«Δεν είμαι φωτογράφος, αλλά πάντα έβγαζα φωτογραφίες, ήμουν στο θέατρο, ήμουν εθελόντρια, έχω τρεις κόρες, έχω υπάρξει ερωτευμένη, δεν θέλω να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου ως φωτογράφο, είμαι τόσα άλλα. Έχω ζήσει με τη φωτογραφία, με το Κέντρο Φωτογραφίας (σ.σ. μία δική της πρωτοβουλία), με το περιοδικό Mezzocielo, το οποίο σχεδιάστηκε και εκδίδεται μόνο από γυναίκες. Πάντα χρησιμοποιούσα αυτό που είχα. Μου συνέβη επί σαράντα χρόνια να τραβάω φωτογραφίες, το χρησιμοποιούσα αυτό τόσο ως εργαλείο καταγγελίας σε ό,τι συνέβαινε στο Παλέρμο, όσο και για να εκφραστώ απλώς» έλεγε η ίδια η Λετίτσια. Εντυπωσιακή, πληθωρική, αδάμαστη.
Έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου του 2022, στα 87 της αφήνοντας ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης και πίκρας σε όσους την είχαν γνωρίσει, τόσο για το έργο της όσο και για την ίδια της προσωπικότητά της.
«Ως παιδί ήθελα να γίνω συγγραφέας, μετά παντρεύτηκα στα δεκαέξι μου για να ξεφύγω από τον ζηλιάρη πατέρα μου και έπεσα σε έναν άντρα στον οποίο δεν καταλάβαινε τίποτα για μένα».
«Η Letizia Battaglia απαθανάτισε τις ψυχές του Παλέρμο με τα πλάνα της. Εκείνα των γυναικών και των παιδιών που κοιτούν τη ζωή στα μάτια αλλά και της μαύρης μαφίας. Συχνά βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος ενώπιον της επιβολής του νόμου. Τύπωσε με τις φωτογραφίες της τον πόνο των θυμάτων, την αλαζονεία των αφεντικών, το αίμα στους δρόμους, τους πρωταγωνιστές όλων όσοι τα έβαλαν με την Cosa nostra. Οι φωτογραφίες της θα παραμένουν πάντα ως μαρτυρία για το τι υπήρξαμε και ως πρόσκληση να ονειρευτούμε -και να πραγματοποιήσουμε- ένα άλλο Παλέρμο, μια άλλη Σικελία» λέει αποχαιρετώντας την ο Πιέτρο Γκράσο, Ιταλός δικαστής και πολιτικός, γνωστός για τη δράση του ενάντια στη μαφία, ο οποίος συνεργάστηκε μαζί της στον αγώνα εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος.
«Η πρώτη φωτογράφος που έσπασε την omerta και έγινε η φωνή των δολοφονημένων και των οικογενειών τους από τη σικελική μαφία» γράψανε όλα τα μίντια ανά τον πλανήτη.
Για την ίδια τη Μπατάλια «η φωτογραφία δεν είναι κάτι το ρομαντικό. Δεν είναι τόσο μπανάλ. Για να δημιουργήσεις μια πραγματικά μεγάλη φωτογραφία, πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να είσαι ελεύθερη. Ένας καλός φωτογράφος πρέπει να είναι μέσα στη φωτογραφία έτσι ώστε ο θεατής να αισθανθεί την παρουσία του» συνεχίζει επιλέγοντας πάντα την εμπλοκή, ποτέ την αφ’ υψηλού παρατήρηση.
Γεννημένη στη Σικελία το 1935, η Letizia Battaglia ξεκίνησε τη φωτογραφική της καριέρα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και άρχισε να φωτογραφίζει τη σικελική μαφία το 1974, δεχόμενη μάλιστα απειλές θανάτου η ίδια. Ως διευθύντρια φωτογραφίας της L’Ora, της αριστερής καθημερινής εφημερίδας του Παλέρμο, η ίδια ή κάποιος από τους βοηθούς της ήταν παρών σε κάθε μεγάλη σκηνή εγκλήματος στην πόλη μέχρι λίγο πριν από το κλείσιμο της εφημερίδας το 1990. Από αυτές τις αποστολές, η Battaglia και ο επί μακρόν συνεργάτης της Franco Zecchin υπέγραψαν πολλές από τις εμβληματικές φωτογραφίες που παρουσιάζουν τη Σικελία και τη Μαφία σε όλο τον κόσμο.
Έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία, μεταξύ των οποίων το W. Eugene Smith Grant for Humanistic Photography και το Cornell Capa Infinity Award από το International Center of Photography.
Ήταν η φωτογραφία της Felicia Bartolotta Impastato, η οποία κάθεται σε έναν καναπέ με – πίσω της – το πορτρέτο του γιου της που σκοτώθηκε από τη μαφία.
«Ως παιδί ήθελα να γίνω συγγραφέας, μετά παντρεύτηκα στα δεκαέξι μου για να ξεφύγω από τον ζηλιάρη πατέρα μου και έπεσα σε έναν άντρα στον οποίο δεν καταλάβαινε τίποτα για μένα. Ήθελα να σπουδάσω ενώ είχα κόρες, πάντα έκανα πίσω και παρέμεινα αποστασιοποιημένη από τα κοινωνικά πρότυπα. Κάποια στιγμή, όταν οι κόρες μου είχαν μεγαλώσει, συστήθηκα στην εφημερίδα L’Ora ως δημοσιογράφος. Ήταν Αύγουστος, όλοι οι δημοσιογράφοι ήταν σε διακοπές και χρειάζονταν βοήθεια και με καλωσόρισαν. Έτσι άρχισα να γράφω τα πρώτα μου άρθρα. Μετά από μια υπέροχη συνεδρία ψυχανάλυσης που με βοήθησε να αφήσω τον άντρα μου, πήγα στο Μιλάνο για να προσφέρω τα άρθρα μου σε μιλανέζικες εφημερίδες. Εκεί μου ζήτησαν να ντύσω τα άρθρα με φωτογραφίες, και έτσι ένας φίλος μου μου έδωσε μια φωτογραφική μηχανή. Ήμουν τριάντα επτά ετών. Άρχισα να εργάζομαι για να γίνω ανεξάρτητη, καθώς είχα αρνηθεί την οικονομική βοήθεια από τον σύζυγό μου. Δεν ήθελα πια να ασχολούμαι μαζί του, δεν ήθελα να είμαι μια γυναίκα που με κρατούσαν δέσμια. Στο Μιλάνο βρήκα χώρο, βρήκα μια πόλη που πρόσφερε ευκαιρίες. Μετά από λίγο καιρό η εφημερίδα L’Ora με κάλεσε πίσω στο Παλέρμο για να διευθύνω την εκεί φωτογραφική ομάδα. Επέστρεψα στο Παλέρμο για να δουλέψω ως φωτογράφος, αλλά αυτή η δουλειά έγινε ένα όλο και μεγαλύτερο έργο, γιατί ξεκίνησα όταν οι τρελοί, άπληστοι και αιμοσταγείς μαφιόζοι του Corleone εξαπέλυσαν τον πόλεμο στο Παλέρμο για να μας καταστρέψουν. Φωτογράφιζα για να καταδικάσω, αλλά με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι μπόρεσα να εκφραστώ και εγώ, ένιωσα δυνατή και ελεύθερη. Αυτό που ήθελα να κάνω ως συγγραφέας, το έκανα ως φωτογράφος. Αλλά δεν έκανα μόνο ρεπορτάζ, ως γυναίκα αναζητούσα πάντα την ομορφιά, την αγάπη, τη γλυκύτητα, την τρυφερότητα. Και φωτογραφίζοντας τη Μαφία ήταν σαν να αναφέρω όλα όσα μας εμπόδιζαν να είμαστε γλυκοί και ευτυχισμένοι» θα πει σε κάποια συνέντευξή της εξηγώντας με λόγια αυτό που όλοι βλέπουμε στη γοητεία της.
«Η φωτογράφιση μερικών ανθρώπων τους έδινε και την αξιοπρέπεια». Ήταν μία από τις πολλές αξιομνημόνευτες φράσεις της Letizia Battaglia. Ήταν η φωτογραφία της Felicia Bartolotta Impastato, η οποία κάθεται σε έναν καναπέ με – πίσω της – το πορτρέτο του γιου της που σκοτώθηκε από τη μαφία. Ήταν η ιστορική και σπαρακτική λήψη του από το άψυχο σώμα του Piersanti Mattarella. Έχει απαθανατίσει εκατοντάδες αριστουργήματα που αφηγούνται πλήρως τη δική του και την εποχή μας. Αξέχαστες, ουσιώδεις και οριστικές φωτογραφίες. Ποτέ ρητορική, πάντα ωμή και βαθιά ουσιαστική.
*Προτείνουμε το εξαιρετικό «Shooting the Mafia» της Kim Longinotto, για τη ζωή και την πορεία της Μπατάλια, που είχε προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.