Πριν λίγες μέρες, ο πιο διάσημος paparazzo και αγαπημένος του Andy Warhol, Ron Galela, διηγήθηκε σε συνέντευξη του μερικά από τα περιστατικά που έχει ζήσει εδώ και 5 δεκαετίες κυνηγώντας διασήμους σε δρόμους, παραλίες, αυτοκίνητα και βίλες και την απαξίωση από τους υπόλοιπους φωτογράφους. «Μια φωτογραφία είναι καλή όταν απεικονίζει κάποιον διάσημο σε μία όχι και τόσο διάσημη στιγμή του. Στο μικρό σπίτι μας, οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες όλων των αστέρων της εποχής. Ακόμη και το όνομά μου, από τον Βρετανό ηθοποιό του βωβού κινηματογράφου Ronald Colman προέρχεται», αναφέρει σε ένα απόσπασμα και ενώ μετράει 91 χρόνια ζωής, θυμάται τότε που ο Marlon Brando του έσπασε το σαγόνι και πέντε δόντια, η Jackie Kennedy τον πήγε στα δικαστήρια και οι μπράβοι του Richard Burton, τον έδειραν.

Στο τελευταίο βίντεο του, ο Evan Puschak (aka Nerdwriter) με τίτλο How Postwar Italy created the paparazzi, μιλάει για το πώς ξεκίνησαν οι paparazzi στη μεταπολεμική Ιταλία και το ρόλο που έπαιξαν οι ταινίες στην ανάδειξη τους. Σε περίπτωση που δεν τον έχεις ακούσει ποτέ, στα βίντεο του που είναι μαθήματα-σφηνάκια, σε ενημερώνει για διάφορες έννοιες, πρόσωπα  και πράγματα που δεν ξέρουμε χωρίς να φλυαρεί ποτέ και με έξυπνες παρεμβάσεις στο μοντάζ. Αν ήταν σε τάξεις και αμφιθέατρα, δεν θα έκανε κανείς μας κοπάνα.

Όλα ξεκινούν το 1937, που ο δικτάτορας και φασίστας Benito Mussolini, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του κινηματογραφου και των πρωταγωνιστριών του, έφτιαξε το στούντιο παραγωγής Cinecittà. Το κτήριο είχε καταστραφεί το 1935 και το χρησιμοποίησε ως ένα μέσο της πολιτικής του προπαγάνδας και για να δημιουργήσει ένα καλλιτεχνικό προφίλ, που θα τον έκανε πιο συμπαθή στον βασανισμένο λαό του.Επίσης, να σημειωθεί και στα πρακτικά πως τότε είχε εμμονή με την Αμερικανίδα ηθοποιό Anita Page, στην οποία έστειλε πάνω 100 γράμματα με πάρα πολλές προτάσεις γάμου και δεν έλαβε ποτέ το ναι στις απαντήσεις τους.

Τα πρώτα χρόνια του μεγαλύτερου τότε στούντιο της Ευρώπης, φυσικά γίνονταν μέτρια έως κακά φιλμ που δεν είχαν ίχνος αμεροληψίας. Ήταν όλα εθνικιστικά και υπέρ του αρχηγού του κράτους και με ρατσιστικά σχόλια, όπως τα Scipio Africanus και The Iron Crown, ώσπου το 1943, κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, βομαρδίζεται σταδιακά η χώρα με την εισβολή των Συμμάχων, έρχεται η πτώση του Mussolini και οι τεράστιοι χώροι της Cinecittà μετατρέπονται σε camps προσφύγων.

Λίγο καιρό αργότερα, ένα νέο κύμα κινηματογραφιστών άρχισαν να βγαίνουν στους δρόμους της Ρώμης για να γυρίσουν τις ιστορίες τους δημιουργώντας τον ιταλικό Νεορεαλισμό.Από τις πρώτες ταινίες ήταν το Rome, Open City του Roberto Rosselini και ο Κλέφτης Ποδηλάτων του Vittorio De Sica ενώ στη συνέχεια άρχισαν να κάνουν υπερπαραγωγές, όπως τα Quo Vadis, Roman Holiday, Ben-Hur, Cleopatra. Η εποχή ονομάστηκε  Hollywood on the Tiber και τότε, ένας εντεκάχρονος με το όνομα Martin Scorsese έφτιαχνε, πολλά χιλιόμετρα μακριά, το storyboard για το Eternal City.

Ο δρόμος με το μεγαλύτερο σουξέ ήταν η Via Veneto, που για τον Puschak ήταν το πιο κουλ μέρος του κόσμου με μπαρ, κλαμπ και πολλούς, οι οποίοι πάλευαν να βρουν πού ανήκουν τη στιγμή που η οικονομία είχε αλλάξει μορφή λόγω του πολέμου. Κάποιοι άρχισαν να παίρνουν τις κάμερες τους και να φωτογραφίζουν μαγαζιά και τουρίστες για να βγάλουν χρήματα και ξαφνικά σκέφτηκαν την ιδέα να shootάρουν διασήμους της εποχής. Οπότε άρχισαν να αναβοσβήνουν τα όχι και τόσο διακριτικά τους φλας σε κάθε γωνιά της πόλης αναζητώντας την πόζα που θα τους κάνει πλούσιους.

Ο πρώτος που έκανε αυτή την κατηγορία της φωτογραφίας κανονική και κερδοφόρα επιχείρηση ήταν ο δαιμόνιος Tazio Seccihiaroli, που άρχισε να βλέπει τις εικόνες του σε κατακίτρινα εξώφυλλα εφημερίδων και να προσθέτει μηδενικά στις αμοιβές του. Ενώ ζούσε τη χρυσή περιόδο του, τον προσέγγισε ο Federico Fellini για να του αφηγηθεί ιστορίες από όσα ζει στη δουλειά του για το σενάριο της νέας του ταινίας με το όνομα Dolce Vita. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε ο όρος paparazzo από τον Marcello Mastrogianni όταν αποκάλεσε έτσι έναν φωτογράφο, ο οποίος τον πλησίασε και φυσικά, έμεινε στην ιστορία.

Όσοι ακολούθησαν αυτό τον φωτογραφικό δρόμο, απέκτησαν το όνομα τους και συνεχίζουν έως και σήμερα, να τρέχουν, να κρύβονται και να ακολουθούν όσους ξέρουμε με τα μικρά τους ονόματα.