.

Στην έκθεση υπάρχει επίσης μια μεγάλη επιλογή φωτογραφιών από την παγκόσμια σειρά “Genesis” για τη δημιουργία της οποίας χρειάστηκαν οκτώ χρόνια. Εκείνο το διάστημα, ο Σαλγκάδο αποφάσισε να ρίξει το φωτογραφικό βλέμμα του σε παρθένες περιοχές της φύσης, στις τεράστιες εκτάσεις γης, τα σύννεφα και τις ομίχλες. «Για το “Genesis” πήγα να δω τι ήταν παρθένο στον πλανήτη. Στο παρελθόν είχα φωτογραφίσει μόνο ένα ζώο, τον άνθρωπο, και τώρα πήγαινα να φωτογραφίσω όλα τα είδη των ζώων», υπερτονίζει ο 78χρονος Βραζιλιάνος.

Κάπως έτσι προέκυψαν κάποιες συναρπαστικές λήψεις, όπως μια φωτογραφία της οροσειράς Μπρουκς στη βόρεια Αλάσκα, μια εικόνα με πύργους πάγου στην Ανταρκτική, η εικόνα μιας ομάδας πιγκουίνων που περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να πέσουν στον ωκεανό από ένα παγόβουνο στον νότιο Ατλαντικό ή το μαύρο πορτρέτο μιας λεοπάρδαλης, που κοιτάζει την αντανάκλασή της καθώς σκύβει πάνω από μια λιμνούλα για να πιει νερό.

«Ο πιο σημαντικός, ίσως, από τους πολλούς λόγους για τους οποίους πρέπει κανείς να δει την έκθεση “Magnum Opus” είναι ότι αυτές οι φωτογραφίες εμπνέουν συναισθήματα που δεν νιώθουμε συχνά. Κοιτάζοντας το έργο του Σαλγκάδο, έχεις μια αίσθηση σύνδεσης με τους ανθρώπους και τα ζώα που κατοικούν στον κόσμο γύρω μας, καθώς και ευγνωμοσύνη για τη λαμπρότητα που υπάρχει σε όλη τη Γη», καταλήγει με νόημα η δημοσιογράφος της Guardian αναφορικά με την έκθεση.

«Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω στον οποίο έχει αφιερώσει τη ζωή του και οι φωτογραφίες του σε ταξιδεύουν. Εχω μια αίσθηση δέους, έκπληξης και ευγνωμοσύνης για το έργο του».

«Δώσαμε τη γη πίσω στη φύση»

«Γεννήθηκα το 1944 στη Βραζιλία μέσα σ’ ένα αγρόκτημα, μεγαλύτερο μέρος του οποίου ήταν τροπικό δάσος. Ένα εκπληκτικό μέρος. Έζησα με απίθανα πουλιά και ζώα. Κολύμπησα σε ποτάμια με καϊμάν. Ζούσαν περίπου 35 οικογένειες σ’ εκείνο το κτήμα και ό,τι παρήγαμε το καταναλώναμε. Πολύ λίγα πράγματα πήγαιναν στην αγορά. Μια φορά το χρόνο, το μόνο προϊόν που έφτανε στην αγορά ήταν τα βοοειδή που παρήγαμε. Ταξιδεύαμε 45 ημέρες περίπου για να φτάσουμε στο σφαγείο και 20 ημέρες για να επιστρέψουμε ξανά στο αγρόκτημα».

Αυτά λέει ο ίδιος ο Σαλγκάδο στο ντοκιμαντέρ “Το Αλάτι της Γης” (The Salt of the Earth) του σπουδαίου γερμανού σκηνοθέτη Βιμ Βέντερς, το οποίο συνυπογράφει με τον Τζουλιάνο Ριμπέιρο Σαλγκάντο, τον γιo του βραζιλιάνου φωτογράφου.

Ένα μεγάλο τμήμα του ντοκιμαντέρ μάλιστα αποτυπώνει την πολυετή αυτή αγωνιώδη απόπειρα του Σαλγκάδο και την συζύγου του να αναδασώσουν σταδιακά μια αποψιλωμένη έκταση, ένα πρώην αγρόκτημα 1.750 στρεμμάτων στην πολιτεία Minas Gerais που βρίσκεται 70 μίλια από την Ατλαντική ακτή της Βραζιλίας.

Η αποψίλωση συνέβη επειδή ο πατέρας του Σαλγκάδο έκοβε τα δέντρα της έκτασης που του ανήκε και τα πουλούσε ως ξυλεία προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του.

«Κάποια στιγμή πήρα την απόφαση να σταματήσω τη φωτογραφία. Με είχε αναστατώσει τόσο πολύ, έβλεπα χιλιάδες θανάτους κάθε μέρα και έτσι αποφάσισα να γυρίσω εκεί όπου γεννήθηκα. Όταν πήραμε τη γη, ήταν λιγότερο από 0,5% τροπικό δάσος, όπως και όλη η γύρω περιοχή. Τότε, η Λέλια είχε μια υπέροχη ιδέα, μια τρελή ιδέα. Μου είπε: “Γιατί δεν επαναφέρουμε το τροπικό δάσος που υπήρχε νωρίτερα; Λες πως έχεις γεννηθεί στον παράδεισο. Ας χτίσουμε λοιπόν τον παράδεισο ξανά“», θυμάται ο Σαλγκάδο.

Το ζευγάρι άρχισε, πριν ακριβώς 25 χρόνια, να φυτεύει δέντρα. Πολλά δέντρα και μόνο τοπικά είδη, ώστε να δημιουργήσουν ένα οικοσύστημα ίδιο μ’ εκείνο που καταστράφηκε. Τον πρώτο χρόνο έχασαν πολλά δέντρα, τον δεύτερο λιγότερα, και σιγά-σιγά, αυτή η νεκρή γη άρχισε ν’ αναγεννάται από τις στάχτες της.

«Και η πανίδα με την χλωρίδα επανήλθε μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο. Ήταν αναγκαίο για μας να μετατρέψουμε τη γη μας σε εθνικό πάρκο. Τη μεταμορφώσαμε. Δώσαμε τη γη πίσω στη φύση. Και έγινε εθνικό πάρκο. Δημιουργήσαμε το “Instituto Terra” και φτιάξαμε ένα μεγάλο περιβαλλοντικό έργο», λέει πλέον ο 78χρονος φωτογράφος με περηφάνια.

Πράγματι, η βιοποικιλότητα επανήλθε στην περιοχή και η άγρια ζωή επανέκαμψε έχοντας αποκατασταθεί η τροφική αλυσίδα, με πλέον χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το σημαντικότερο άγριο θηλαστικό της περιοχής, ο ιαγουάρος, που είχε μετακινηθεί αλλού λόγω της απώλειας του φυσικού του περιβάλλοντος, επανήλθε στην περιοχή.

Μέχρι σήμερα έχουν φυτευτεί πάνω από 2.5 εκατομμύρια δενδρύλλια ενδημικών ειδών του Ατλαντικού Δάσους. Και η προσπάθεια του ζεύγους Σαλγκάδο συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς.